Κυριακή, Ιανουαρίου 31

δείπνο ηλιθίων



   Εκείνη, η κυβέρνηση, είχε τη σωστή θέση, ήτανε δηλαδή κατ' αρχήν καθισμένη στη πολυθρόνα με τα χέρια ελεύθερα κι εκείνος, ο κυρίαρχος λαός, όρθιος μπροστά της με το πράμα όξω. Παρ' όλον που δεν έβλεπες λάθος, αργούσε η ικανοποίηση. Πιάσανε λοιπόν να ξαναδιαβάσουν το ...μνημόνιο ( memorantum ). Είναι το manual , ηλίθιε...

   Εκείνη, η κυβέρνηση, το εξέλαβε ως προσβολή που εκείνος, ο λαός, δεν...ερχόταν σε στήση και τράβηξε τα ακροδάχτυλά της από το ξαναμμένο όργανο της ηδονής του. Του έκλεισε αργά το φερμουάρ χωρίς αξιομνημόνευτα ατυχήματα. Ύστερα, ανασηκώνοντας ελαφρώς τη λεκάνη της από τη δερμάτινη καρέκλα έσπρωξε τη φούστα της για να καλύψει τα αναψοκοκκινισμένα της μέλη. Τώρα η στάση της έγινε πολιτικώς ορθή. Εκείνος, ο λαός, το ένιωσε να του πέφτει με μια αδυσώπητη ταχύτητα. Πέρασε από το μυαλό του το ύψος της σύνταξης. Εκείνη, το σκεφτόταν ακόμα σαν πακέτο διάσωσης, πάντα πίστευε ότι θα μπορεί εις έτι (και εις έτη) να το διογκώνει. Αβάδιστα ( remaining still ).

         Ήταν περασμένες έξι το πρωί, πρωτοχρονιά του 2016. Δίσεκτος χρόνος τους έμπαινε. Μια μέρα ενισχυμένη ευχαρίστηση ( one day extra pleasure ). Όχι τον Αύγουστο, το Φλεβάρη. Ακόμα και την extra ευχαρίστηση, οι θεσμοί τη δίνουν σε λάθος εποχή. Εκείνος σηκώθηκε, ο υπόλοιπος, κι έσυρε τα βήματά του προς το αποχωρητήριο (wc). Ακούστηκαν τα  γάργαρα να τρέχουν. Εκείνη χώθηκε στο λουτροκαμπινέ (master bathroom) και έπλυνε τα δόντια της. Ακούστηκαν τα φτου. Δεν μάζεψε τις αποδείξεις. Το ..αφορολόγητό της, έμεινε μισοχτισμένο, σαν Βουλγάρικη βίλα.


        Εκείνος, ο λαός, αργούσε να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις. Μπλόκα (ρε). Εκείνη, η κυβέρνηση, κοίταξε το ρολόϊ. Όπου να 'τανε ερχόταν (σ)το φως της ημέρας.  Άνοιξε το ψυγείο και καθώς της φάνηκε σαν ένα σκέτο άσπρο κουτί ( white room ) προσπάθησε να ανοίξει και την πίσω του πόρτα ( back door ). Δεν είχε. Ήταν απλά ένα αστραφτερό κουτί με μια γκαζόζα στην πόρτα. Έγραφε επίδομα. Ληγμένη. Σκέφτηκε με τι τρόπο μπορεί να "εδράσει" σε κάτι ευφάνταστο αυτόν τον νέο έρωτα. Της αριστεράς με το σύστημα. Κάθισε με τα ροδαλά της πόδια σταυροπόδι και μια φέτα ψωμί στην δερμάτινη, πήρε λάγνο ύφος, τίναξε πίσω τα μαλλιά της παριστάνοντας με το μαχαίρι ότι κάτι πάνω στο ψωμί αλείφει και τον περίμενε. Εκείνος, ο λαός, βγήκε από το αποχωρητήριο με τσαλακωμένα τα Σπόρ του Βορρά. Ούτε να τη χέσει.  Κάτι μουρμούριζε για Περπάτοφ και παλτά. Γενάρης. 

    Εκείνη ένιωθε ακόμα τη γλώσσα της κάπως ξύλινη. Σαν της εξουσίας. Το πλύσιμο των δοντιών, τελικά... υπερτιμημένο. Κοιτούσε τη ξερή φέτα με απελπισία.  


        Εκείνος τη ρώτησε αν την δάγκωσε. Εκείνη ρώτησε αν εννοούσε τη λαμαρίνα. Εκείνος είπε, όχι, σαφώς εννοεί τη φέτα, και πεινάει. Εκείνη δε γέλασε. 
       Δεν περνούσαν καλά.

       Για μια στιγμή ξαναπέρασε από το μυαλό της η απόδραση από τη σχέση. Ύστερα σκέφτηκε. Και που θα βρώ, άλλον τέτοιον ; Και κάθησε να τρώει μπαγιάτικο ψωμί αλειμμένο με φαντασία.

        Είναι η βολή, ηλίθιε. 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 27

πατ

  Τις περισσότερες φορές είναι φρικτό να χάνεις. Πώς να το κάνουμε. Έχεις μετά να λογοδοτήσεις στη λογική σου που αναλαμβάνει να σε δικάσει. Κι έτσι καταντάς και χαμένος και δαρμένος.
   Για τους περισσότερους ενηλικιωμένους δεν έχει πολύ σημασία η γνώμη των γύρω. Εκείνο που μετράει είναι το φρόνημα, πρέπει οπωσδήποτε να διατηρείται ακμαίο το ηθικό γιατί αλλιώς καταρρέει όλο το προσωπικό τους αφήγημα.
   Όταν χάσεις μια μάχη και απομακρυνθεί η προσδοκία των επιδιώξεών σου, αρχικά εκείνο που σε κάνει να δυσφορείς είναι η απόσταση που πρέπει πάλι να διανύσεις. Προς τις ίδιες επιδιώξεις, εννοείται !
     Για τους περισσότερους ενηλικιωμένους δεν έχει πολύ σημασία η ανάλυση των πεπραγμένων αφού εκείνο που έχουν στο μυαλό τους ως νίκη δεν τροποποιείται. Έτσι, θρηνούν απλώς γιατί στο προσωπικό τους επιτραπέζιο έφεραν κακή ζαριά, έπεσαν σε φιδάκι και κατέβηκαν δυο τρεις αράδες παρακάτω, σε νούμερα & κουτάκια που τα είχαν ξαναπεράσει. Ο σκοπός παραμένει ο συγκεκριμένος τερματισμός. Το κουτί με το 100.
    Όταν χάσεις μια μάχη σπανίως αναλύεις την στρατηγική που ακολούθησες. Ακόμα σπανιότερα εντοπίζεις και εμπεδώνεις μια επιλογή που σου δόθηκε και έκαμες πως δεν την είδες. Να πάρεις με μια ύστατη σωστή κίνηση την ισοπαλία.
    Για τους περισσότερους ενηλικιωμένους το πατ είναι στην αδίδακτη ύλη. Είναι που δεν προσφέρεται ούτε για οδυρμούς ούτε για θριαμβολογίες. Κι έτσι, σαν νερόβραστο φαί ακόμα κι όταν το τρως το σιχαίνεσαι. Για τους περισσότερους ενηλικιωμένους μετά το φαγητό τα πιάτα πρέπει να χρειάζονται τρίψιμο. Αν καθαρίζουν με ένα ξέπλυμα δεν ήταν φαγητό της προκοπής.
    Όταν χάσεις μια μάχη, παρατηρείς γύρω σου ανθρώπους με λιγότερες πληγές από σένανε και πολλές φορές, κακιώνεις. Εγείρεις κριτικές απαξιωτικές και επιτίθεσαι στο αφήγημά τους. Εκείνοι βεβαίως, ουδόλως βλάπτονται.
    Για τους περισσότερους ενηλικιωμένους μια ολοκληρωτική έκβαση είναι προτιμότερη. Έτσι συνεχίζουμε να οδηγούμε τα πράγματα στα άκρα. Κακό του κεφαλιού μας ! Το να στήνεις γέφυρες για τους ηττημένους είναι ό,τι σοφότερο έχει ποτές διδαχθεί. Έτσι βαδίζουν τα πράγματα σε στέρεο έδαφος και είναι ο μόνος τρόπος για να επιτυγχάνεται από τις μάχες κάποια γενική πρόοδος.
    Όταν χάσεις μια μάχη συμπεριφέρεσαι το ίδιο με τις άλλες φορές που την κέρδισες. Δεν έχεις την σοφία να κεφαλαιοποιήσεις τα πεπραγμένα για να προχωρήσεις συνειδητοποιημένος. Ύστερα έρχεται η εποχή που δεν αντέχεις πια τις μάχες. Ύστερα …

    Για τους περισσότερους ...ηλικιωμένους, το πιο επώδυνο δεν είναι ο φόβος για το φινάλε. Είναι οι αναμνήσεις. Γίνεται κάποτε φανερό ότι με μια καλή σειρά από ισοπαλίες θα είχες διεξαγάγει μια σοφότερη παρτίδα και θα είχες ακόμη την πιθανότητα να σηκωθείς από το τραπέζι νικητής.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 6

Οι αγγελιοφόροι του ανέφικτου


 
   Θα μιλήσω από ψυχής. Κι όποιον πάρει ο χάρος, που λένε… κι όποιον πάρει.
   Γιατί “άνθρωπέ” μου δεν μπορείς απλώς να συστηθείς ;  
   Όταν γίνονται οι χειραψίες και οι συστάσεις  λέμε ονόματα, καταγωγές, οι δειλοί ευλογείτε και οι κομπλεξικοί ένα  επάγγελμα. Αυτό είναι μια μεγάλη αδυναμία του συστήματος. Οι άνθρωποι, σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο θα έπρεπε να λέμε απλώς τι κομίζουμε. Για να ξέρει, o άλλος. 

- Είμαι η τελευταία σου ευκαιρία.

  - Είμαι αδυσώπητος. 
- Είμαι η φετινή πρωτομαγιά σου. 

  - Είμαι ένας άγγελος του ανέφικτου.

- Είμαι ένα ακονισμένο γιαταγάνι.

   Μπορεί να φαίνεται πολύ Ινδιάνικος ο τρόπος, αλλά το πρωτόγονο δεν είναι πάντοτε παρωχημένο.  
   Δε θάθελες να ξέρεις ; Πες. Να κανονίσεις την πορεία σου. Να ετοιμάσεις ένα αφήγημα βρε αδελφέ, ένα success story. Μην βγεις ξυπόλυτος στα αγκάθια.
   Η ψυχή σου είναι μια καργιόλα. Δεν ευχαριστιέται με την “κανονικότητα”, δεν αρκείται και σε τίποτα, εξάλλου. Πώς να αρκεστεί ; Η κανονικότητα της ακούγεται σαν μια βαριά βρισιά.
   Οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι τριών ειδών:  επαρκείς, ανυπόφορες ή ολέθριες. Μόλις οι ανυπόφορες μας φανούν επαρκείς, (σε όλα μαθαίνει ένα ζώον), η ψυχή εγείρει μια ένσταση. Πέραν οιασδήποτε αμφισβήτησης. Τότε , σκλάβος της εσύ, προκαλείς, με μια ακολουθία από ύβρεις, έναν όλεθρο. Και μετά, σχεδόν αναίσθητος από τον πόνο ονειρεύεσαι απλώς να επιστρέψεις στο παλιό σου ανυπόφορο, το οποίο είσαι έτοιμος να αποθεώσεις.
   Τα παραδοσιακά ψυχοφάρμακα του ανυπόφορου,  η θρησκεία, η εξουσία και η αγέλες θυμωμένων, καλά είναι, μα δεν είναι για όλους. Ευτυχώς λοιπόν που βγήκανε στα ράφια τα κανονικά. Ψυχοφάρμακα. Αυτά που παίρνεις και δε χρειάζεσαι να αναπνέεις τα βρωμερά τους χνώτα, των παπάδων, των πολιτικών και των οπαδών γενικώς, μπορείς να είσαι σε καταστολή και μόνος σου. Από την ώρα που δοκίμασα τα χάπια, το οινόπνευμα και το μουνί, υποπτεύθηκα ότι το πιο υγιεινό για μια μόνιμη νιρβάνα είναι μόνον αυτό που εγκρίνεται από τον οισοφάγο ! Αυτός ο απίστευτος δοκιμαστής, ό,τι δεν το στέλνει πίσω, σαν εμετό, ξέρεις ότι είναι ελιξίριο. Τα χύσια, τα χάπια και το τζην είναι τρία υπέροχα παραδείγματα, αυτή την στιγμή δεν ανασύρω κάποιο άλλο.
    Νομίζω ότι κρατιέμαι σε μια ανεκτή κατάσταση στην κλίμακα της ευπρέπειας , ε ; Αν… να μου το πείς. Εξάλλου, κλικ και τζους…
    Μια εξαιρετική στιχομυθία τώρα θα ήτανε ετούτη :

   - Καλησπέρα, τα πίνουμε βλέπω..
- Ναι, δεν μυρίζουμε ;
  - Με λένε όλεθρο.
- Εμένα με λένε κότα. 
  - Λέω να πιάσω εκείνο το τραπέζι στο βάθος.
- Πολύ καλή ιδέα, γειά.

   Αυτός είναι ο πιο αποδοτικός τρόπος να γίνονται οι συστάσεις. Τι δεν καταλαβαίνεις ; 

    Τώρα μερικοί προτιμούνε πιο παραδοσιακές συστάσεις. Έτσι προκύπτουν άλλα : 

- Καλησπέρα, περνάμε όμορφα ;

-  Μας καταλάβατε ;

- Με λένε ωραία Ελένη.

- Εμένα Πάρη. Συγνώμη, Πέρη.

- Λέω να κάτσω μαζί σου.

- Και δε κάθεσαι ; 

   Ε, δεν είναι μια καργιόλα ; 

   Ποτέ δεν τρώω τρούφες στις γιορτές. Μαγαρίζουν το σκεύος που έχω για τα ελιξίρια. Μετά μου φαίνονται όλα πικρά. Ενώ δεν είναι… δεν είναι.
    Το ανέφικτο. Αχ το ανέφικτο… Ο αγγελιοφόρος του είναι πάντοτε όμορφος σαν οπτασία. Είναι πάντα αμακιγιάριστος σαν έφηβος, άμεσος σαν καλόγερος, ικανός σαν αγρότης, θρασύς σαν μωρό, εξομολόγος και ποτέ εισαγγελέας, υπομονετικός σαν ψαράς και ανεκτικός σαν σκύλος. Σε κάνει θρύψαλα η γοητεία του. Γίνεσαι στο τσακ, διατεθειμένος. Γιατί ποτέ, ποτέ, ποτέ δε σου συστήνεται σωστά. Δε σου λέει βρε αδελφέ…
   - Γειά, είμαι ο αγγελιοφόρος του ανέφικτου.
Ποτές δε σου το λέει.
    Και πάντα πέφτεις στην παγίδα, εσύ. Και ποιος σε σπρώχνει ; Μια καργιόλα.

Το ανέφικτο. Είναι μια υπερβατική υπόσταση. Η καργιόλα μέσα σου το κάνει να δείχνει τόσο κοντά, σαν να βλέπεις τα Πριόνια απ’ το Λιτόχωρο. Το ανέφικτο. Μια ώρα περίπατος. Νομίζεις…
    Έχω να πιω από το Νοέμβρη. Πίνω μνήμες. Κάθε φορά έτσι με μεθούν. Μια απλή θύμιση απ’ όσα έκαμα ως τώρα και φανήκανε κοντά, λειψά,  για να βρεθώ με την ελάχιστη ποσότητα ανέφικτου μες την παλάμη. Το άπιαστο. Το πρόστυχο. Το γαμημένο το ανέφικτο. Είναι έρως.
    Μην μου χαμογελάς κι εσύ. Άντε και γαμ… αφού… Παρέα δε σου ζήτησα.
    Το κείμενο δεν ήτανε για όλους,  μοναχά για αγγελιοφόρους .
    Του ανέφικτου. 
    Καλά ; 

Σάββατο, Ιανουαρίου 2

ένα χτύπημα στην πλάτη, δίνει θάρρος στο διαβάτη

         Καλύτερα φαφούτης παρά κουτσοδόντης, λένε στην πιάτσα. Εεεεε... όχι !  Καθόλου δε συμφωνώ. Είμαι με αυτούς που τον μαραθωνοδρόμο τον χειροκροτούν στο 6ο , στο 16ο και στο 26ο το χιλιόμετρο. Θέλω να πω, δεν τερματίζουν όλοι οι αθλητές, μα δεν είναι για πέταμα και τα μέτρα που τρέχουν. Κάθε τους βήμα έχει μια αξία αφού είναι στη σωστή κατεύθυνση και όχι προς τα πίσω.
         Σε μια συνάντηση με αφορμή ένα βιβλίο του Θωμά Καραγιάννη, «το όνειρο του Οδυσσέα» ειπώθηκαν από τον συγγραφέα τα παρακάτω μετρημένα λόγια…πάνω στο ερώτημα τι έφταιξε και φτάσαμε, έτσι, εδώ :
             - Οι μικρές εκπτώσεις έφταιξαν…  πράγματα που δεν τους δώσαμε και μεγάλη σημασία, ένας φίλος που έκανε τον αγώνα τον καλό και εμείς δεν τον στηρίξαμε, ένας άλλος που λάκισε και που δεν τον συνεφέραμε κι ένα μικρό άδικο αλά βολικό, που δε το καταγγείλαμε.
         Μένω στο πρώτο, στο θετικό, που δε κοστίζει τίποτα μαθές, ένα μπράβο κι ένα χειροκρότημα και την επίδραση που έχει στην ψυχή ενός εκάστου συναγωνιστή.
         Στην επιβράβευση είναι το ελιξίριο της προόδου, αν συμφωνείς ότι από την ατομική βελτίωση προέρχεται η ομαδική επιτυχία. Στην επιβράβευση είναι το ελιξίριο, την αθώα και αυθόρμητη έκφραση εκτίμησης για κάθε τι άξιο λόγου.  Και είναι και μια υπέρβαση, που κρύβει ένα περίσσεμα ψυχής, να λες το μπράβο ενώ, ανθρώπινα λειτουργώντας, ποτέ δεν είσαι πλήρης από τα μπράβο που άκουσες.
       Με τον καιρό μαθαίνεις να ακούς και εσύ τα μπράβο τους  πιό εύκολα, αν είσαι απλόχερη ψυχή. Μπράβο, σου λένε οι άνθρωποι καμιά φορά, χωρίς να βγάζουν λέξη ! Με την παρουσία τους δίπλα σου, κοντά σου, εκεί γύρω δείχνουν ότι είναι όμορφο το μέρος που υπάρχεις και αγωνίζεσαι κι εσύ. Και τι άλλο πρέπει να δεχτείς παρά τούτη τη μεθυστική τη γλύκα της αποδοχής, από όσους είναι γύρω σου ;
     Καθόλου κλισέ ή ρηχός δεν είναι το λοιπόν ο στίχος… κι αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γιατί ζεις και εσύ μαζί… και με τούτο σηκώνω φέτος το ποτήρι για να σου πω καλή χρονιά.