Σάββατο, Νοεμβρίου 14

ένα σκαθάρι ανάσκελα

    Θα προσπαθώ μέχρι την τελευταία μου ανάσα, είπε ο Ντάβαριτς.  Δε θα χάσω εγώ τη ζωή μου από ένα κουσούρι στο ένα από τα οχτώ μου πόδια. Θα ξανασταθώ στα εφτά ποδάρια μου όπως επιβάλλουν οι εποχές και οι περιστάσεις. Ένας Ντάβαριτς δεν πεθαίνει άδοξα.-
     Ο Ντάβαριτς είναι το σκαθάρι της διπλανής πόρτας. Ξέρει καλά τώρα τελευταία ότι ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια και για πρώτη φορά τον σέβεται ως αντίπαλο, ένα σκαθάρι δεν δίνει σημασία σε κανένα πλάσμα με λιγότερα από έξι γερά πόδια, πόσο μάλλον σε τετράποδα και πόσο πόσο πιο μάλλον σε ανθρώπους. Όχι δηλαδή εκατό κιλά γομάρια και να προσπαθούν να σταθούν σε δύο πόδια, τι σόϊ υπερφίαλη αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι αυτή για να την αφήνει η φύσις ατιμώρητη ;
     Ο Ντάβαριτς δεν είναι αδύναμο σκαθάρι. Όχι. Έχει δυνατότητα να κουβαλάει πολλαπλάσια βάρη από τη μάζα του. Αυτό δεν εξηγείται με τους νόμους της φυσικής, να βάλεις τον κώλο σου κάτω και να τον λιώσεις, αλλά εξηγείται εύκολα με όρους υπερφυσικής προσέγγισης των πραγμάτων. Θέλω να πω, λέμε οι άνθρωποι κουβέντες…
    ..εγώ αν χάσω τη δουλειά μου σαν τη Νίτσα θα πέσω απ’ το μπαλκόνι…  εγώ αν μου πάρουν το σπίτι θα μπω μέσα ζωσμένος εκρηκτικά και θα τους πάρει ο διάολος τον πατέρα… εγώ αν γεννούσα ένα παιδί με ειδικές ανάγκες δεν θα μπορούσα να το αντέξω… εγώ αν και αν και αν … τέτοιες κουβέντες λέμε οι άνθρωποι… ααααα… και το άλλο … εγώ αν με αφήσει αυτή η γυναίκα θα πέσω στα χάπια… και το μόνο που κάνουμε είναι την πάπια… λέμε λέμε λέμε γιατί σε αντίθεση με ένα σκαθάρι ο άνθρωπος έχει μικρή βάση και μεγάλο στόμα.
     Ο Ντάβαριτς το μόνο που του αλλάζει τα πέταλα είναι όταν πρέπει να κατεβεί μια σκάλα, προς τα κάτω εννοώ, να κατέβει επίπεδο. Και έχει και εφτά γερά πόδια, φαντάσου να μείνει με δυό, εκ των οποίων το ένα με θλάση.
    Οι άνθρωποι, και αυτοί, μια και τους αναφέραμε παραπάνω, και αυτοί τα χάνουνε όταν έλθει η εποχή που κατεβαίνουνε μια σκάλα γιατί όταν σκέφτονται σκάλα ποτές δεν τους περνάει απ’ το μυαλό το υπόγειο, την έχουν συνδυάσει με την ταράτσα.
     Ο Ντάβαριτς κούνησε με μεγάλα νεύρα και τα οχτώ ποδάρια του και ουουουούπ… γύρισε απ’ την καλή, και μέχρι να το σκεφτεί να σταθεροποιηθεί ξανακύλησε από την άλλη πάλι με τα πόδια πάνω.. Γαμώ την παναγία μου είπε, στα σκαθάρια η Παναγία γράφεται με πεζό Π, έχουν άλλο σύστημα για τα ιερά και τα όσια.
    Οι άνθρωποι, που γράφουν την Παναγία με κεφαλαίο Π, σε ό,τι έχουν ιερό ορκίζονται ότι θα ζήσουν με σύνεση και εργατικότητα σε όποια ταράτσα τους λάχει να περάσουν τη ζωή τους.
    Ο Ντάβαριτς , πάντοτε σκεφτότανε ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να βασίζονται σε έξι ή οχτώ ποδάρια, αν συνεργάζονταν στα θέματα που απαιτούν υψηλή ποιότητα ισορροπίας.
    Οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί σε υπόγεια, δεν παλεύουν για τίποτε άλλο παρά για να βρούν πάλι μια σκάλα που να έχει ταμπέλλα «  => ταράτσα  » . Ούτε τρώνε ούτε γαμάνε. Μόνο ..την ψάχνουν.
    Ο Ντάβαριτς αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια την Τριμούνοβα. Μην πάει στο πονηρό ο νούς σας, όλα τα καθάρια έχουν πληθωρισμό μελών και οργάνων, εξήντα χιλιάδες κόρες ματιών, εβδομήντα τέσσερα παπάρια, εκ των οποίων κανένα μέσα στο μυαλό, και πολλά άλλα αναπαραγωγικά όργανα. Αν έκανες μια αποδοτική δουλειά στην Σκαθαρούπολη θα ήταν να πουλάς ταμπόν στις σκαθαρίνες.
    Οι άνθρωποι, σκέφτηκε πάλι ο Ντάβαριτς, χάνουν πολλά από τα χρόνια τους να σκέφτονται τις ταράτσες γιατί έχουν εμμονή με τη θέα. Η θέα δεν είναι παρά ένα άϋλο, συμβολικό πράγμα. Θα μπορούσε να είναι υπέροχη στα υπόγεια, κάποιος από τη Σαλλλλονίκη το έχει πει. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στη Σαλλλονίκη οι άνθρωποι αδυνατούν να λειτουργήσουν αν δεν τους ανεβάσεις στην ταράτσα. Είναι τόσο πολύ μπλοκαρισμένοι, σαν σκαθάρια ανάποδα.
   Η Τριμούνοβα κατέφθασε με εκείνο το βλέμμα… ξέρεις τώρα… τι θα κάνατε οι άντρες χωρίς δυό τρία μουνιά δίπλα σας… και έβαλε πλάτη να γυρίσει τον Νταβάριτς.
   Ταβάρητς ανθρωπότητας μπορεί να φαίνονται τούτη τη στιγμή σαν όγκοι απόκοσμα μεγάλοι,  σαν πελώρια βουνά απροσπέλαστα, σαν πλανήτες δεκαπλάσιοι από τη γη που πλησιάζουν, αν έχεις δει του lans fon trier την ταινία, ξέρεις πως μένουνε ακινητοποιημένοι οι άνθρωποι καθώς η melancholia προσεγγίζει, αλλά δεν είναι τόσο τρομερά. Όχι. Οι πισίνες της Καλιφόρνιας έχουν περισσότερο από όσο νερό θα έκανε την Αφρική μια χώρα που κανένας δεν διψάει. Τα σταβά αγγουράκια και τα μήλα με στίγματα που πετάνε στα lidl της Γαλλίας θα χόρταιναν ολάκαιρη Αιθιοπία. Τα αποφάγια μας, φάε τη μπουκιά σου ρε σκασμένε, θα τάϊζαν εκατό χιλιάδες πρόσφυγες στην Ειδομένη και τα ρούχα που αραχνιάζουν στην επάνω τη ντουλάπα μας θα έντυναν όλο το γκέτο του Ανατολικού Παρισιού σαν πριγκιπόπουλο. Αλλά Ισαλάχ. Εμείς θα ψάχνουμε μια σκάλα. Να ανεβούμε μοναχά.  Γιατί στο υπόγειο, κάτι μας μυρίζει. Γιατί δεν έχουμε σκεφτεί ότι χειρότερα από το υπόγειο θα μυρίζει ο τάφος.
    Ο Ντάβαριτς, έδωσε μια και γύρισε. Με ξενύχιασες του λέει με ενόχληση η Τριμούνοβα. Πως βρέθηκες ανάσκελα, εσύ ; Αυτό, το εσύ το λένε οι γυναίκες στον άντρα που βασίζονται με νόημα… εσύ… εσύ.. δεν το περίμενα να βρεθείς ανάσκελα εσύ… Ε, βρέθηκα κι εγώ ανάσκελα… μια φορά στη ζωή μου. Θα συνεχίσω, πιο προσεχτικά, αλλά μη μου το χτυπάς αν έχεις τους θεούς σου, άστο να το ξεχάσω. Της απαντάει ο Ντάβαριτς και φεύγει στη δουλειά του.
     Οι άνθρωποι αυτό το κάνουνε μεγάλο θέμα. Να πούνε στον εαυτό τους, εεεε… βρέθηκα κκι εγώ μια φορά ανάσκελα, μου δώσανε βοήθεια και σηκώθηκα στα πόδια μου και πάω στη δουλειά μου, αυτό το τόσο απλό το κάνουνε μεγάλο θέμα οι άνθρωποι παρόλο που με δύο ποδάρια μοναχά θα έλεγες ότι δεν είναι και μεγάλο project.
    Ο Ντάβαριτς είναι το σκαθάρι της διπλανής πόρτας. Το έβδομο ποδάρι του το έσπασε όταν μια μέρα ένας άνθρωπος ακούμπησε πάνω του απρόσεχτα μια κούπα του καφέ, σε ένα ντουλάπι που η πόρτα άνοιξε αρπαγμένα κι έκλεισε πριν ακουστεί το γαμώ την παναγία σου δίποδε μαλάκα. Ο άνθρωπος εκείνος ζούσε σε υπόγειο και δεν είχε χώρο για συγγνώμες. Ο Ντάβαριτς τον έχει συγχωρέσει τώρα, έπειτα από αυτό, καθώς τον βλέπει χωλομένο να την ψάχνει.
    Ο Ντάβαριτς τελειώνει αυτό το μήνα μια επιγραφή. Την γράφει με τα τέσσερα εμπρός ποδάρια, βουτηγμένα σε μελάνια. Θα την στεγνώσει και θα την απλώσει για να πέσει από το ντουλάπι, έξω από τη χαραμάδα, προς τα κάτω, στην κουζίνα του υπογείου που εκείνος ψάχνει αδημονώντας την ταμπέλλα « => προς ταράτσα ». Η επιγραφή είναι έτοιμη σχεδόν, της λείπει ένα …άλα.
    « Μέσα μας είναι η σκ

οι όμορφοι άντρες όμορφα ευνουχίζονται




 it takes two minutes, a few words, in a dumn perfect time 
     in the minute one never expects the knock down
only a good kiss