Κυριακή, Φεβρουαρίου 24

η ιεροτελεστία της αγωνίας


Aγωνιούσε, αυτή είναι η λέξη. Έξι η ώρα και...


        Είχε μπει ο διάολος μέσα της. Πρέπει να ήταν πάνω από τρεις ώρες εκεί στο μικρό βραχάκι που τον συναντούσε. Μόνη. Είχε ανακατέψει ανάρμοστα όλη την αμμουδιά της Επανομής , σκάλιζε άγχος με τις πατούσες της... δεν υπήρχε μπαμπούρι ή μυρμήγκι που να μην του είχε ανατρέψει το σχεδιασμό της μέρας. Η θάλασσα, λέμε τώρα εμείς μια λέξη, η θάλασσα, νομίζοντας ότι ο άλλος κατάλαβε μια έννοια αλλά όχι, τέλος πάντων η  θάλασσα της ψιθύριζε παρηγοριές εντελώς υποκειμενικές , ανεπαρκείς και αίολες. Η Ελενίτσα δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που τους έφτανε η παρηγοριά. Έλειπε ο Κωνσταντίνος. Ήταν μισή. Μισή γιορτή ίσον καθόλου γιορτή. Τελεία και παύλα.

       Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μόνος που μπορούσε να παίξει με την μικρή Ελένη. Είχε την αυτοκυριαρχία του θηριοδαμαστή.

       Η θάλασσα από την άλλη ήταν το μόνο παιχνίδι που αυτό το αχώριστο ζευγάρι παιδιών παραδέχονταν για κανονικό. Ήταν αγρίμια. Δεν τους ταίριαζε το κρυφτό. Ήταν ατίθασα, δεν μπορούσαν να παίξουν κλέφτες κι αστυνόμους, μισούσαν τις ταμπέλλες. Ομαδικά παιχνίδια ούτε !

Αυτός, εκείνη και η θάλασσα.

       Την θάλασσα δεν την είχαν για παρηγορήτρα. Ήταν το πλαίσιο , αυστηρό και αμείλικτο πλαίσιο, μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν κατάματα και να μετρηθούν. Αυτό το παιχνίδι έπαιζαν. Ήταν δυο αγρίμια, χωρίς ταμπέλες και δοκίμαζαν τα όριά τους με έναν ισάξιο αντίπαλο. Μαζί έμαθαν να κολυμπούν και μαζί να σώζονται. Υπήρχε ένας ολοένα αυξανόμενος αλληλοσεβασμός στα τρία μέρη. Κανείς δεν έσπευδε να προστρέξει πριν ο άλλος να δείξει έτοιμος να βοηθηθεί. Τούτο είναι σημαντικό για τις αγάπες, τόσο μεγάλες αγάπες σαν και των παιδιών με τη θάλασσα, των παιδιών με τη ζωή, των παιδιών μεταξύ τους, με τούτη τη σειρά που τα βάζω κι όχι με άλλη. 

       Η Ελένη κοίταξε άλλη μια φορά προς την κατεύθυνση που αυτός απόψε δεν φάνηκε. Χίλιοι διαβόλοι όρμισαν μέσα στο μυαλό της. Όταν η Ελένη θέριευε ούτε η θάλασσα μπορούσε να την αναμετρηθεί, μιλάμε για θυμό. Λέμε τώρα εμείς μια λέξη, θυμό,  νομίζοντας ότι ο άλλος κατάλαβε μια έννοια αλλά όχι, τέλος πάντων μιλάμε για θυμό εστιασμένο και με παράπλευρα θύματα. Όχι, δεν εννοώ μόνο τα μυρμήγκια.

      Ο Κωνσταντίνος την παρατηρούσε πίσω από τις θημωνιές. Δεν ήτανε του χεριού της ο Κωνσταντίνος. Κάθε φορά που του έκανε μια κρίση πανικού εκείνος την βοηθούσε με τον τρόπο του. Την άφηνε να κοιτάξει λίγη ώρα τα πράγματα καθαρά. Την ακτή, το πέλαγος, το μέγεθός της και το κενό που άφηνε εκείνος. Επανακαθορίζονταν όλα χωρίς λόγια. Αυτομάτως.

      Στο κάτω κάτω εκείνη δεν είχε ζητήσει ξεκάθαρα βοήθεια. Τα είπαμε αυτά.

      Σηκώθηκε και άρχισε να την πλησιάζει δήθεν αδιάφορα. Κάθε τόσο κοντοστεκόταν και κλωτσούσε βότσαλα. Εκείνη δεν άφησε ούτε μια γκριμάτσα να προδώσει την έλλειψη αυτοκυριαρχίας μέσα της. Τον άφησε να πλησιάσει με το ρυθμό που εκείνος θεωρούσε περήφανο. Για την ηλικία του.

      Ο Κωνσταντίνος ήταν δεκατριών. Με μια έννοια. Η Ελενίτσα σήμερα εβδομήντα έξι. Με μια άλλη έννοια. Όχι ότι έχει σημασία, εντάξει ;

      Είχε αργήσει πέντε λεπτά. Ήταν σίγουρος, σίγουρος όμως, ότι της είχαν φανεί τρεις ώρες. Και ήταν εξίσου σίγουρος ότι όλο αυτό δεν είχε να κάνει με εκείνον. Τα βασικά τα καταλαβαίνουν και τα παιδιά. 

      
Όταν την πλησίασε αρκετά ώστε να μην μπορεί να προσποιηθεί ότι δεν τον είδε, εκείνη σήκωσε δυό μάτια εισαγγελείς και του τα' χωσε. Δεν μίλησε. Ούτε και εκείνος μίλησε. Έφερε μπροστά το χέρι του μαζί με ένα ρουμπινί μπουμπούκι τριαντάφυλλου. Τα μάγουλά της έγιναν στο χρώμα του. Οι ηλικίες τους έκαναν αυτομάτως μια μεγάλη βουτιά και συναντήθηκαν στη μέση. Οι θυμοί τους έκαναν αυτομάτως μια συνθηκολόγηση και συναντήθηκαν στο Ε.

Περπάτησαν μουλωχτοί αφήνοντας δυό ακολουθίες από ανάλαφρα ίχνη που ο αφρός της θάλασσας σεβάστηκε τρείς φορές και μετά τις πέρασε στη λήθη.

     Στο δεξί μπράτσο του άρχισαν να σχηματίζονται τα σημάδια από δάχτυλα χεριών τανάλιες. Το αριστερό της χέρι ήταν άσπρο, όχι άσπρο, διάφανο λευκό με λεκέδες,  σα κόκκαλο σουπιάς.

     Έστριψαν τον τραχύ βράχο και ακολούθησαν το μονοπάτι τους σε μια σειρά από φαγώματα της θάλασσας, τσαλαπατώντας φύκια και βότσαλα γεμάτα γλιστρίδες. Το χώμα αριστερά γεμάτο ρίζες δέντρων που η άγρια ορμή της είχε ξεντύσει, μύριζε δυσαρέσκεια που ένας απρόσεκτος θα την έλεγε υγρασία . Η θάλασσα τους άνοιγε όσο μονοπάτι χρειάζονταν για να περνούν , με τη συμφωνία ότι δε θα κοντοστέκονται να την σχολιάζουν. Ήταν συννεφιά. Ήταν σχετικό κρύο. Ήταν αέρας. Ήταν οι δυό τους.

    Σαν έφτασαν στη σπηλιά τους τα μάτια τους σάρωσαν ένα γύρω για εισβολείς. Δεν τόλμησε κανείς, ΟΚ. Εκείνος τράβηκε από το βαθος την καλαμιά τους και την έστρωσε χάμω στην άμμο. Μετά άρχισε να μαζεύει ξερόκλαδα με σίγουρες κινήσεις. Εκείνη έκανε στην άκρη κι έστριψε δυό περιποιημένα. Τράβηξαν ένα δυό κούτσουρα και τάϊσαν την αδύναμη φλόγα. Σουρούπωνε ο ήλιος το κάδρο, από εκείνο το μέρος είχαν μια άμεση επαφή με τον αποχαιρετισμό του στη μέρα. Πρέπει να ήταν 7 και...

   Εκείνη τράβηκε από το σακίδιο μια κουβέρτα και μια φυσαρμόνικα. Του την έδωσε σα να μην ήταν εκείνο με το οποίο αντικατέστησε όλο της το κομπόδεμα. Εκείνος την πήρε στα χέρια του σαν να μην ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που του έχουν δωρίσει. Έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια λέγοντας λόγια χωρίς να μιλά. Ήταν μια αδυναμία, Δεν μπορούσε να βρει λόγια όταν ήταν τόσο συγκινημένος. Εκείνη το ήξερε και πάντα ξεκινούσε να κουτσομπολεύει ότι έπαιρνε το μάτι της για να τον αποφορτίσει.

   Καθώς η φλόγα κέρδιζε την παρτίδα από το φως του σούρουπου οι ξελιγωμένοι ήχοι της φυσαρμόνικας άρχισαν να ντύνουν την κατάστασή τους. Όλα τα γύρω έγιναν τόσο ασήμαντα σαν θεατές του τελευταίου διαζώματος που αγωνιούν και σκύβουν να δουν. Τα δυό πλάσματα ξάπλωσαν δίπλα στη φωτιά και κούρνιασαν.

  Η ιεροτελεστία της αγωνίας είχε πάρει τέλος.



Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20

η απελευθέρωση



      Όταν κόπασαν οι λυγμοί της τον έψαξε. Στο κομμάτι του πατώματος που εκείνος είχε απιθώσει τα ρούχα του , οι μυρωδιά του σπέρματος είχε αντικατασταθεί  από χρώματα. Ανάρμοστα χρώματα για ένα δωμάτιο με φωτεινές γωνιές. Μπόρεσε να ξεχωρίσει έντονο λιλά που της θύμισε τα ζουμπούλια και ένα ανεξήγητα ζεστό μωβ-βυσσινί . Έμεινε να μυρίζει τούτα τα χρώματα που τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια της δεν την είχαν τόσο καιρό αφήσει να κωδικοποιήσει. Έψαξε τις τσέπες του παντελονιού του και τράβηξε έξω μια τσαλακωμένη λίστα. Μπόρεσε να διαβάσει στο ταλαιπωρημένο χαρτί την επικεφαλίδα. Ερωτήσεις για εκείνη, δύο τελείες. Μια οριζόντια γραμμή. Ένα.  Σβησμένο … Δύο. Πως σε φώναζε χαϊδευτικά ο μπαμπάς σου ; Τρία. Ποια είναι η αγαπημένη σου σοκολάτα με αμύγδαλα ; Τέσσερα. Κρατάς δείγματα από τα μαλλιά σου όταν κουρεύεσαι ; Πέντε. Πάλι σβησμένο. Έξι. Τι συμβαίνει με σένα και τις μυρωδιές των μπαχαρικών ; Επτά. Γιατί τα μάτια σου αλλάζουν χρώματα στη φωτιά ; Οκτώ. Ένα φθαρμένο τζην είναι το ίδιο αξιολάτρευτο με έναν εραστή με ατέλειες ; Εννέα. Πως θέλεις να σε αποκαλώ, εννοώ τις ώρες που σου βγάζω τα πράσινα, πράσινα προς το λαχανί παπούτσια ; Δέκα. Σε αγ… μουτζουρωμένο με ένα σύννεφο μολυβιού που το έτριψε ακροδάχτυλο.
     Τινάχτηκε να τρέξει να ελέγξει αν το ακροδάχτυλό του είχε σκόνη μολυβιάς. Δεν πρόλαβε να τον πλησιάσει, την φρενάρισε , την καθήλωσε η εικόνα του. Ήταν όρθιος κάτω από ένα τηλέφωνο ντουζ, μέσα σε μια στήλη καυτών υδρατμών. Το δέρμα του έρρεε μέσα σε ποτάμια ροζ νερού, έτσι της φάνηκε. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει από τις προηγούμενες εκφράσεις έξαψης. Είχε χαλαρώσει και ήταν όμορφος σαν αθώος, ένας καθαγιασμένος απαγωγέας. Το χέρι του περιποιούνταν εκείνη την ώρα το τρίχωμα της ήβης του και μετά τράβηξε απάνω την πόσθη του, αφήνοντας το νερό να παίξει με τα χρώματα του κέντρου της ηδονής του. Έμεινε έκθαμβη από την αθωότητα που εξέπεμπαν τα χρώματα του πέους του κάτω από το δέρμα που το καλύπτει, όταν καιροφυλακτεί. Έντονο λιλά που της θύμισε βογκητό κι ένα ανεξήγητα ζεστό μωβ-βυσσινί που της μύρισε ιδρώτα. 
    Έκαμε μια προσευχή. Έκαμε μια προσευχή αγγίζοντας τις θηλές της με τους δυό αντίχειρες, είχε τόσο ερεθιστεί που για μια στιγμή πίστεψε πως εκείνος την φιλάει εκεί. Από κάτω, κάτω από εκείνες τις θηλές με το λιλά που θύμιζε απιστία και το ζεστό μωβ βυσσινί που θύμιζε ελευθερία, οι νευρώνες έκαναν πάρτυ, τσιμπήματα ανέβαιναν μέσα από το κορμί της και τάραζαν την ακινησία της. Είχε ένα κορμί σκεύος. Από έξω σκληρό, από μέσα ηφαίστιο γεύσεων και οσμών. 
    Μπόρεσε να πλησιάσει τόσο, όσο χρειάστηκε για να αρχίσουν αόρατες ριπές νερού να ζωγραφίζουν πάνω στο φανελάκι της. Εκείνος κοίταξε με αμηχανία τους ελευθερωμένους καρπούς των χεριών της. Μετά ανέβηκε το βλέμμα του στο ιδιότυπο περιδέραιο και από εκεί στα μάτια της. Την κοίταξε με ύφος λατρείας ανάμικτης με εξουσία, εκείνο το ύφος που έχουν οι εραστές όταν νιώθουν θηρευτές. Εκείνη τον αγριοκοίταξε. Το βλέμμα του άλλαξε, είχε τώρα ένα ύφος λατρείας ανάμικτης με πόθο, εκείνο το ύφος που έχουν οι εραστές όταν νιώθουν λεία. Άπλωσε το χέρι και την τράβηξε απαλά δίπλα του, ταίριαξε το στήθος του στην πλάτη της, ταίριαξε τα πόδια του στους γλουτούς της, ταίριαξε τον άντρα εμπρός του στην γυναίκα πίσω της. Τα χέρια του τη έσφιξαν όσο ακριβώς ευχήθηκε. Το νερό εξαύλωσε το φανελάκι, το νερό ένωσε τις σάρκες, το νερό άνοιξε δρόμους στα χείλη του να οργώσουν τον λαιμό της, δεξιά, αριστερά, πίσω, μέχρι την πλάτη της, μέχρι που ένιωσε ότι δεν πατάει κάτω, ότι η μόνη της ασφάλεια ήταν τα δυό του μπράτσα κάτω από τα στήθια της. Ζεστή στην κοιλιά, ζεστή στην ψυχή της, ζεστή στα πόδια της, ζεστή στον ταλαιπωρημένο λαιμό της, ήταν τόσο ζεστή παντού που έκλεισε τα μάτια και την πήρε μια ζάλη ολοκληρωτική. Κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά του, εκείνος χαμήλωσε απαλά τα δυό κορμιά σε ένα, την φίλησε στον κρόταφο σαν παιδί και την άφησε να ρουθουνίζει υποσχέσεις μέσα στις βρεγμένες τρίχες του στήθους του, μέσα σε μια ροζ βροχή που τους έραινε ευλογίες.
      Από το άνοιγμα της πόρτας έμπαινε μια λωρίδα του δωματίου με τις σκοτεινές γωνιές. Εκείνος μπόρεσε  να δεί τα παπούτσια της πεσμένα χαλαρά στο πάτωμα έξω από το μπάνιο. Ήταν κόκκινα, κόκινα απαλό ρουμπινί, ένα ακαθόριστο χρώμα, που θα στοιχημάτιζες τη ζωή σου ότι δεν έχει ούτε μια σταλιά λαχανί ανταύγεια.  Εκείνη δεν είχε καμία πρόθεση να ανοίξει ακόμη τα μάτια.

     ( τέλος της τριλογίας, τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια )

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19

τα δεσμά της

Μια ερωτευμένη γυναίκα είναι μια δεσμώτης. Ο αφέντης της δεν είναι ο εραστής της. Ούτε ο φόβος της για το αύριο. Ούτε καν οι διαστροφές της. Ο αφέντης της ερωτευμένης γυναίκας είναι το παρελθόν της. Μια ερωτευμένη γυναίκα σπάνια καταφέρνει να σπάσει το κάδρο που της έχουν περίτεχνα κατασκευάσει όλοι οι προηγούμενοι, ενίοτε συμπεριλαμβανομένων και εραστών.

ο περιορισμός

Την κοίταξε εκεί στο δωμάτιο με τις φωτεινές γωνιές και το μυαλό του άρχισε να δουλεύει στην επόμενη ταχύτητα. Έπρεπε να της βγάλει από τα πόδια τούτα τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια. Έπρεπε να της βγάλει από το μυαλό τις σκοτεινές γωνιές. Της εξήγησε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της απαγωγής της θα απαγορευόταν να φοράει κυλότα. Μετά κοίταξε γύρω του για χρήσιμα αντικείμενα. Καθώς εκείνη έψαχνε τα υπόλοιπα ρούχα της εκείνος έστριψε με μαεστρία ένα σιρίτι που κρατούσε το πιό άχαρο ριντό της περιοχής και το μετέτρεψε σε μια δήθεν άθραυστη αλυσίδα.
 - Πρώτα θα σου περάσω αυτό στα χέρια. Είπε.
 - Μετά θα σε ντύσω. Εγώ θα σε ντύνω από εδώ και στο εξής.
    Εκείνη έριξε στο πλάϊ το κεφάλι και πήρε μια στάση Παναγιάς. Της άρεζε πάντα τούτος ο παραλληρισμός, όχι εξαιτίας της αθωότητας που υπενίσσονταν αλλά εξαιτίας του ντόρου που πίστευε ότι θα προκαλέσει στον κόσμο ο ένας ο γιός της.
      Εκείνος δεν είχε ιδέα για τούτες τις συνάψεις του μυαλού της, την παρατηρούσε έτσι γυμνή με τα δεσμά της και φοβήθηκε μην του κρυώσει. Πήρε λοιπόν τα ρούχα της και έπιασε να τα φιλάει και μετά να της τα φοράει. Πρώτα της έβαλε το φανελλάκι , εκείνη δε φορούσε ποτέ στηθόδεσμο, είχε απαλλαγεί κατά προτεραιότητα από τα πιό αθώα δεσμά της. Του ζήτησε να της βγάλει την αλυσίδα των καρπών της καθώς την εμπόδιζε να ντυθεί. Εκείνος της είπε....
      - Τούτα τα δεσμά στους καρπούς σου είναι ιδιαίτερα, δεν σου απαγορεύουν να ανοίξεις τα χέρια.
      Εκείνη κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Ίσιωσε το ρούχο στο κορμί της.
      Εκείνος έκανε δυό βήματα πίσω και την άφησε εκεί, σε απροστάτευτη θέα, βορρά στα μάτια του για λίγα δεύτερα μόνο με το φανελλάκι της. Ένα απλό λευκό αντρικό φανελλάκι Μινέρβα. Στο λευκό βαμβακερό διαγράφονταν ερεθισμένες οι  επιθυμίες της. Ήθελε να είναι αθώα σαν βαμβακερό λευκό και διεστραμένη σα τιράντα. Αυτό δεν μπορούσε ποτέ να το καταλάβει κανείς, αυτό, ότι μια γυναίκα θέλει, στα πέρατα της διαστροφικής της συμπεριφοράς να έχει έναν μανδύα αθωότητας. Θέλει να επιστρέφει στο σπίτι και να πλαγιάζει δίπλα στα παιδιά της απόλυτα σίγουρη. Απόλυτα σίγουρη ότι έκανε τα πάντα για να τους παρέχει μια συναισθηματικά και διανοητικά ισορροπημένη μητέρα. Μια ερωτευμένη γυναίκα δεν είναι ελεύθερη.
      Εκείνος πήρε τώρα στα χέρια του το σλιπάκι της. Το κρατούσε σαν να προσπαθεί να μη χαλάσει το κολλάρισμα από ένα σεμέν, το κρατούσε έτσι ώστε πάνω του να μην αφήνει διανοητικά αποτυπώματα. Δεν τον ένοιαζαν ποτέ τα γυναικεία εσώρουχα. Είχε εμμονή με τα γυναικεία εσώψυχα. Βεβαιώθηκε ότι εκείνη τον κοίταζε στα μάτια, είδε τις σκούρες κόρες των δικών του να βάφουν το θόλο των ματιών της και ακριβώς τη στιγμή που εκείνη πήγε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα αυτός με μια κίνηση βίαια και σίγουρη, σα χρόνια προβαρισμένη, έσκισε το μικρό ρούχο σε δυό λωρίδες.
    Αστραπιαία τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Έξαψη διαγράφηκε αμήχανα στα χείλη της που μισάνοιξαν χωρίς να έχουν πρόθεση να ψελίσουν λόγους. Το μυαλό της τώρα κουδούνιζε εμβατήρια πολεμικά, τα κρατούσε μέσα της αβέβαιη για την έκβαση. Δεν ήθελε να προκαταβάλλει τίποτε.Αισθανόταν δεσμώτης σε καλά χέρια. Τούτη τη φορά. 
    Η δική του σκέψη ήταν δυό τέρμινα μετά. Έφερε ένα γύρω και την πλησίασε από την πλάτη της. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν τον παρακολουθεί της ζήτησε να κλείσει απαλά τα μάτια. Ύστερα ακούμπησε τα χέρια του στις γάμπες της. Τράβηξε ένα ένα τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια και άφησε τις πατούσες της ελεύθερες.
    Εκείνη αισθάνθηκε όλη την ελευθερία που αισθάνεσαι όταν ξεντύνεσαι από μια ημέρα στο κέντρο της πόλης. Δεν ήξερε ποιά θα είναι η τύχη της. Για πρώτη φορά όμως έκανε μια απόπειρα να την πάρει στα χέρια της. Έσκυψε στο κρεβάτι και τον άφησε να εξαυλωθεί από τη θέα της γυναικείας της μορφολογίας. Άνοιξε απαλά τα πόδια της και χαμήλωσε τη μέση της μέχρι που βεβαιώθηκε ότι οι γλουτοί της και το αιδείο της ήταν εξίσου διαθέσιμα στα σκούρα του μάτια. Έμεινε έτσι για λίγα δεύτερα και ένοιωσε την ανάσα του να πλησιάζει. Έτρεμε κάτι μέσα στο στήθος της, εκείνο το φτερούγισμα κοκτέϊλ φόβου και έξαψης.
   Εκείνος τότε την φίλησε τόσο απαλά, σαν να φιλάει συντετριμένος ένα εικόνισμα μετά από τη στερνή προσευχή. Τα χείλη του άγγιξαν τόσο ανεπαίσθητα τα χείλη της, εκείνα τα χείλη της ηδονής ανάμεσα στα πόδια της, τα χείλη του μουνιού της, που το ερέθισμα πέρασε σαν νερό που κυλάει από τη ραχοκοκαλιά εκατοστό εκατοστό και φτάνει πίσω στον αυχένα πασχίζοντας να στείλει στο μυαλό μια στάλα δροσιάς. Μια στάλα κάψας κύλησε από τη σχισμή της στο στόμα του. Την γεύτηκε. Ξάπλωσε στο πάτωμα και άρχισε να συσπάται όλο το κορμί του. Κι έτσι ανάσκελα, ντυμένος και εκτεθειμένος μαζί γέμισε καυτό σπέρμα το παντελόνι του μέχρι που μύρισε γύρω ηδονή.
   Eκείνε τράβηξε με ήρεμο σίγουρο τρόπο την υφασμάτινη αλυσίδα από τους καρπούς της και την πέρασε στο λαιμό της σα περιδέραιο, γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, σήκωσε τα χέρια σαν δέηση στο Θεό της και τα καμάρωσε χωρίς δεσμά. Ήταν όμορφη. Κανείς δε θα την έβλεπε ποτέ τόσο όμορφη, όσο τα μάτια της εκείνη τη στιγμή σε εκίνον τον παλαιωμένο καθρέφτη του δωματίου με τις φωτεινές γωνιές.
    Μια ερωτευμένη γυναίκα σπάνια καταφέρνει να σπάσει το κάδρο που της έχουν περίτεχνα κατασκευάσει όλοι οι προηγούμενοι, ενίοτε συμπεριλαμβανομένων και εραστών. Μια ερωτευμένη γυναίκα προσεύχεται να καταφέρει να σπάσει τα δεσμά της. Εκείνη τώρα είχε αυτή την υπέροχα δυνατή ψευδαίσθηση. Γύρισε και κοίταξε τις πατούσες της χωρίς τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια. Και άφησε τον εαυτό της να λυθεί σε ένα γοερό λυτρωτικό ζεστό σα μητρικό γάλα κλάμα.
   
      

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17

Η απαγωγή




          Δε φορούσε το σωστό παπούτσι, εκείνη αυτό σκέφτηκε πρώτα. Μετά είπε ότι δε πειράζει, έτσι κι αλλιώς είχε κρύα πόδια, τι παραπάνω να πάθει ; Εκείνος ήταν ήρεμος σα στρατηγός. Με εκείνο το ύφος ηρεμίας κάποιου που έχει αποφασίσει τι θα πράξει, χωρίς να έχει ιδέα τι θα πυροδοτήσει. Οι στρατηγοί είναι απλοί άνθρωποι μη νομίζεις, είναι αυτοί που δεν παιδεύουν και πολύ τις αποφάσεις.
          Με ένα ζευγάρι παπούτσια σαν αυτά δεν θα έφτανε μακριά, εκείνη αυτό σκέφτηκε δεύτερο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε που θα την πάει. Ο άλλος ήταν παπουτσωμένος σαν γάτος. Οι γάτοι σπάνια βάζουν παπούτσια γιατί τους φαίνεται βλακεία τα κορδόνια να χρησιμοποιούνται για τέτοιο σκοπό και τσαντίζονται.
          Της ζήτησε να μην μιλάει. Της έκανε έτσι με το δάκτυλο στα χείλη σουςςςς.  Ήθελε να χαράξει τη διαδρομή της διαφυγής. Εκείνη έτσι κι αλλιώς δε μιλούσε κατά τις απαγωγές. Σκεφτόταν τι αφήνει πίσω. Εκείνη πάντοτε σκεφτόταν. Ούτε λεπτό δε μπορούσε να αδειάσει το κεφάλι της από τις διεργασίες.
         Τον είδε να κάθεται σε μια πέτρα. Δεν ήταν η πιο λεία. Ούτε εκείνη ήταν η πιο λεία γυναίκα. Σήμερα απλά καμώνονταν την εύκολη λεία. Ήταν παραιτημένη και οι αντιστάσεις της είχαν πέσει για ύπνο. Μια απαγωγή είναι καλό βιογραφικό για τη συνείδησή οπότε αξίζει το υπέροχο έτσι κι αλλιώς τίμημα.
        Την είδε να κάθεται πάνω στην κατάσταση που δεν ήταν κι ο πιο λεία και τότε κατάλαβε ότι δε θα χρειαστεί να της δείξει το όπλο. Ήταν η πρώτη του απαγωγή, χάρηκε που δε θα χρειαστεί να διαπράξει βιαιότητες. Μετά θυμήθηκε ότι ξέχασε να πάει να αγοράσει σφαίρες. Όλα βολικά έρχονται σκέφτηκε και χαμογέλασε.
       Έβγαλε τα κορδόνια και της έδεσε το ένα χέρι περίτεχνα με το δικό του, τη μια παλάμη πάνω στην άλλη, να ακουμπούν χωρίς τύψεις  τα ακροδάχτυλα που έχουν ξεμάθει, να ακουμπούν χωρίς τύψεις. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί πιο απαγωγέας. Αυτό την έκανε να αισθανθεί  πιο όμηρος. Άμοιρος.
       Μετά περπάτησαν ανάλαφρα και αποφασισμένα. Είναι προϋπόθεση και τα τρία, το περπάτημα, η απόφαση και το ελαφρύ μυαλό. Μετά, μόλις αισθάνθηκαν ότι αν στρέψουν πίσω θα θυμηθούν τη διαδρομή, άρχισαν να τρέχουν. Μόλις τελείωσε ο μίτος έπαψαν τα ξυπόλητα πόδια της να αφήνουν ίχνη στη γη. Ταυτόχρονα έγιναν αυτά, τελείωσε ο μίτος και λειάνθηκαν τα ίχνη της.  Δεν είναι καταπληκτικό ;
      Και τότε σταμάτησαν να το σκέφτονται σαν απαγωγή. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά έπρεπε να κάτσουν να μαλώσουν ποιος είναι ο απαγωγέας και ποιος το θήραμα και , στην τελική, δεν είχε και πολύ νόημα. Αφού ήταν δεμένοι στα χέρια. Αυτό στις απαγωγές είναι καλή τεχνική.
        Άσπρο άλογο δεν υπήρχε. Αν θέλετε να τα πούμε τα πράματα με το όνομά τους, άσπρο άλογο ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε σε φυγή στην κανονική ζωή. Απλά το αναφέρω για να μη θεοποιούμε τις  αθώες καταστάσεις. Στη θέση του άσπρου αλόγου ήταν η δίψα. Μια άσπρη δίψα σα φρέσκο χιόνι πάνω σε έλατο. Σε κάθε τους βήμα η δίψα έπεφτε στα πιο κάτω φύλλα τους και έραινε με δροσιά ξεραμένες θέλησες. Εκείνη τη συγκεκριμένη δροσιά που κάνει ένστικτα να ξεμυτίζουν κάτω απ’ το χαλί για να δουν τι μέρα είναι. Ήταν Ερασκευή. Τι δε την ξέρεις τη μέρα ε ;
       Που να την ξέρεις !

       Το μέρος που την παρέσυρε δεν ήταν φτιαγμένο για τούτο τα σκοπό. Ήταν ένα κανονικό μέρος που βάφτηκε με …απαγωγικά χρώματα. Τα δέντρα βάφτηκαν μπλέ, η γης ρουμπινί, τα σύννεφα μωβ απαλό και τα σεντόνια λευκά. Είναι τόσο απίθανα τα λευκά σεντόνια, απλά κανείς δεν έχει σκεφτεί να τα βάψει έτσι. Όλοι κόκκινα πάνε και τα βάφουν.
      Την ξάπλωσε πάνω στο λευκό και την άφησε να βαφτεί. Εκείνη ανέσυρε τις θύμησες και έκανε το καλύτερο δυνατό. Έβαψε πρώτα ροζ τις πατούσες της, μετά όσο ανέβαινε προς τα πάνω το ροζ γινόταν πιο σκούρο και στο σημείο που ενώνονταν τα πόδια της χρησιμοποίησε σκούρο κόκκινο από το μέσα μέρος των χειλιών του. Ακούγονταν γαλλικά στο ράδιο, το άφησε να παίξει. Τον άφησε να παίξει.
      Δεν πέρασε πολύς αιώνας. Τόσο πέρασε, όσο. Εκείνη στέρεψε από υγρά και έκανε να σηκωθεί να πιεί νερό. Εκείνος δεν ήθελε να λύσει τα ακροδάκτυλά τους και της έδωσε νερό από το δικό του. Μετά έβαλε δυό ρώγες στο στόμα και έγλειψε το ζωμό τους να μην αφυδατωθεί. Έγινε κρασί στο στόμα του. Παλιό κόκκινο που η παλαίωση στο δρύϊνο στήθος της του έδωσε μυθική γεύση. Έσκυψε ξαναμμένος να διαβάσει τη χρονιά στην ετικέτα. Έγραφε, πόθος του 99.
     Η απαγωγή πήγαινε καλά, όχι ότι εκείνους τους απασχολούσε αλλά το λέω σαν εξωτερικός παρατηρητής, δε θυμάμαι πολλές απαγωγές να διεκπεραιώνονται με τόσο τρυφερό τρόπο. Ίσως να ήταν που τα χρώματα ήταν τελείως αναπάντεχα, το ρουμπινί της γης ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως αυτό.
    Εκείνη τότε του ζήτησε να την σημαδεύει με το όπλο του για να έχει άλλη μια δικαιολογία για τη συνείδησή της. Για λίγη ώρα το σκέφτηκαν. Έβγαλαν το όπλο και την κοπάνησαν με την λαβή του στο κεφάλι. Η συνείδηση έπεσε αναίσθητη. Μετά όλα έγιναν πιο απότομα. Εκείνος έχωσε το κορμί του με δύναμη στη φωλιά της και έψαξε με το άλλο χέρι, το λυμένο, έψαξε ένα σημείο στην πλάτη της εκεί χαμηλά, το σημείο που είναι το πηδάλιο της γυναίκας σαν πάλλεται στη θάλασσα. Την ανεβοκατέβαζε αργά αφήνοντας τα κύματά της να σκάζουν με αφρό στα χαλίκια και να επιτρέπουν τη γη του να τα απορροφά ήσυχα, τα νερά της, την δροσιά της, την υγρασία της, κι έσβηναν όλα, έσβηνε σε μικρά κύματα αφρού στις πέτρες ο θυμός της για τα πράματα, έσβηναν οι πικρίες της για τα άτομα, έσβηναν οι προθέσεις της για εκδικήσεις, έσβηναν οι αναστολές της για τα όνειρά της, ώσπου έσβησαν όλα και το μυαλό της έγινε μια κόκκινη βάρκα αραγμένη σε όρμο με ηλιοβασίλεμα.
       Κοιμήθηκε πολλές περιόδους μικρές και λυτρωτικές. Τα ελαφροξυπνήματά της ήταν αθώα σα παιδικά ξαφνιάσματα από καινούργιους ήχους. Όταν τα παιδιά την νύχτα τινάζονται είναι που ξαναβλέπουν έναν ήρωα από παραμύθι και θέλουν να τον ψηλαφήσουν. Έτσι κι εκείνη.
      Εκείνος την κοιτούσε. Τώρα μπορούσε να λύσει τα χέρια του από τα δικά της γιατί ήξερε ότι όταν σηκωθεί να φύγει δεν θα τον πειράξει πια. Τα λύτρα δεν ήταν και τόσο πολλά, η απαγωγή ήταν ολάκερη μια πρόφαση. Την χάϊδεψε πρώτη φορά σαν κάτι οικείο, σάρωσε τις ερωτικές της πτυχές σαν να χαϊδεύει το κορμί του το κουρασμένο, με τόση αυτοπεποίθηση και με τόση λατρεία. Εκείνη τότε κοιμήθηκε πιο βαθειά. Δεν τιναζόταν πια. Ο ήρωας του παραμυθιού μπορούσε να περιμένει.

     Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε η αστυνομία.   Της φόρεσαν με βία τα παπούτσια που είχε ξεχάσει πίσω. Ήταν πράσινα, θα τα έλεγες λαχανί. Τώρα που τα κοιτούσε δε της φάνηκαν τόσο άβολα. Έκανε νόημα στο όργανο να φύγει. Παπούτσια είναι, στο φινάλε τα αλλάζεις στις επόμενες εκπτώσεις. Τον είδε να μουτρώνει και τον παρηγόρησε. Καλέ μου είμαστε ίσοι τώρα. Έχουμε ένα ζευγάρι παπούτσια ο καθένας.  Φιλήθηκαν απαλά για να μην φύγει το χρώμα από τα χείλη τους. Έριξαν μια ματιά ένα γύρω. Τα δέντρα ήταν πράσινα. Τα σύννεφα άσπρα. Τα σεντόνια κόκκινα. Η γη ακόμη ρουμπινί. Πάτησαν και δοκίμασαν να ενώσουν τα ακροδάχτυλά τους. Τα απαγωγικά χρώματα επανήλθαν. Το δοκίμασαν πάλι, πάλι και πάλι, τα χρώματα του κόσμου ήταν στο χέρι τους κυριολεκτικά. 
     Την κοίταξε στα μάτια που τον κοίταζαν. Τον κοίταξε στα μάτια που την κοίταζαν. Κανείς δεν ήθελε να αποστρέψει το βλέμμα.  Περπάτησαν προς την πόρτα. Ένωσαν τα ακροδάκτυλα, φιλήθηκαν τρυφερά, πήραν μια βαθειά ανάσα και έπιασαν μαζί το πόμολο. Οπλισμένοι για τη συνέχεια. Νόμιζαν...  

    ( διαβάζεται σε δέκα τέρμινα ) 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 10

μπορώ να έχω λίγο, χύμα ;

Άκου...τώρα να με αγγίξεις, χωρίς να με λιώσεις , να μπορέσω να πάρω από το άγγιγμά σου όσο ποθώ, γιατί ποθώ, αυτό να λέγεται. Να πάρω όσο χρειάζομαι ,να με κρατήσει στη ζωή, μετά πάλι να το πεθυμήσω και δε θα αργήσω να σου ξαναζητήσω, αν με καταλαβαίνεις... Να με ιδρώσεις, χωρίς να με αφυδατώσεις, να καταφέρω να ξοδέψω όλες τις θερμίδες του έρωτά μου και πάλι να αποτραβηχτώ να θερμιδογεννήσω, για σένα θα είναι πάλι, αν με καταλαβαίνεις...πως έγινες έτσι ; Μια Λάμια ; Μια παχύσαρκη των αισθημάτων ; 
Μια τόσο ανασφαλής και τόσο κατηγορηματική στο ίδιο σώμα ;
hypermarket του έρωτα, γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.
Αφού πάντα μικρομάγαζα είμασταν. Γιατί καταργήσαμε, πέσμου, το χύμα ; Τι μας ενοχλούσε, ήθελε τόση φροντίδα ; Και πιάσαμε και κάναμε συσκευασίες να στέκονται στα ράφια και να μην εξέχουν. Όλες. Οι ανάγκες και οι επιδιώξεις συσκευασίες, οι επιβεβαιώσεις και οι ανασφάλειες συσκευασίες. Δωδεκάδες, σφραγισμένες, ανοίγεις, καταναλώνεις με βουλιμία, πετάς να μη μυρίσουν και τούμπαλλιν. Τι ολέθριος ο συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός. Πως γίνεται και τα μικραίνει όλα; Και τις χαρές, και τις λύπες.
Ίδιες. Όλες . Τετράγωνες. Όλες. Ψηλές. Όλες. Ρηχές. Και όλες χωρίς ψεγάδι ! 
Γυαλιστερές και με εντυπωσιακή ονομασία... αντί φιλί , έκρηξη... αντί δάκρυ, τσουνάμι, αντί ρίγος, σεισμός, αντί ματιά, πανδαισία
Και τώρα, όταν θέλω να σου δώσω μισό φιλί, ένα τέταρτο από δάκρυ μια ματιά και ένα άγγιγμα για καλημέρα, νιώθω ότι έχω τόσο ταπεινά κι ανάξια να σου δώσω, που σκέφτομαι να τα φυλάξω, να γεμίσω μια συσκευασία, για την ημέρα που δε θάρθει.
ΠΟΤΕ...
Θέλω να σε πενθήσω αλλά κάπως αλλιώς, ας μην ταιριάξει το πένθος μου στα πρότυπα. Να σε πενθήσω ίσα με εφτάμισυ συσκευασίες και είκοσι γραμμάρια .Να σε χάσω και να χαλάσω τον κόσμο, να μη χωράνε οι κραυγές μου σε tweet αλλά δε χάθηκε ο ντουνιάς, αν επιμένεις μπορώ να σε πενθώ κιλό κιλό...αν με καταλαβαίνεις. Θέλω να σε γλεντήσω, αλλιώς, όχι ίδια με τον προηγούμενο, που σε γλέντησε εννοώ, με ευπρεπή τρόπο, οκά οκά, θέλω να ανοίξω το καπάκι σου μια μέρα και να τρώω τα μπισκότα σου έξι έξι, να σκάσω από το φαί σου, αν με καταλαβαίνεις. Θέλω να σε παρασύρω να σπάσεις τις συσκευασίες σου και να τις ρίξεις χύμα στο βάζο , να βάλουμε τα βάζα πάνω σε ένα ταπί, στα χόρτα που μυρίζουν ασυσκεύαστη δροσιά, να ανοίξουμε τα στρόγγυλλα και μαγκωμένα τους καπάκια, με προσπάθεια που θα χρειάζεται μια επαρκή ποσότητα προσδοκίας και με δύναμη που θα προϋποθέσει μια επαρκή ποσότητα πείνας και αφού μυρίσουμε τις θύμησες που θα αναπέμψουν να δοκιμάσουμε με δάχτυλο τραχύ και θράσσος τις ουσίες. 
Κι ύστερα να βιδώσουμε πάλι εκείνα τα καπάκια με δύναμη. 
Ίσως να μην τα φτάσουμε ποτές μέχρι τον πάτο.
Ίσως τα τελευταίο δάχτυλο κάτου κάτου να γίνει ανάξιο του ονείρου.
Αλλά θα έχουμε φάει τόσες φορές, ακριβώς όσο χρειάζονταν η ψυχή μας, ούτε λίγο ούτε πολύ αν με καταλαβαίνεις.
Όσο θέμε αγάπη μου, όσο θέμε.
Και τι θα έχει γίνει.... θα το δεις, χωρίς καλά καλά να καταλάβουμε....
Θα χουμε ζήσει χύμα !
Θα 'χουμε ζήσει χύμα μωρό μου. 
Λίγο είναι ;