Κυριακή, Φεβρουαρίου 24

η ιεροτελεστία της αγωνίας


Aγωνιούσε, αυτή είναι η λέξη. Έξι η ώρα και...


        Είχε μπει ο διάολος μέσα της. Πρέπει να ήταν πάνω από τρεις ώρες εκεί στο μικρό βραχάκι που τον συναντούσε. Μόνη. Είχε ανακατέψει ανάρμοστα όλη την αμμουδιά της Επανομής , σκάλιζε άγχος με τις πατούσες της... δεν υπήρχε μπαμπούρι ή μυρμήγκι που να μην του είχε ανατρέψει το σχεδιασμό της μέρας. Η θάλασσα, λέμε τώρα εμείς μια λέξη, η θάλασσα, νομίζοντας ότι ο άλλος κατάλαβε μια έννοια αλλά όχι, τέλος πάντων η  θάλασσα της ψιθύριζε παρηγοριές εντελώς υποκειμενικές , ανεπαρκείς και αίολες. Η Ελενίτσα δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που τους έφτανε η παρηγοριά. Έλειπε ο Κωνσταντίνος. Ήταν μισή. Μισή γιορτή ίσον καθόλου γιορτή. Τελεία και παύλα.

       Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μόνος που μπορούσε να παίξει με την μικρή Ελένη. Είχε την αυτοκυριαρχία του θηριοδαμαστή.

       Η θάλασσα από την άλλη ήταν το μόνο παιχνίδι που αυτό το αχώριστο ζευγάρι παιδιών παραδέχονταν για κανονικό. Ήταν αγρίμια. Δεν τους ταίριαζε το κρυφτό. Ήταν ατίθασα, δεν μπορούσαν να παίξουν κλέφτες κι αστυνόμους, μισούσαν τις ταμπέλλες. Ομαδικά παιχνίδια ούτε !

Αυτός, εκείνη και η θάλασσα.

       Την θάλασσα δεν την είχαν για παρηγορήτρα. Ήταν το πλαίσιο , αυστηρό και αμείλικτο πλαίσιο, μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν κατάματα και να μετρηθούν. Αυτό το παιχνίδι έπαιζαν. Ήταν δυο αγρίμια, χωρίς ταμπέλες και δοκίμαζαν τα όριά τους με έναν ισάξιο αντίπαλο. Μαζί έμαθαν να κολυμπούν και μαζί να σώζονται. Υπήρχε ένας ολοένα αυξανόμενος αλληλοσεβασμός στα τρία μέρη. Κανείς δεν έσπευδε να προστρέξει πριν ο άλλος να δείξει έτοιμος να βοηθηθεί. Τούτο είναι σημαντικό για τις αγάπες, τόσο μεγάλες αγάπες σαν και των παιδιών με τη θάλασσα, των παιδιών με τη ζωή, των παιδιών μεταξύ τους, με τούτη τη σειρά που τα βάζω κι όχι με άλλη. 

       Η Ελένη κοίταξε άλλη μια φορά προς την κατεύθυνση που αυτός απόψε δεν φάνηκε. Χίλιοι διαβόλοι όρμισαν μέσα στο μυαλό της. Όταν η Ελένη θέριευε ούτε η θάλασσα μπορούσε να την αναμετρηθεί, μιλάμε για θυμό. Λέμε τώρα εμείς μια λέξη, θυμό,  νομίζοντας ότι ο άλλος κατάλαβε μια έννοια αλλά όχι, τέλος πάντων μιλάμε για θυμό εστιασμένο και με παράπλευρα θύματα. Όχι, δεν εννοώ μόνο τα μυρμήγκια.

      Ο Κωνσταντίνος την παρατηρούσε πίσω από τις θημωνιές. Δεν ήτανε του χεριού της ο Κωνσταντίνος. Κάθε φορά που του έκανε μια κρίση πανικού εκείνος την βοηθούσε με τον τρόπο του. Την άφηνε να κοιτάξει λίγη ώρα τα πράγματα καθαρά. Την ακτή, το πέλαγος, το μέγεθός της και το κενό που άφηνε εκείνος. Επανακαθορίζονταν όλα χωρίς λόγια. Αυτομάτως.

      Στο κάτω κάτω εκείνη δεν είχε ζητήσει ξεκάθαρα βοήθεια. Τα είπαμε αυτά.

      Σηκώθηκε και άρχισε να την πλησιάζει δήθεν αδιάφορα. Κάθε τόσο κοντοστεκόταν και κλωτσούσε βότσαλα. Εκείνη δεν άφησε ούτε μια γκριμάτσα να προδώσει την έλλειψη αυτοκυριαρχίας μέσα της. Τον άφησε να πλησιάσει με το ρυθμό που εκείνος θεωρούσε περήφανο. Για την ηλικία του.

      Ο Κωνσταντίνος ήταν δεκατριών. Με μια έννοια. Η Ελενίτσα σήμερα εβδομήντα έξι. Με μια άλλη έννοια. Όχι ότι έχει σημασία, εντάξει ;

      Είχε αργήσει πέντε λεπτά. Ήταν σίγουρος, σίγουρος όμως, ότι της είχαν φανεί τρεις ώρες. Και ήταν εξίσου σίγουρος ότι όλο αυτό δεν είχε να κάνει με εκείνον. Τα βασικά τα καταλαβαίνουν και τα παιδιά. 

      
Όταν την πλησίασε αρκετά ώστε να μην μπορεί να προσποιηθεί ότι δεν τον είδε, εκείνη σήκωσε δυό μάτια εισαγγελείς και του τα' χωσε. Δεν μίλησε. Ούτε και εκείνος μίλησε. Έφερε μπροστά το χέρι του μαζί με ένα ρουμπινί μπουμπούκι τριαντάφυλλου. Τα μάγουλά της έγιναν στο χρώμα του. Οι ηλικίες τους έκαναν αυτομάτως μια μεγάλη βουτιά και συναντήθηκαν στη μέση. Οι θυμοί τους έκαναν αυτομάτως μια συνθηκολόγηση και συναντήθηκαν στο Ε.

Περπάτησαν μουλωχτοί αφήνοντας δυό ακολουθίες από ανάλαφρα ίχνη που ο αφρός της θάλασσας σεβάστηκε τρείς φορές και μετά τις πέρασε στη λήθη.

     Στο δεξί μπράτσο του άρχισαν να σχηματίζονται τα σημάδια από δάχτυλα χεριών τανάλιες. Το αριστερό της χέρι ήταν άσπρο, όχι άσπρο, διάφανο λευκό με λεκέδες,  σα κόκκαλο σουπιάς.

     Έστριψαν τον τραχύ βράχο και ακολούθησαν το μονοπάτι τους σε μια σειρά από φαγώματα της θάλασσας, τσαλαπατώντας φύκια και βότσαλα γεμάτα γλιστρίδες. Το χώμα αριστερά γεμάτο ρίζες δέντρων που η άγρια ορμή της είχε ξεντύσει, μύριζε δυσαρέσκεια που ένας απρόσεκτος θα την έλεγε υγρασία . Η θάλασσα τους άνοιγε όσο μονοπάτι χρειάζονταν για να περνούν , με τη συμφωνία ότι δε θα κοντοστέκονται να την σχολιάζουν. Ήταν συννεφιά. Ήταν σχετικό κρύο. Ήταν αέρας. Ήταν οι δυό τους.

    Σαν έφτασαν στη σπηλιά τους τα μάτια τους σάρωσαν ένα γύρω για εισβολείς. Δεν τόλμησε κανείς, ΟΚ. Εκείνος τράβηκε από το βαθος την καλαμιά τους και την έστρωσε χάμω στην άμμο. Μετά άρχισε να μαζεύει ξερόκλαδα με σίγουρες κινήσεις. Εκείνη έκανε στην άκρη κι έστριψε δυό περιποιημένα. Τράβηξαν ένα δυό κούτσουρα και τάϊσαν την αδύναμη φλόγα. Σουρούπωνε ο ήλιος το κάδρο, από εκείνο το μέρος είχαν μια άμεση επαφή με τον αποχαιρετισμό του στη μέρα. Πρέπει να ήταν 7 και...

   Εκείνη τράβηκε από το σακίδιο μια κουβέρτα και μια φυσαρμόνικα. Του την έδωσε σα να μην ήταν εκείνο με το οποίο αντικατέστησε όλο της το κομπόδεμα. Εκείνος την πήρε στα χέρια του σαν να μην ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που του έχουν δωρίσει. Έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια λέγοντας λόγια χωρίς να μιλά. Ήταν μια αδυναμία, Δεν μπορούσε να βρει λόγια όταν ήταν τόσο συγκινημένος. Εκείνη το ήξερε και πάντα ξεκινούσε να κουτσομπολεύει ότι έπαιρνε το μάτι της για να τον αποφορτίσει.

   Καθώς η φλόγα κέρδιζε την παρτίδα από το φως του σούρουπου οι ξελιγωμένοι ήχοι της φυσαρμόνικας άρχισαν να ντύνουν την κατάστασή τους. Όλα τα γύρω έγιναν τόσο ασήμαντα σαν θεατές του τελευταίου διαζώματος που αγωνιούν και σκύβουν να δουν. Τα δυό πλάσματα ξάπλωσαν δίπλα στη φωτιά και κούρνιασαν.

  Η ιεροτελεστία της αγωνίας είχε πάρει τέλος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;