Κυριακή, Μαρτίου 17

rise and fall



        Έπεσε να κοιμηθεί με τη βεβαιότητα ότι θα ξανασηκωθεί για να ασχοληθεί με τα ανολοκλήρωτα, τη βεβαιότητα ότι έχει άνετες προθεσμίες. Για αρκετές ώρες, δεν μπορούσε να εκτιμήσει πόσες, ίδρωνε τα στρώματα και στριφογύριζε για να βρει δροσερές γωνιές. Λίγο πριν χαράξει τον πήρε ένας ανήσυχος ύπνος σαν να αφέθηκε να πέσει σε μια δίνη κομμένη και ραμμένη στους πόθους του. Ήταν μπρούμητα. Σωριασμένος σαν ερπετό στον ήλιο….

...πέρασε φευγαλέα όλα τα στάδια, πως βρέθηκε στο δρόμο δεν κατάλαβε, κοιτάχτηκε μια στιγμή με ανησυχία, μήπως είχε βγεί με το σλιπακι, αλλά όχι, ήταν ντυμένος και σιαγμένος κανονικά, επαρκής για το δρόμο. Τώρα τελευταία τα τετριμμένα πράματα τα έκανε ασυναίσθητα όπως δηλαδή τους αξίζουν. Περπατούσε σε στενά πεζοδρόμια με δυσφορία , έφταιγε που τα χέρια του ήταν σε μια έκταση έκστασης, ένα παράξενο πουλί σε χαμηλή πτήση.  Κάθε τόσο κοίταζε το είδωλό του στους καθρέφτες της καταχνιάς. Ήταν αυτάρεσκος πάντα, αλλά τούτο το πρωϊνό η αυταρέσκειά του ήταν άνω ποταμών. Αν υπήρχε κάποιος που τον νοιάζονταν εκείνη την ώρα θα του είχε ρίξει ένα χαστούκι που θα ήταν όλο δικό του. Πως είναι δυνατόν να βιώνεις έναν τέτοιο οίστρο ρε φίλε ; Ρώτησες αν όλες οι συνθήκες είναι πως να το πούμε συμβατές με την έκστασή σου ; Τσεκάρισες τους δείκτες δυσαρέσκειας του περιβάλλοντός σου ; Μέτρησες τις ανοχές των επίγειων στο πέρασμα των φτερών σου ; Σκέφτηκες ότι θα δημιουργήσεις φευγαλέες σκιές, κάτω από τις οποίες άνθη θα περιμένουν τον ήλιο τους ; Και καλά τα άνθη. Τα μυρμήγκια ; Τα σκουλήκια ; Οι σπόροι ;  
    Δεν βρέθηκε. Κάποιος που να τον νοιάζονταν εκείνο το πρωινό Κυριακής δε βρέθηκε. Δεν ήταν και έκπληξη αυτό. Κι έτσι, εκείνος περπάτησε, λέω τώρα περπάτησε, πέταξε χαμηλά. Και χαρτογράφησε ξανά μια τετριμμένη για άλλους πορεία που δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, το πρωινό εκείνο που δεν έδειχνε στο ξεκίνημά του παρά ένα πρωινό ταπεινό. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Πάντα γύριζε να κοιτάξει πίσω αλλά όχι εκείνη την Κυριακή. Τράβηξε προς την ακροθαλασσιά. Πέρασε τη γωνιά με τις φτέρες, κατέβηκε τα 23 χορταριασμένα σκαλιά κι άφησε τα παπούτσια του στο τελευταίο. Έκαμε μερικές αδέξιες δρασκελιές στην αμμουδιά, οι πατούσες της πόλης είναι άλλες από εκείνες της άμμου. Όταν φόρεσε για τα καλά τις αμμοπατούσες του ο βηματισμός του έγινε πιο σίγουρος. Σχεδόν έτρεχε, πάντα όταν έτρεχε ήθελε να δείχνει ότι το κάνει με κομψότητα και σύνεση, γι αυτό λέω σχεδόν.
     Προσπέρασε δυο τρία παγκάκια, του φάνηκαν  πολύ χρησιμοποιημένα, προσπέρασε δυο τρία κουφάρια από βάρκες, του φάνηκαν πολύ αχρησιμοποίητες, ποιος παίρνει βάρκες και κάθεται στα παγκάκια να τις κοιτάζει, ποιος βλαμμένος κάθεται να κοιτάζει το μέσον της φυγής άπρακτος, σταμάτησε σε ένα βράχο θρόνο και θρονιάστηκε να τον βρέξει το κύμα. Έβγαλε το μπλουζάκι του και έμεινε με το στέρνο εκτεθειμένο στη θαλασσοπνοή. Τα πόδια του τώρα έκαναν τη δουλειά παστρικά. Μετέφεραν κύματα κύματα τη δροσιά της στα σωθικά του. Έκλεισε τα μάτια και την συνάντησε. Οι ρώγες στο στήθος του σηκώθηκαν να δουν.
      Εκείνη τον χάιδεψε στην αρχή στις κνήμες του, λάτρευε τα πόδια του, τα θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο το έναυσμα για όλη τούτη την τρικυμία που βιώνει. Έχωσε τα χέρια της στα δυο κομμάτια νοτισμένο ύφασμα που κάλυπταν τα γόνατά του. Δεν άντεχε άλλο την αίσθηση του παντελονιού γύρω του εκείνη, πήρε την πρωτοβουλία και τον ξεκούμπωσε και τον άφησε εκεί, όπως φημολογείται ότι τον γέννησε η μάνα του, μπροστά στη σκηνή της γέννας δεν ήταν, της φαινόταν παρ’ όλα αυτά ότι από τότε θα πρέπει να πέρασαν αρκετά θετικά στάδια μέχρι το σφριγηλό αποτέλεσμα του αντρισμού που αυτή τώρα αντίκριζε. Ήταν ένας πρίαπος.
     Εκείνος ήταν αφοσιωμένος στα μάτια της. Ήταν πράσινα και διάφανα σα τις λίμνες που οι όχθες τους έχουν στάχια, αυτή την εικόνα ζωγράφιζε τώρα και ήταν σχεδόν υπνωτισμένος. Δε πέρασε παρά ένα πρωινό. Έπλεε αδύναμος να πλοηγήσει, σαν πάπια που έχει τελειώσει τις υποχρεώσεις της ημέρας και αφήνεται να την πάνε τα νερά της στις χρυσές αράδες του ήλιου που δύει, εκείνος έπλεε σε μια λίμνη με τη βεβαιότητα ότι κανένα ερπετό δε θα ασχοληθεί αρκετά να τον καταβροχθίσει. Μακάριος. Ήταν ακόμη Κυριακή, απόγευμα, για κάμποσες ώρες δεν είχε θυμηθεί ούτε μια φορά να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, γύρω, χθες.
     Εκείνη βρήκε την ευκαιρία ιδανική και τον καταβρόχθισε. Μετά δεν θυμόταν τίποτε, ούτε μια συγγνώμη δε του ζήτησε. Τον έβλεπε εκεί καταβροχθισμένο και πάλι όμορφος της φαινόταν. Η χαζομάρα του έρωτα ή η βουλιμία του πεινασμένου. Εκείνος δε σταμάτησε να την ζωγραφίζει, απλά της πρόσθεσε λίγα δόντια. Η διαδικασία συνεχίστηκε ανάρμοστα ως το απόγευμα της επόμενης μέρας. Εκείνος ζωγράφιζε, εκείνη καταβρόχθιζε. Ύστερα αντέστρεψε η μοίρα τους ρόλους. Εκείνος δεν είχε φέρει ξύστρες, εκείνη βαρυστομάχιασε και το πήραν αλλιώς. Όλα ήταν κατά κάποιο τρόπο προδιαγεγραμμένα. Εκείνη έπιασε να τον ζωγραφίζει σαν να μην είχαν τελειώσει τα χρώματα, ήταν που χρησιμοποίησε άλλες αποχρώσεις. Εκείνος είχε πεινάσει και όπως ήταν φυσικό του φάνηκε ευκαιρία η σάρκα της. Η βουλιμία του έρωτα ή η χαζομάρα της στέρησης. Την έτρωγε για δυό μερόνυχτα ώσπου το στόμα του δεν είχε άλλη γεύση να δοκιμάσει. Εκείνη δεν σταμάτησε να τον ζωγραφίζει , απλά του πρόσθεσε λίγους πούτσους. Εκείνον ούτε που τον πείραξε. Ήταν αφοσιωμένος στη θάλασσα. Πείνασαν.
      Εκείνος τότε θυμήθηκε ότι είχε φέρει μερικά τρόφιμα. Της έδωσε μια μπανάνα και εκείνος πήρε δυο ντομάτες. Ξάπλωσαν και οι δυό ανάσκελα στην άμμο, δίπλα δίπλα, κορμιά, φρούτα και μέλη εραστών και τότε κατάλαβαν ότι είχαν υιοθετήσει φτωχικές μεθόδους. Ήταν πολύ καλύτερο το σεξ με την βοήθεια όλων τούτων των ζαρζαβατικών. Πέρασαν μερικές ώρες σαν πειραματόζωα των αισθήσεων. Όταν ξέσπασε εκείνη η μπόρα τους βρήκε τόσο ιδρωμένους που δεν είχαν χώρο για να τους μουσκέψει. Έτσι αποφάσισε να τους αφήσει ήσυχους. Και άλλα πράγματα, σιγά σιγά πήραν την απόφαση να τους αφήσουν ήσυχους. Όλη η δυσκολία είναι μέχρι να ξεσκαρτάρεις την άγκυρα. Μετά αφήνεσαι στην όποια ρότα.
    Με το ένα και με το άλλο πέρασε εκείνο το καλοκαίρι του 13. Σαν ήρθε το Φθινόπωρο οι συνθήκες ήταν ιδανικές για συνθηκολόγηση. Έτσι, είδαν και αποείδανε και κίνησαν να πάνε να ρίξουν μια ματιά στα πράματα που είχαν αφήσει πίσω. Και τι να δουν ; Όλα είχαν πάρει τον …δρόμο τους. Ακόμη και οι εφημερίδες που είχαν γράψει για την εξαφάνιση ήταν λιωμένες στα ρείθρα των δρόμων. Εκείνος γέλασε με τρανταχτό τρόπο. Την ενόχλησε. Την ενόχλησε που εκείνος πήρε την πρωτοβουλία να γελάσει πρώτος. Όταν κατάφερε να τον σοβαρέψει έπιασε εκείνη να γελά. Και γελούσε υπέροχα, με αναφιλητά και κραυγούλες, σα μικρό παιδί. Με το γέλιο ενός παιδιού που μάλιστα δεν έχει συναίσθηση ότι όπου να ‘ναι πρέπει να μεγαλώσει. Γελούσε τόσο ορεξάτα που τον ξύπνησε.
   
     Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ξυπνητήρι. Ήθελε ακόμη ένα λεπτό για να χτυπήσει. Γλύστρισε αθόρυβα και το πρόλαβε. 6.43. 6.44. 6.45. για λίγα λεπτά τον απορρόφησε η ροή αυτή του χρόνου που δεν μπορούσε να την πειράξει, ούτε να την επιβραδύνει, ούτε να την επιταχύνει. Ύστερα έκλεισε τα μάτια με την πρόθεση να ξαναονειρευτεί. Του κάκου όμως. Κάθισε και αναλογίστηκε τι τον περιμένει σήμερα. Του κάκου. Ήταν αποδιοργανωμένος και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην ξεχάσει το όνειρο. Με τρόπο, να μην ξυπνήσει την γυναίκα που κοιμόταν πλάϊ του, κατέβασε το σλιπάκι, το μόνο ύφασμα ανάμεσα στα σκέλια του και την δροσιά της. Το πάπλωμα πήρε τη μορφή της, έτσι που τον αγκάλιασε. Γρήγορα τα χέρια του άρχισαν να οργώνουν τους δρόμους του. Μια ζαλάδα απλώθηκε από το στέρνο του στο λαιμό και μετά χάθηκε σε ένα κρετσέντο ηδονής. Έκλαιγε, γοερά και μουλωχτά, έκλαιγε με λυγμούς που ο καθένας τραβούσε από μέσα του πενήντα κιλά, μέχρι που όλη του η μάζα έγινε ένας καυτός λευκός πολτός στην παλάμη του. Μύριζε βαριά, μύριζε τόσο βαριά σαν να είχε εκσπερματώσει ανοχές και ταλαιπώριες αιώνων, σαν να είχε εκσπερματώσει ανούσια ταξίδια σε όλο τον πλανήτη, μυρωδιές από ταλαιπωρημένες βαλίτσες και πλαστικά καθίσματα αναμονής, δυσφορίες από μυριάδες ώρες αναμονής για την έκβαση σχεδίων, μύριζε τόσο βαριά που έσπευσε με αθόρυβες κινήσεις να απαλλάξει τη χούφτα του από τούτο το ανοίκειο υγρό. Μετά μπήκε στην ντουζιέρα και ξέπλυνε όλα τα βαρίδιά του με λύσσα. Μέχρι που τίποτε δεν μπορούσε να αποσπάσει την όσφρησή του από εκείνη, εκείνη στο όνειρο.

     Ύστερα ντύθηκε παστρικά, κι αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είναι με το σλιπάκι, σιαγμένος και τσιτωμένος , επαρκής για τη ζωή του, κίνησε για το γραφείο. Τις Κυριακές, που όλα ήταν σε ρυθμούς ανάπαυσης, ήταν πάντα οι ιδανικές του συνθήκες για αποδοτική δουλειά.  Πότε βρέθηκε έξω από το γκρι κτίριο, πότε κλείδωσε πίσω του την πόρτα, πότε ετοίμασε το πλάνο του οκτάωρου, πότε το τσαλάκωσε και το έφαγε με βουλιμία, πότε κλώτσησε εκείνο το σκαμπώ, πότε σπαρτάρισε με εκείνη την ηδονή ότι η έκβαση είναι εδώ τώρα, πότε…

     Τον βρήκανε την Δευτέρα και του πρόσφεραν τις τελευταίες βοήθειες. Είχε ζητήσει να τον σκεπάσουν με άμμο σε μια έρημη παραλία και να τον αφήσουν στην ησυχία του να εξαυλωθεί. Και , τόσα που είχε κάνει για εκείνους, κανείς δεν σκέφτηκε να του χαλάσει χατήρι. Εξάλλου όλοι αναγνώρισαν ότι φορούσε σφιχτά, δεικτικά, τις αμμοπατούσες του.  Ακούστηκαν παιδικές χορωδίες σε ένα ρέκβιεμ που το πλαισίωναν οι λυγμοί μιας γοργόνας και αφροί , φλοίσβος που προσκυνούσε τα βράχια. Ήταν ένα πολύ κομψό αριστούργημα το τελευταίο του ταξίδι.  Όσο γι αυτό, ήταν σύμφωνοι όλοι. Οι εφημερίδες που έγραψαν το σχόλιο βρέθηκαν γρήγορα σε ρείθρα, να αγκαλιάζονται με εκείνες που είχαν σχολιάσει την εξαφάνιση. Ο ντουνιάς έπιασε να διεκπεραιώνει τις χιλιάδες εκκρεμότητες των βιαστικών. Τις χιλιάδες πλην μια. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Κι όχι αλλιώς. Όχι αλλιώς.

      Δυό χρόνια μετά, όταν κανείς δεν είχε πιά την ιδέα να πάει να κοιτάξει, μέσα από την άμμο σηκώθηκε ένας άντρας ανέγνοιαστης ηλικίας με τα χαρακτηριστικά εκείνου. Μάζεψε το παντελόνι του από την αλμύρα, κάλυψε το στέρνο του με ένα λερό μακό, κοίταξε με απορία τα δυό τρία παγκάκια και έσυρε ένα κουφάρι βάρκας μέσα στο νερό. Στάθηκε στην πλώρη και της έκανε νόημα να σπεύσει. Εκείνη κρυφοκοίταξε πίσω, πήρε φόρα και πήδηξε στη θάλασσα. Κολύμπησε να τον προφτάσει, κολύμπησε με λύσσα και σύνεση μαζί, δεν ήθελε να πάει χαμένο ένα τέτοιο αλλοπρόσαλλο διάβημα, τι θα έλεγαν οι άλλοι μετά, κολύμπησε με ακρίβεια και δυό μέρες μετά έφτασε στο νησί. Εντάξει, βάρκα και άντρας δεν υπήρχε, μόνο να, χρειάζονταν μια αφορμή, ένα επιχείρημα για την συνείδησή της κάνοντας ένα τέτοιο ρεσάλτο. Βγήκε στο νησί και τα πήρε όλα από την αρχή. Τον θυμόταν για χρόνια εκείνον που υπήρξε η θρυαλλίδα των ανατροπών της. Τον θυμόταν σαν να ζούσε δίπλα της σε τρείς ζωές. Και δεν είχε άδικο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;