Κυριακή, Οκτωβρίου 20

..αλλά αυτό διορθώνεται



Απώλεια

Δεν υπάρχει υπερθετικός.

        Η Ελένη μάζεψε τα πόδια μέσα στα χέρια της μήπως ελαφρύνει εκείνο το πόνο που της έκοβε τη κοιλιά στα δυό. Θα ήθελε να βάλει σε ένα χάρτινο καραβάκι όλες τις άσχημες αναμνήσεις της και να τις σπρώξει απαλά να σαλπάρουν. Όταν περιτριγυρίζει μέσα στο κεφάλι σου ένα αγαπημένο πρόσωπο, πρώτα έρχονται στο νου σου η βλακεία και οι εμμονές και οι ανεπάρκειές του και μετά η αγάπη. Θαρρείς και οι πατημασιές του πάνω σου γίνανε σε πέτρα με σμίλη ενώ τα χάδια του σχηματίστηκαν απαλά στην άμμο. Δεν είναι έτσι. Έτσι επιλέγουμε να αρχειοθετούμε τα πράγματα για να αποδειχτούμε ήρωες. Είναι τόσο γοητευτικό να είσαι ήρως.  
       Τα μάτια της ακολούθησαν τη ρότα εκείνου του μκρού χάρτινου καραβιού, του φορτωμένου με τις στιγμές με εκείνη,  την στάχτη της μάνας που φεύγοντας πήρε μαζί της τα τελευταία τεκμήρια της προέλευσής της . Δεν τα είχε καλά με την προέλευσή της, οπότε θα έπρεπε τούτη να είναι μια λυτρωτική διαδικασία. Όμως όχι. Ήταν επώδυνη. Επώδυνη και επίμονη, μέρες και νύχτες σαράντα και βάλε , σαρανταχίλιες αγρύπνιες με σαρανταχίλιες γέννες. Γιατί ρε γαμώτο ;
       Άφησε τα πόδια να αγγίξουν το νερό καθώς το κύμα, ένα ρίγος της θάλασσας, πέρασε από κάτω της. Το κρύο της έκαψε τις πατούσες. Έπρεπε να προλάβει τούτο τον πονόκοιλο εν τη γεννέσει. Έπρεπε να είναι περισσότερες ώρες εκεί, τώρα αυτό δε διορθώνεται. Έπρεπε να παρακολουθήσει με περισσότερη ανοχή τις παράξενες μεταμορφώσεις της. Τώρα αυτό δε διορθώνεται. Έπρεπε να επεξεργάζεται λιγότερο τις μικρές της κουβέντες, έπρεπε να της δίνει γενναιότερα άλλοθι. Θα έπρεπε αλλά τώρα αυτό δε διορθώνεται. Έπρεπε να τακτοποιήσει καλύτερα τις περιοχές της και να ομορφύνει τα σύνορά τους με εκείνης, βάζοντας στους φράχτες πόρτες από ζεστά υλικά. Οι πόρτες της Ελένης ήταν από πέτρα. Τώρα αυτό δε διορθώνεται. Έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τη φθορά της, τούτη τη γάγκραινα των ψυχών που όλους τους φοβίζει σα σκιά στη παγωνιά που απλώνεται, όμως η φθορά μας δε μας αφήνει να ασχοληθούμε με τη φθορά τους. Τώρα αυτό δε διορθώνεται. Έπρεπε να ασχοληθεί με τούτα τα δώρα που εκείνη τη μπόλιασε, δεξιότητες που μεταφέρθηκαν στο dna της και άρχισαν  ανύποπτα να την καθορίζουν, μέχρι που με τρόμο καμιά φορά τις παρατηρούσε και ένιωθε δέος. Τώρα αυτό ασφαλώς διορθώνεται. Έπρεπε να συμφιλιωθεί με το κάψιμο στις πατούσες της, εκείνο το κάψιμο που νιώθεις όταν η ζωή σου κουνάει λίγο τις ρίζες, έπρεπε να συμφιλιωθεί με την προέλευσή της και τούτο διορθώνεται.
      Εκείνα που διορθώνονται είναι τα πρώτα που θα έπρεπε να πιάσει αλλά όχι, Σαρανταχίλιες ξαγρύπνιες με σαρανταχίλιες γέννες πρέπει πρώτα να σου οργώσουν το μυαλό πριν σπάσουν οι αλυσίδες.
     Αχ ρε μάνα, τώρα ποιος θα σιωπαίνει με νόημα σα βλέπει τις μαλακίες που κάνω ; Τώρα ποιος θα απλώνει τη θλίψη του με τον πλάστη, δήθεν ανοίγοντας φύλλο, έτσι, όχι γιατί κάποιος πρέπει να φάει αλλά γιατί κάποιος πρέπει να μη ξύσει τις πληγές μου τούτο το άσχημο απόγευμα ; Τώρα ποιος θα με παίρνει τηλέφωνο δήθεν τυχαία ; Τώρα ποιος θα αλλάζει τις φωτογραφίες μου στις κομόντες ανάλογα με τις φάσεις μου, δείχνοντας εκείνα που πρέπει να φανούν και κρύβοντας εκείνα που πρέπει να θαφτούν ; Τώρα ποιος θα με καταλαβαίνει πριν αφήσω το πόμολο της πόρτας ; Τώρα ποιος θα περιμένει με λαχτάρα τα βλαστάρια μου, να τα καλωσορίσει σαν την πρώτη φωλιά χελιδονιών, χελιδονιών που έρχονται θαρρείς κάθε βδομάδα σαν η πρώτη τους αποδημία να ήταν χθες ; Τώρα ποιος θα με τσατίζει με μισή κουβέντα ; Τώρα ποιος θα με σκεπάζει με μισή κουβέρτα ; Ποιος ;
      Η Ελένη μάζεψε τα πόδια ξανά. Το νερό από κάτω ανέπνεε και πάλευε να την αγγίξει. Του κάκου. Δεν άφηνε να την αγγίξει όποιος κι όποιος η Ελένη. Δεν άφηνε. Υπήρχαν συγκεκριμένα πράγματα για τα οποία άφηνε να την αγγίξουν. Μετρημένα. Αν ένα πράγμα είχε η Ελένη αδιαπραγμάτευτο ήταν ότι δεν άφηνε το τιμόνι της σε τρίτους. Δεν άφηνε το τιμόνι της ούτε στο αριστερό της χέρι. Απλά είναι τα ζητήματα αυτά. Θέσφατα. Γιατί έτσι. Κι όχι αλλιώς.
      Πόνεσε πάλι η κοιλιά της. Θα μπορούσε κάποιος να της την κάνει καλά ; Κανείς. Είχε όλες τις δεξιότητες για να ρυθμίζει τους πόνους και τις στενοχώριες της μοναχή. Κάθε φορά που ανέθετε αυτό το πράμα σε άλλα χέρια, αρχικά ερχόταν μια ελπίδα , ύστερα μια ζεστή προσμονή, και τέλος ερχόταν ένα χαστούκι και την έκανε ράκος. Θα ήταν ηλίθια αν συνέχιζε τούτες τις απόπειρες. Ηλίθια ή απλά θνητή. Δεν ήθελε να, να, να ‘ναι θνητή. Δεν ήθελε. Αλλά αυτό διορθώνεται.  

      Απώλεια.

      Δεν υπάρχει υπερθετικός.  

Κυριακή, Οκτωβρίου 13

σχεδόν ερωτικό


  

               Ονειρεύτηκα ότι συναντηθήκαμε σε ένα κόκκινο δωμάτιο. Ονειρεύτηκα ότι ο λαιμός σου ήταν τόσο ροζ όσο χρειάζεται για να τον μπερδέψεις με τα χείλη ενός μουνιού. Ονειρεύτηκα ότι το βυζί σου ταίριαζε τόσο πολύ στην παλάμη μου όσο χρειάζεται για να το μπερδέψεις με τον ντουνιά ολάκερο. Ονειρεύτηκα ότι η πλάτη σου ήταν τόσο εκτεθειμένη όσο χρειάζεται για να τη μπερδέψεις με τις ευχές μου. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν εκεί, τόσο εκεί, όσο χρειάζεται για να γελαστώ ότι είμαι ξύπνιος. Ονειρεύτηκα ότι δεν κοιμόμουν.
              Ήσουν γη και ύδωρ.
Ονειρεύτηκα ότι μου δόθηκες κατά εξακολούθηση. Δεν ήσουν μερίδα εσύ. Δεν ήσουν μέρος. Δεν ήσουν μετρήσιμη. Δεν ήσουν ούτε ορεκτικό ούτε επιδόρπιο του έρωτα. Ήσουν γαμήσι. 
Ονειρεύτηκα ότι σου προκάλεσα όνειρα. Ονειρεύτηκα ότι σε έβαλα γλυκά για ύπνο. Ονειρεύτηκα ότι καθόμουν και σε κοίταζα όλο το μεσονύχτι. Ονειρεύτηκα ότι αποκοιμήθηκα μετά ανάμεσα και μέσα στα πλοκάμια σου. Μύριζες. 
         Ήσουν γη και ύδωρ.
Ονειρεύτηκα  ότι ήσουν απαγορευμένη. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν φαινάκη. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν ψέμα. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν κρυστάλλινη. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν φουρτούνα. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν μια κατάφορτη ελιά της γονιμότητας. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν εκεί. 
        Ήσουν γη και ύδωρ. 
 Ονειρεύτηκα ότι τα σεντόνια μας ήταν η νύχτα. Ονειρεύτηκα ότι οι χυμοί μου ήταν φως. Ονειρεύτηκα ότι πέρασες από πάνω μου σαν μέδουσα. Ονειρεύτηκα ότι πέρασα από πάνω σου σαν θάλασσα. Ονειρεύτηκα ότι αγγιχτήκαμε με τρία εκατομμύρια διψασμένες απολήξεις νεύρων. Ονειρεύτηκα ότι το άγγιγμα κράτησε ένα δευτερόλεπτο.
        Ήσουν γη και ύδωρ.
Ονειρεύτηκα ότι παράτησα τον ύπνο μου, σηκώθηκα και ήρθα να σε βρω...   

πετάει ο γάϊδαρος ;



    - Δεν είσαι ελεύθερος, είπε ο γάιδαρος στον πετεινό. Και μετά γκάρισε ευχαριστημένος… Το βλέμμα του ήταν πολύ θλιμμένο. Σκεφτόταν από μέσα του : Αν ήταν ελεύθερος θα μπορούσαμε να γράψουμε ιστορία με όρθια αυτιά και κόκκινα πούπουλα. Αλλά τι να του κάνω, πήγε και πηδήχτηκε με κότα. Οι καλύτεροι πετεινοί πάνε με τις γαμημένες τις κότες.
     Ο πετεινός τα πήρε, αλλά δεν μπορούσε να γκαρίσει πρώτον γιατί όταν το προσπαθούσε απλώς κακάριζε και δεύτερον γιατί εκείνη την στιγμή δεν ήταν ξημερώματα. Είχε τούτη την δέσμευση γερά μάθει να μην γκαρίζει πριν την ώρα του.  Έτσι ο γάιδαρος αποφάνθηκε ότι τον αποστόμωσε. Είναι αστείο για πόσα πράγματα βγάζουμε πρόχειρα συμπεράσματα.
     - Αν ήσουν ελεύθερος θα μπορούσα, ανεξάρτητα αν το έκανα ή όχι να επαναδιαπραγματευτώ. Αλλά όχι . Δεν είσαι ελεύθερος. Όχι φίλε.  Κατάλαβες τι σου λέω ;
    Ο πετεινός κοιτούσε σύξυλος αλλά το βλέμμα του πετεινού είναι ίδιο είτε είναι σύξυλος είτε είναι παραιτημένος . Μα δε με βλέπει πίσω από το κοτετσόσυρμα ; σκέφτηκε με το μικρό του το μυαλό… Επειδή το κεφάλι του είναι λίγο πιο πάνω δεν μπορεί να αντιληφθεί τις περιφράξεις του κόσμου ; Ή είναι πιο ηλίθιος από τις κότες ;  
    Ο ελεύθερος γάϊδαρος κούνησε την ουρά του ανάποδα από τους δείχτες του ρολογιού και πήγε να ταϊσει χόρτα τα παιδιά του. Θα μου πείτε… έχουν παιδιά οι λεύθεροι γάϊδαροι ; Θα σας πω …πετάνε οι γάϊδαροι ; Δε πετάνε . Πέφτουν με στυλ.
    - Και αν θέλεις να ξέρεις , συνέχισε το τετράποδο με το αυστηρό βλέμμα την ετυμηγορία του, αν θέλεις να ξέρεις, εγώ με πετεινούς υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπάω. Θα ψάξω λύκους.
    Ο πετεινός τα πήρε, αλλά δε μπορούσε να … κλπ κλπ να μη σας κουράζω τώρα απογευματιάτικα.
    - Και αν θέλεις να ξέρεις, ούτε εγώ πίστεψα ποτέ ότι έχει μέλλον μια σχέση ανάμεσα σε πετεινό και γάϊδαρο. Ενώ με έναν λύκο…
    Ο πετεινός κακάρισε εντελλώς. Όλες οι κότες τινάχτηκαν τόσο απότομα που γέννησαν τα αυγά τους δυό ίντζες μικρότερα από τις προδιαγραφές. Και έτσι, αφού η φύση πάντα εκδικείται, για λίγες μέρες, ο γάϊδαρος ετοίμαζε κάτι αναιμικές ομελέτες στα παιδιά του που τις μασουλούσαν με κάτι μούτρα ΝΑΑΑΑΑΑΑ.
   
     Για κάποιο λόγο, αν είσαι γάϊδαρος, πιστεύεις ότι όποιον κόκκορα συναντάς μέσα σε κοτέτσι εσένα περιμένει, όλη του τη ζωή.
     Για τον ίδιο ανεξήγητο λόγο, αν είσαι πετεινός νομίζεις ότι με τόσο κοτομάνι που έχεις πηδήξει μπορείς να περιποιηθείς και γάϊδαρο.
     Και έτσι γίνονται όλα τα μεγάλα μπερδέματα. Όχι αλλιώς.
      Θα μου πείτε γιατί δε κάθονται οι γάϊδαροι στα αυγά τους ;
     Θα σας πω, γιατί ακούνε πετεινούς να γκαρίζουν μες το  απόγευμα.

       Αν η φύση δεν είχε πλάκα, η ζωή θα ήταν ανυπόφορη.