Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30

Άντε, να 'μαστε γεροί να...


Να 'μαστε γεροί να υπερεκτιμούμε τις δυνατότητές μας και να διασκεδάζουμε με τους ήχους των μεγάλων πτώσεών μας, αλλά ποτέ με τους ψιθύρους των μικρών εκπτώσεών μας. Εκεί πρέπει αμείλικτοι να συνεχίζουμε. Για να μην εκλείψουμε ποτέ ξανά.
Να 'μαστε γεροί για να μαλώνουμε με τα άψυχα, με το modem που σέρνεται, με το πόμολο της ντουλάπας που μας γραπώνει, με τη ζάχαρη που χύνεται, με τη γκαζόζα που σκάει, με τη καφετιέρα που αργεί, αλλά ποτέ με τον δικό μας άνθρωπο που προσπαθεί. Που προσπαθεί να αναπνεύσει, που προσπαθεί να μας ζητήσει κάτι ταπεινό, που προσπαθεί να κολυμπήσει στη δική του κρύα θάλασσα, που προσπαθεί να ανακτήσει τον ελάχιστο προσωπικό του χώρο.
Να 'μαστε γεροί να λέμε τα όχι μας, σ'αυτή την πλημμυρίδα των επίμονων παραινέσεων να γίνουμε όλοι ίδιοι. Να κλείνουμε τα αυτιά μας στις καταγγελίες για τη διαφορετικότητά μας. Να κλείνουμε τα μάτια στις φόρμες και τα πρότυπα που κρεμάσανε οι λίγοι στις πολυποίκιλες βιτρίνες όλου του κόσμου. Τα όχι μας είμαστε εμείς να το θυμόμαστε. Ένα έλατο γερό στολισμένο με σταράτα όχι.
Να 'μαστε γεροί να ορμηνεύουμε κουράγια και μαντάτα σε όσους διψούν από εμάς να ξανακούσουν κάτι. Στους άλλους, δε πειράζει... ας μείνουν αμαντάτευτοι. Θα ανοίξουν την TV και όλα εντάξει. Τα εθιμοτυπικά είναι για τους καλά παρκαρισμένους.
Να 'μαστε γεροί να μαζευόμαστε ολίγοι και καλοί, κι απ' τη χαρά να μην προκάνουμε να κάνουμε ωραία. Γιατί σαν τα παιδιά ξανά θα ξεσαλώνουμε σα βλέπουμε ότι πέτυχε η παρέα. Με τις κιθάρες μας, με το βλέμμα μας να συναντιέται γερά και τις φωνές μας να χτυπούνε τις χορδές που πρέπει στις ψυχές που θέλουν.
Να 'μαστε γεροί να απλώνουμε πανιά μπροστά από τις μικρές ασχήμιες , να τα φουσκώνει ο πόθος, να μας παίρνουν μακριά, μπροστά, ανοιχτά αρκετά για να μη βλέπουμε ατέλειες μοναχά μα προοπτικές και λύσεις.
Να 'μαστε γεροί να ορεγόμαστε κορίτσια σαν περνούν και μας τινάζουν απ' τη σκόνη, σαν περνούν και κτίζουν το κορμί μας πάλι απ' την αρχή, απ' έξω πόθους, παραμέσα ενοχές ,ότι κι αν γίνει...
Να 'μαστε γεροί χυλόπιτες να τρώμε και να οδυρόμαστε ότι μία τέτοια αχάριστη στο δρόμο μας εβρέθη...κι ας κάναμε του κόσμου τα ακροβατικά εκεί "τυχαία" να βρεθεί. Και δειλινά ζεστά ξανά γλυκύβραστα να πίνουμε με δάκρυα της υπερβολής γεμάτοι εμείς οι πιό χαρακτηριστικοί μαστόροι της υπερβολής, εμείς ...ίσως οι απόγονοι του Πάρη, αυτόχειρες της λαίλαπας που λέγεται έρωτας.
Να 'μαστε γεροί και να φιλιόμαστε εκείνα τα ηχηρά φιλιά της ρωμιοσύνης μας, όχι βρετανικά, όχι τα σέρβικα τα τρία, όχι τα δήθεν πολυσήμαντα τα πατρικά, μα τα φιλιά που δίνουν οι απλοί οι Έλληνες σα πέφτει η αυλαία της κάθε μέρας κι ο τρίτος που τους βλέπει θεωρεί πως κάποιος ξεκινά για την Οστράλια !
Να 'μαστε γεροί και το παιδί από μέσα μας να βγάζουμε επάνω στις χειρότερες στιγμές μας. Γιατί μπορεί να έχει άδικο εκείνο το παιδί που θεωρεί κάθε ήττα του παγκόσμια συνωμοσία, μα δίνει μιά και τα σκουπίζει όλα, με την άγνοια της φθαρτότητάς του, και πάλι από χάμω ξεκινά να κτίζει με ένα χαμόγελο που σέβεται και ο Θεός και η μοίρα και ο ντουνιάς ολάκερος. Με 'κείνο το χαμόγελο που έχουν οι μουσαφιραίοι σαν χτυπούν αγαπημένη πόρτα και το ταξίδι πιά έχει σωθεί, κι οι αγκαλιές προηγούνται.
Να 'μαστε γεροί για να σιωπαίνουμε ξανά όταν πρέπει και όταν ξέρουμε γιατί. Να αφήνουμε τον τρελό στη τρέλα του, τον πονηρό στη μάχη του, τον ηλίθιο στον κόσμο του και τον επίμονο στην εμμονή του. Φρέσκα ψάρια να πιάνουμε στα χέρια μας και στο δικό μας το παγκάκι να αράζουμε ακόμη πιό συχνά. Και να τα καθαρίζουμε παρέα από τα αγκάθια, για να τρώγονται καλά...
Να 'μαστε γεροί να ξενυχτάμε με το άγχος, που έμεινε πιά λίγη ώρα ακόμη για τον ύπνο, να σκουπιζόμαστε ακόμη πιο συχνά απ' των ονείρων μας τις ξαφνικές λαχτάρες ,τους ιδρώτες και τις ονειρώξεις, να δοκιμάζουμε ξανά το φαγητό απ' την κατσαρόλα πολύ πριν να κρυώσει, να βγαίνουμε απ' τα ρούχα μας με τις δικαιολογίες τους, να βγαίνουμε απ' τα ρούχα μας χωρίς δικαιολογίες και να κολυμπάμε τσίτσιδοι σε θάλασσες και αλλού, εκεί που είναι ωραία. Και ύστερα, αποκαμωμένοι απ' τη ζωή..
Να 'μαστε γεροί να λέμε ... "απόψε είμαι πτώμα"

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13

Μείνε στη γλύκα των πραγμάτων...


Κοντεύει η παραμονή της πρωτοχρονιάς ! Κι εμείς πάντα δίνουμε βαρύτητα σ’ αυτό το βράδυ. Στις 12 παρά πέντε πάντα οπλίζουμε τη σκέψη μας με ένα απόσταγμα υποσχέσεων προς τον εαυτό μας και παραινέσεων προς το ημιθανές ηθικό μας. Το εμπλουτίζουμε σαν coctail με φυλλαράκια ανακληθέντων ονείρων και με ελίτσες καθυστερημένων επαναστάσεων. Θέλουμε να τα αναγγείλουμε εγκαίρως ως δέσμευση στο καθρέπτη. Εγκαίρως και δυνατά… Ma κάτι γίνεται μετά, ε;
Μετά, στις 12 παρά ένα, αποπροσανατολιζόμαστε από το χυμώδες ντεκολτέ της παρουσιάστριας καθώς, για κάποιο λόγο, αδυνατούμε να κλείσουμε έτος χωρίς την συνοδεία ενός τηλεοπτικού αχταρμά. Ακόμη και αν έχουμε την πιο ευλογημένα διαλεγμένη ομήγυρη στο σαλόνι μας, στις απόπειρες επικοινωνίας μας θα είναι τραμπουκιστί συνοδός το τάδε τσάνελ. 4, 3, 2, 1 και…
Πάει ο παλιός ο χρόνοοοοοοος, ας γιορτάσουμε παιδιάαααααάά, και του χωρισμού ο πόνος (λέμε τώρα) , ας κοιμάται στη καρδιάάάάά. Καλή χρονιά !!!
-Και του χρόνου, και του χρόνου.
-Κοίτα τι φοράει η καργιόλα η Πέγκυ, θεϊκό ;;;;;;
- Έλα μωρό να σε φιλήσω, άντε και…. Και.. ματς !
- Εσένα σε φίλησα ; Δε πειράζει σε ξαναφιλάω.
- Παιδιά, που έχει άλλη σαμπάνια ;
- Ωωωωωωωω, κομματάρα….Να χαρώ να χαρώ το μωρό !
…………………
Εκείνο το βράδυ, το ξέρουμε οτι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συγκεντρωθούμε και να εκφωνήσουμε μια ευχή της προκοπής. Είναι τέτοιος ο υποβόσκων πανηγυρισμός που πάλι φέτος τη βγάλαμε καθαρή, τέτοια η άγρια χαρά που δεν υπάρχει λογαριασμός με περσινή ημερομηνία καρφιτσωμένος στην είσοδο, που ορμάμε στα λυτρωτικά ποτά σαν σκυλιά στο πιατάκι τους με τις κροκέτες. Πιέστε κουμπάκια, ξεχάστε, αποφύγετε τις βαθιές σκέψεις και ξεραθείτε στον ύπνο όσο πιο βαριά μπορείτε γιατί είναι κακό να σε βρεί η χρονιά σκεπτικό. Όλοι συντελούμε στην ελαφρότητα.
Και ύστερα, ο κόσμος διαλύεται, το τοπίο ησυχάζει.
Γίνεται η τελευταία προσπάθεια να μην αφήσουμε το σπίτι βομβαρδισμένο, υπάρχει ευεξία και κούραση, μια δοκιμασμένη συνταγή για να αποσυρθείς στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόνο νωρίς το πρωϊ, μια διαίσθηση ότι κάτι αφήσαμε ημιτελές μας σκουντάει από τον υπέροχο χαλαρωτικό χωρίς αντίστροφη μέτρηση ύπνο της νέας αργίας, μας τσιγκλάει με εικόνες ανάμεσα στο όνειρο και την αλήθεια και σιγοψιθυρίζει ανομολόγητα όνειρα που θα θέλαμε να ξημερώσουν και να δουν το φως…
Και τότε στριφογυρνάμε στο στρώμα μαζί με τις ευχές και τις μνήμες, σε ένα στρόβιλο μισό του κορμιού μισό του μυαλού, που και τα δυό υπαγορεύουν…


ΣΣΣσσστ.
Τι ωραία που στήσαμε τα ξύλα. Πούντα είναι. Τόσο καιρό είχα να δω τα χνώτα μου κάτασπρα. Γαμώτο είναι ώρα. Ανάψτε τη τη ρημάδα, παγώσαμε.. Αυτά τα κάτω δε θα πάρουν. Είναι υγρά. Τάκη πιάσε τα τσιγάρα μου. Ρε μαλάκα, αυτό είναι το νέκταρ που θα’φερνες ; Με ξύδια θα τη βγάλουμε πάλι μάγκες…
ΣΣΣΣΣσσσσσς….. χμμμ
Δε μου λες ; Τι θέλεις να σου πάρω ; Θέλω να σου κάνω ένα δώρο τώρα, καιρό ψήνομαι να σε ξαναδώ να ξετυλίγεις σαν παιδί τα χαρτιά ενός πακέτου. Έτσι, να ξεσκίζεις το περιτύλιγμα με ‘κείνο το χαμόγελο που δε χρειάζεται λέξεις, μόνο να κάθομαι απέναντι και να σε καμαρώνω αστέρι μου.
Μμμμμ.
Μη με κουνάτε απ’ εδώ. Παφλάζει η θάλασσα στο σκαρί από κάτω και μου βρέχει τα πόδια ο αφρός. Νικόλα πιάσε όση Ελλάδα μπορείς στις χούφτες σου. Θα τη χρειαστείς. Αγγελικούλα μου άπλωσε κάτω το κορμί σου, κλείσε τα μάτια και άκου. Άκου να σου μιλάει η σοφία της και η αιωνιότητά της, την ίδια θάλασσα διασχίσανε χιλιάδες, κι όλοι ανυπομονούσαν κάπου να φτάσουν κόρη μου. Είναι ωραίο να ανυπομονείς.
Έλα μμμμμμου, έλα
μωρό μου, κάτσε να σου λύσω τα μαλλιά να χυθούνε χάμω οι λυγμοί της γλύκας σου και να τρυγήσω ξανά το νόστιμο δέρμα της πλάτης σου…. Κάτσε να ταιριάξω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά σου, κοίτα με πόση αγάπη προσαρμόζεται το κορμί μου στο σχήμα σου σαν με καλείς, σα με θέλεις μέσα από τη ψυχή σου. Με ξανασχηματίζεις γυναίκα ολάκερη από κάποιον θεό απίστευτα δημιουργημένη, από σάρκα και φωτιά !
Ααααμαν ποιά. Κοντεύουμε ! Δυό στροφές ακόμα.
Αφήστε τώρα τα σχόλια. Εγώ αναλαμβάνω. Σήμερα είμαι ο οδηγός σας στη δική μας μικρή ζούγκλα. Μη γελάτε ρε Κρούσια ή Νεπάλ από πάνω στο Google earth τα ίδια φαινόντουσαν . Ποιος αποτιμάει ένα βουνό ; Ποιός συγκρίνει δρόμους από χώμα ; Υπάρχει περίπτωση να μην οδηγούν πουθενά ; Υπάρχει περίπτωση να τους χάραξαν άσκοπα ; Κάθε φορά γκρινιάζετε, ώσπου να ξεπροβάλλει από κάτω η λίμνη, η καταχνιά, η μυρωδιά του σάπιου χόρτου και ένα κόκκινο δέντρο μέσα στα κιτρινισμένα. Και τότε σωπαίνετε όλοι με κατάνυξη.
Γκκκκ….τι στο καλό ;
Παιδιά κάποιος να βοηθήσει. Το παιδί δεν τη βγάζει. Είναι δυό βδομάδες στα χαρτόνια. Ξύλιασε. Έχει να φάει από δε ξέρω πότε. Θα τον πάρεις εσύ μαλακά παραμέσα. Τηλεφωνήστε για ασθενοφόρο. Έλα παιδαρά να σε τραβήξω λίγο, σιγά. Τι θες εκτός από τσιγάρο ; Άσε τη μαγκιά. Τα σκάτωσες. Τώρα φάε αυτό κι όλα θα τα δούμε, ένα ένα. Φάε μη μου μείνεις από αδυναμία. Έχεις κάποιον κολλητό να τηλεφωνήσουμε ; Τι έχει το πόδι σου ; Ήρεμα, μάγκα μου, ήρεμα. Ήρεμα, είσαι σε καλά χέρια, είμαι γιατρός. Ήρεμα. Έτσι μπράβο…
Σσσσσς, έλα, σιγά σιγά, έλα έλα !
Σσσσσσσσσς… κοιμάται. Τώρα ξερογλύφεται. Λες να είναι κατουρημένη ; Κοίτα ; Δεν είναι λακάκι αυτό στο πηγούνι της ; Θα τη φάω ολόκληρη κανά βράδυ. Αυτή είναι η καλύτερή μου ώρα. Και σου μοιάζει ! Επίτηδες σε ξυπνάω πριν την ώρα σου, να έρχεσαι μαζί μου και να βλέπεις τι φτιάξαμε… Τι φτιάξαμε αγόρι μου…
Χρρρρρρ..
Μη με ξυπνάς. Πρώτη νύχτα κοιμάμαι τόσο αδιάκοπα, βαθειά, λυτρωτικά. Από τότε που γύρισες άρχισε να κλείνει η πληγή. Νόμισα πως δε θα τα καταφέρω. Ήταν ένα διαλυμένο κορμί από τη μέση και κάτω. Πονούσα σε κάθε ανάσα. Δεν είχα το κουράγιο να ξεκινήσω ξανά να συναρμολογούμαι. Τι καταστροφή. Και μπήκες, και με κοίταξες με εκείνα τα μάτια όλο πίστη. Μ’ ανέστησες. Μπορώ να περάσω κι αυτή και την επόμενη πρόκληση. Γιατί έχω να περιμένω κάτι γι’ αύριο. Άσε με τώρα. Να κοιμηθώ. Κάτσε εδώ να με κρατάς, από το χέρι.
ΣΣσσσσς….
Ξημερώνει. Το ευχόσουν να ξημερώσει απόψε; Είναι ωραίο να εύχεσαι να ξημερώσει για να προλάβεις να κάνεις πράγματα. Να προλάβεις να κάνεις ξανά, με την ίδια φλόγα, πράγματα κοινότυπα, που θα έλθουν και θα ξαναέλθουν, αύριο, φέτος, του χρόνου, του παραχρόνου, με την ίδια γλύκα που έχουν όταν τα ζεις. Όταν τα ζεις και δεν τα αποδιώχνεις. Υπαγορεύει η ψυχή μας…

Μείνε κοντά στην γλύκα των πραγμάτων και φέτος. Μείνε κοντά στη γλύκα. Και ψέλισσέ το στο καθρέφτη. Εκείνη την ώρα, στις δώδεκα, αυτή να είναι η ευχή. Τι λέτε ;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 9

Χάρηκα που σας γνώρισα


Εγώ, ανέγγιχτος επιχείρησα να περάσω ανάμεσά σας. Να μην αλλοιωθώ. Μα δε παραμέρισε κανείς. Η ύλη σας χύθηκε απάνω μου σαν υδράργυρος. Και έγινε θρύψαλλα & ερεθίσματα πολλά ώσπου δεν ήξευρα τι να διαλέξω. Και έγινε κρασί και φως μαζί ώσπου δεν ήξευρα πόσο να πιώ. Και σα στυπόχαρτο, παρθένος, αφέθηκα στη μοίρα μου να ενσωματωθώ στην ομορφιά σας. Και σεις με γονιμοποιήσατε καθώς με δίψα σας ψηλάφιζα με όλες τις αισθήσεις μου παρούσες. Και ήτανε γιορτή. Η μπλέ κρούστα μας ξεφλουδίστηκε οριστικά και την αφήσαμε πίσω. Με κάψατε λίγο, δε λέω, σαν ήλιοι απογευματινοί, ευπρόσδεκτα απρόκλητοι. Σας ερέθισα λίγο, το ξέρω, σαν άμμος με αγέρα που χτυπά όπου βρεί. Δε κλείσατε τα μάτια. Βάλατε μόνο τα χέρια μπροστά. Και καθώς κοιτούσατε με μισόκλειστα βλέφαρα τις μορφές μου πιό εύκολο ήτανε να σας παρασύρω στην αυταπάτη της αφθαρτότητας. Να σας παρουσιάσω τα χίλια μου πρόσωπα σε ένα καμβά μοναδικό.
Κοιτιόμαστε από παράθυρα ή στον καθρέφτη, δεν έχει διαφορά…
Είσαστε η πηγή του νερού μου. Μετασχηματίζομαι καθημερινά. Τα σκέλια μου μπερδεύονται με τους μύες σας, οι μνήμες μου πατούν στις πατρίδες που αφήσατε, οι πατημασιές μου μυρίζουν δεκάδες λουλούδια που φυτέψατε και συνεχίζω μαγεμένος να ακροβατώ.
Πρασινίζω το χειμώνα και ασπρίζω τον Αύγουστο σαν μου πείτε…
Τραγουδώ περσικούς θρύλους γρατζουνώντας μεξικάνικες χορδές
και είναι το σύμπαν μικρό για τη συνισταμένη των ονείρων μας.
Δεν θέλω να περάσω πλέον ανέγγιχτος ανάμεσά σας. Δε θέλω…
Γιατί… αλήθεια σας το μολογώ.
Χάρηκα τόσο που σας γνώρισα...