Κυριακή, Φεβρουαρίου 17

Η απαγωγή




          Δε φορούσε το σωστό παπούτσι, εκείνη αυτό σκέφτηκε πρώτα. Μετά είπε ότι δε πειράζει, έτσι κι αλλιώς είχε κρύα πόδια, τι παραπάνω να πάθει ; Εκείνος ήταν ήρεμος σα στρατηγός. Με εκείνο το ύφος ηρεμίας κάποιου που έχει αποφασίσει τι θα πράξει, χωρίς να έχει ιδέα τι θα πυροδοτήσει. Οι στρατηγοί είναι απλοί άνθρωποι μη νομίζεις, είναι αυτοί που δεν παιδεύουν και πολύ τις αποφάσεις.
          Με ένα ζευγάρι παπούτσια σαν αυτά δεν θα έφτανε μακριά, εκείνη αυτό σκέφτηκε δεύτερο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε που θα την πάει. Ο άλλος ήταν παπουτσωμένος σαν γάτος. Οι γάτοι σπάνια βάζουν παπούτσια γιατί τους φαίνεται βλακεία τα κορδόνια να χρησιμοποιούνται για τέτοιο σκοπό και τσαντίζονται.
          Της ζήτησε να μην μιλάει. Της έκανε έτσι με το δάκτυλο στα χείλη σουςςςς.  Ήθελε να χαράξει τη διαδρομή της διαφυγής. Εκείνη έτσι κι αλλιώς δε μιλούσε κατά τις απαγωγές. Σκεφτόταν τι αφήνει πίσω. Εκείνη πάντοτε σκεφτόταν. Ούτε λεπτό δε μπορούσε να αδειάσει το κεφάλι της από τις διεργασίες.
         Τον είδε να κάθεται σε μια πέτρα. Δεν ήταν η πιο λεία. Ούτε εκείνη ήταν η πιο λεία γυναίκα. Σήμερα απλά καμώνονταν την εύκολη λεία. Ήταν παραιτημένη και οι αντιστάσεις της είχαν πέσει για ύπνο. Μια απαγωγή είναι καλό βιογραφικό για τη συνείδησή οπότε αξίζει το υπέροχο έτσι κι αλλιώς τίμημα.
        Την είδε να κάθεται πάνω στην κατάσταση που δεν ήταν κι ο πιο λεία και τότε κατάλαβε ότι δε θα χρειαστεί να της δείξει το όπλο. Ήταν η πρώτη του απαγωγή, χάρηκε που δε θα χρειαστεί να διαπράξει βιαιότητες. Μετά θυμήθηκε ότι ξέχασε να πάει να αγοράσει σφαίρες. Όλα βολικά έρχονται σκέφτηκε και χαμογέλασε.
       Έβγαλε τα κορδόνια και της έδεσε το ένα χέρι περίτεχνα με το δικό του, τη μια παλάμη πάνω στην άλλη, να ακουμπούν χωρίς τύψεις  τα ακροδάχτυλα που έχουν ξεμάθει, να ακουμπούν χωρίς τύψεις. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί πιο απαγωγέας. Αυτό την έκανε να αισθανθεί  πιο όμηρος. Άμοιρος.
       Μετά περπάτησαν ανάλαφρα και αποφασισμένα. Είναι προϋπόθεση και τα τρία, το περπάτημα, η απόφαση και το ελαφρύ μυαλό. Μετά, μόλις αισθάνθηκαν ότι αν στρέψουν πίσω θα θυμηθούν τη διαδρομή, άρχισαν να τρέχουν. Μόλις τελείωσε ο μίτος έπαψαν τα ξυπόλητα πόδια της να αφήνουν ίχνη στη γη. Ταυτόχρονα έγιναν αυτά, τελείωσε ο μίτος και λειάνθηκαν τα ίχνη της.  Δεν είναι καταπληκτικό ;
      Και τότε σταμάτησαν να το σκέφτονται σαν απαγωγή. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά έπρεπε να κάτσουν να μαλώσουν ποιος είναι ο απαγωγέας και ποιος το θήραμα και , στην τελική, δεν είχε και πολύ νόημα. Αφού ήταν δεμένοι στα χέρια. Αυτό στις απαγωγές είναι καλή τεχνική.
        Άσπρο άλογο δεν υπήρχε. Αν θέλετε να τα πούμε τα πράματα με το όνομά τους, άσπρο άλογο ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε σε φυγή στην κανονική ζωή. Απλά το αναφέρω για να μη θεοποιούμε τις  αθώες καταστάσεις. Στη θέση του άσπρου αλόγου ήταν η δίψα. Μια άσπρη δίψα σα φρέσκο χιόνι πάνω σε έλατο. Σε κάθε τους βήμα η δίψα έπεφτε στα πιο κάτω φύλλα τους και έραινε με δροσιά ξεραμένες θέλησες. Εκείνη τη συγκεκριμένη δροσιά που κάνει ένστικτα να ξεμυτίζουν κάτω απ’ το χαλί για να δουν τι μέρα είναι. Ήταν Ερασκευή. Τι δε την ξέρεις τη μέρα ε ;
       Που να την ξέρεις !

       Το μέρος που την παρέσυρε δεν ήταν φτιαγμένο για τούτο τα σκοπό. Ήταν ένα κανονικό μέρος που βάφτηκε με …απαγωγικά χρώματα. Τα δέντρα βάφτηκαν μπλέ, η γης ρουμπινί, τα σύννεφα μωβ απαλό και τα σεντόνια λευκά. Είναι τόσο απίθανα τα λευκά σεντόνια, απλά κανείς δεν έχει σκεφτεί να τα βάψει έτσι. Όλοι κόκκινα πάνε και τα βάφουν.
      Την ξάπλωσε πάνω στο λευκό και την άφησε να βαφτεί. Εκείνη ανέσυρε τις θύμησες και έκανε το καλύτερο δυνατό. Έβαψε πρώτα ροζ τις πατούσες της, μετά όσο ανέβαινε προς τα πάνω το ροζ γινόταν πιο σκούρο και στο σημείο που ενώνονταν τα πόδια της χρησιμοποίησε σκούρο κόκκινο από το μέσα μέρος των χειλιών του. Ακούγονταν γαλλικά στο ράδιο, το άφησε να παίξει. Τον άφησε να παίξει.
      Δεν πέρασε πολύς αιώνας. Τόσο πέρασε, όσο. Εκείνη στέρεψε από υγρά και έκανε να σηκωθεί να πιεί νερό. Εκείνος δεν ήθελε να λύσει τα ακροδάκτυλά τους και της έδωσε νερό από το δικό του. Μετά έβαλε δυό ρώγες στο στόμα και έγλειψε το ζωμό τους να μην αφυδατωθεί. Έγινε κρασί στο στόμα του. Παλιό κόκκινο που η παλαίωση στο δρύϊνο στήθος της του έδωσε μυθική γεύση. Έσκυψε ξαναμμένος να διαβάσει τη χρονιά στην ετικέτα. Έγραφε, πόθος του 99.
     Η απαγωγή πήγαινε καλά, όχι ότι εκείνους τους απασχολούσε αλλά το λέω σαν εξωτερικός παρατηρητής, δε θυμάμαι πολλές απαγωγές να διεκπεραιώνονται με τόσο τρυφερό τρόπο. Ίσως να ήταν που τα χρώματα ήταν τελείως αναπάντεχα, το ρουμπινί της γης ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως αυτό.
    Εκείνη τότε του ζήτησε να την σημαδεύει με το όπλο του για να έχει άλλη μια δικαιολογία για τη συνείδησή της. Για λίγη ώρα το σκέφτηκαν. Έβγαλαν το όπλο και την κοπάνησαν με την λαβή του στο κεφάλι. Η συνείδηση έπεσε αναίσθητη. Μετά όλα έγιναν πιο απότομα. Εκείνος έχωσε το κορμί του με δύναμη στη φωλιά της και έψαξε με το άλλο χέρι, το λυμένο, έψαξε ένα σημείο στην πλάτη της εκεί χαμηλά, το σημείο που είναι το πηδάλιο της γυναίκας σαν πάλλεται στη θάλασσα. Την ανεβοκατέβαζε αργά αφήνοντας τα κύματά της να σκάζουν με αφρό στα χαλίκια και να επιτρέπουν τη γη του να τα απορροφά ήσυχα, τα νερά της, την δροσιά της, την υγρασία της, κι έσβηναν όλα, έσβηνε σε μικρά κύματα αφρού στις πέτρες ο θυμός της για τα πράματα, έσβηναν οι πικρίες της για τα άτομα, έσβηναν οι προθέσεις της για εκδικήσεις, έσβηναν οι αναστολές της για τα όνειρά της, ώσπου έσβησαν όλα και το μυαλό της έγινε μια κόκκινη βάρκα αραγμένη σε όρμο με ηλιοβασίλεμα.
       Κοιμήθηκε πολλές περιόδους μικρές και λυτρωτικές. Τα ελαφροξυπνήματά της ήταν αθώα σα παιδικά ξαφνιάσματα από καινούργιους ήχους. Όταν τα παιδιά την νύχτα τινάζονται είναι που ξαναβλέπουν έναν ήρωα από παραμύθι και θέλουν να τον ψηλαφήσουν. Έτσι κι εκείνη.
      Εκείνος την κοιτούσε. Τώρα μπορούσε να λύσει τα χέρια του από τα δικά της γιατί ήξερε ότι όταν σηκωθεί να φύγει δεν θα τον πειράξει πια. Τα λύτρα δεν ήταν και τόσο πολλά, η απαγωγή ήταν ολάκερη μια πρόφαση. Την χάϊδεψε πρώτη φορά σαν κάτι οικείο, σάρωσε τις ερωτικές της πτυχές σαν να χαϊδεύει το κορμί του το κουρασμένο, με τόση αυτοπεποίθηση και με τόση λατρεία. Εκείνη τότε κοιμήθηκε πιο βαθειά. Δεν τιναζόταν πια. Ο ήρωας του παραμυθιού μπορούσε να περιμένει.

     Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε η αστυνομία.   Της φόρεσαν με βία τα παπούτσια που είχε ξεχάσει πίσω. Ήταν πράσινα, θα τα έλεγες λαχανί. Τώρα που τα κοιτούσε δε της φάνηκαν τόσο άβολα. Έκανε νόημα στο όργανο να φύγει. Παπούτσια είναι, στο φινάλε τα αλλάζεις στις επόμενες εκπτώσεις. Τον είδε να μουτρώνει και τον παρηγόρησε. Καλέ μου είμαστε ίσοι τώρα. Έχουμε ένα ζευγάρι παπούτσια ο καθένας.  Φιλήθηκαν απαλά για να μην φύγει το χρώμα από τα χείλη τους. Έριξαν μια ματιά ένα γύρω. Τα δέντρα ήταν πράσινα. Τα σύννεφα άσπρα. Τα σεντόνια κόκκινα. Η γη ακόμη ρουμπινί. Πάτησαν και δοκίμασαν να ενώσουν τα ακροδάχτυλά τους. Τα απαγωγικά χρώματα επανήλθαν. Το δοκίμασαν πάλι, πάλι και πάλι, τα χρώματα του κόσμου ήταν στο χέρι τους κυριολεκτικά. 
     Την κοίταξε στα μάτια που τον κοίταζαν. Τον κοίταξε στα μάτια που την κοίταζαν. Κανείς δεν ήθελε να αποστρέψει το βλέμμα.  Περπάτησαν προς την πόρτα. Ένωσαν τα ακροδάκτυλα, φιλήθηκαν τρυφερά, πήραν μια βαθειά ανάσα και έπιασαν μαζί το πόμολο. Οπλισμένοι για τη συνέχεια. Νόμιζαν...  

    ( διαβάζεται σε δέκα τέρμινα ) 

3 σχόλια:

  1. Στήνω πυρετωδώς την πρώτη απαγωγή μου. Θα αποφύγω τα λαχανί παπούτσια, θα επιλέξω χρώματα, θα μετρήσω διαδρομές, θα εφεύρω δεσμά, θα ξοδέψω τα λύτρα σε κρασί... Μένει να με ανακαλύψει κάποια όμηρος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στήνω πυρετωδώς την πρώτη απαγωγή μου. Θα αποφύγω τα λαχανί παπούτσια, θα επιλέξω χρώματα, θα μετρήσω διαδρομές, θα εφεύρω δεσμά, θα ξοδέψω τα λύτρα σε κρασί... Μένει να με ανακαλύψει κάποια όμηρος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. και δυό και τρείς σου εύχομαι
    αδελφέ μου
    και δυό και τρεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;