Τινάχτηκε να τρέξει
να ελέγξει αν το ακροδάχτυλό του είχε σκόνη μολυβιάς. Δεν πρόλαβε να τον πλησιάσει,
την φρενάρισε , την καθήλωσε η εικόνα του. Ήταν όρθιος κάτω από ένα τηλέφωνο
ντουζ, μέσα σε μια στήλη καυτών υδρατμών. Το δέρμα του έρρεε μέσα σε ποτάμια
ροζ νερού, έτσι της φάνηκε. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει από τις προηγούμενες
εκφράσεις έξαψης. Είχε χαλαρώσει και ήταν όμορφος σαν αθώος, ένας καθαγιασμένος
απαγωγέας. Το χέρι του περιποιούνταν εκείνη την ώρα το τρίχωμα της ήβης του και
μετά τράβηξε απάνω την πόσθη του, αφήνοντας το νερό να παίξει με τα χρώματα του
κέντρου της ηδονής του. Έμεινε έκθαμβη από την αθωότητα που εξέπεμπαν τα χρώματα
του πέους του κάτω από το δέρμα που το καλύπτει, όταν καιροφυλακτεί. Έντονο λιλά
που της θύμισε βογκητό κι ένα ανεξήγητα ζεστό μωβ-βυσσινί που της μύρισε ιδρώτα.
Έκαμε μια προσευχή. Έκαμε μια προσευχή αγγίζοντας τις θηλές της με τους δυό αντίχειρες, είχε τόσο ερεθιστεί που για μια στιγμή πίστεψε πως εκείνος την φιλάει εκεί. Από κάτω, κάτω από εκείνες τις θηλές με το λιλά που θύμιζε απιστία και το ζεστό μωβ βυσσινί που θύμιζε ελευθερία, οι νευρώνες έκαναν πάρτυ, τσιμπήματα ανέβαιναν μέσα από το κορμί της και τάραζαν την ακινησία της. Είχε ένα κορμί σκεύος. Από έξω σκληρό, από μέσα ηφαίστιο γεύσεων και οσμών.
Μπόρεσε να πλησιάσει
τόσο, όσο χρειάστηκε για να αρχίσουν αόρατες ριπές νερού να ζωγραφίζουν πάνω
στο φανελάκι της. Εκείνος κοίταξε με αμηχανία τους ελευθερωμένους καρπούς των
χεριών της. Μετά ανέβηκε το βλέμμα του στο ιδιότυπο περιδέραιο και από εκεί στα
μάτια της. Την κοίταξε με ύφος λατρείας ανάμικτης με εξουσία, εκείνο το ύφος
που έχουν οι εραστές όταν νιώθουν θηρευτές. Εκείνη τον αγριοκοίταξε. Το βλέμμα
του άλλαξε, είχε τώρα ένα ύφος λατρείας ανάμικτης με πόθο, εκείνο το ύφος που έχουν
οι εραστές όταν νιώθουν λεία. Άπλωσε το χέρι και την τράβηξε απαλά δίπλα του,
ταίριαξε το στήθος του στην πλάτη της, ταίριαξε τα πόδια του στους γλουτούς της,
ταίριαξε τον άντρα εμπρός του στην γυναίκα πίσω της. Τα χέρια του τη έσφιξαν όσο
ακριβώς ευχήθηκε. Το νερό εξαύλωσε το φανελάκι, το νερό ένωσε τις σάρκες, το
νερό άνοιξε δρόμους στα χείλη του να οργώσουν τον λαιμό της, δεξιά, αριστερά, πίσω,
μέχρι την πλάτη της, μέχρι που ένιωσε ότι δεν πατάει κάτω, ότι η μόνη της ασφάλεια
ήταν τα δυό του μπράτσα κάτω από τα στήθια της. Ζεστή στην κοιλιά, ζεστή στην
ψυχή της, ζεστή στα πόδια της, ζεστή στον ταλαιπωρημένο λαιμό της, ήταν τόσο
ζεστή παντού που έκλεισε τα μάτια και την πήρε μια ζάλη ολοκληρωτική. Κοιμήθηκε
μέσα στην αγκαλιά του, εκείνος χαμήλωσε απαλά τα δυό κορμιά σε ένα, την φίλησε
στον κρόταφο σαν παιδί και την άφησε να ρουθουνίζει υποσχέσεις μέσα στις βρεγμένες
τρίχες του στήθους του, μέσα σε μια ροζ βροχή που τους έραινε ευλογίες.
Από το άνοιγμα της
πόρτας έμπαινε μια λωρίδα του δωματίου με τις σκοτεινές γωνιές. Εκείνος μπόρεσε να δεί
τα παπούτσια της πεσμένα χαλαρά στο πάτωμα έξω από το μπάνιο. Ήταν κόκκινα, κόκινα απαλό ρουμπινί,
ένα ακαθόριστο χρώμα, που θα στοιχημάτιζες τη ζωή σου ότι δεν έχει ούτε μια
σταλιά λαχανί ανταύγεια. Εκείνη δεν είχε καμία πρόθεση να ανοίξει ακόμη τα μάτια.
( τέλος της τριλογίας, τα πράσινα, προς το λαχανί παπούτσια )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
εντυπώσεις ;