Κυριακή, Μαρτίου 24

Το κορίτσι με τα σπίρτα



 

                …ανεβοκατέβαινε το στηθάκι της σαν τρομαγμένου περιστεριού. Έπρεπε να ανάψει οπωσδήποτε εκείνο το κερί, ήταν το πρώτο βήμα για το ξόρκι, μάγισσα ολάκερη και ένα κερί δεν μπορούσε να ανάψει. Η ιδιοσυγκρασία της δεν σήκωνε τέτοια ήττα. Ο αναπτήρας έσβηνε βγάζοντας απορημμένες μικρές σπίθες.
               Έφταιγε το κολίμπρι. Στις ιδιαίτερα φορτισμένες συναισθηματικά καταστάσεις η μικρή είχε ένα πετάρισμα στην καρδιά που όμοιό του μόνο εκείνο των φτερών ενός πρωταθλητή σαν και το κολίμπρι μπορούσε να προφτάσει. Και τι γίνεται όταν τα φτερά πεταρίζουν με τέτοια ταχύτητα, όλοι ξέρουμε ότι κανένας δεν μπορεί εκεί γύρω να ανάψει κερί.
             Σκέφτηκε ότι η φλόγα ενός σπίρτου μπορεί να αντισταθεί για λίγα δεύτερα, αν ήταν τυχερή εκείνο το αναιμικό φυτίλι θα άρπαζε. Προσπαθούσε ταυτόχρονα να απαγγέλλει το ξόρκι ….  τούτα , άρα δε τα ζω… έλεγε μέσα της μικρά λόγια από την δύσκολη απαγγελία  και με αποφασιστικές κινήσεις άρπαξε και άνοιξε την τσάντα με τα εργαλεία της δουλειάς της. Σπίρτα, εγώ πάντα έχω σπίρτα…
           Τα πρώτα σπίρτα που βρέθηκαν της φάνηκαν τσιγαρόχαρτα. Τα αράδιασε πάνω στο σεντόνι και μέτρησε τρία παλιά και ένα καινούργιο. Κρατούσε τα άχρηστα σπίρτα γιατί είχε μια παράξενη εμμονή με το παρελθόν. Ήθελε να θυμάται, όχι να θυμάται αλλά και να καταγράφει, πόσες φωτιές έχει προκαλέσει.
           Πήρε με χέρια που έτρεμαν σαν στερημένου αλκοολικού το καινούργιο σπίρτο και πλησίασε το κερί. Το στήθος της τώρα επιτάχυνε κι άλλο. Δυό άλλα χέρια που βράθηκαν εκεί τυχαία άρπαξαν το κερί από τα δικά της και έπιασαν μαζί να φέρουν σε επαφή τούτα τα ανόμοια πράγματα. Ένα παγωμένο φυτίλι και ένα ακαριαία εκρηκτικό μπουκέτο πυρίτιδας. Ακούστηκε ένα τσαφ. Η φλόγα τινάχτηκε κατά πάνω του κι εκείνος δεν κατάφερε να αποτραβηχτεί αρκετά. Η δική του καρδιά τσιτσίρισε με λυγμούς και άναψε. Το πείραμα πέτυχε.
          Χώρισαν. Εκείνος, πιο συστηματικός, έσπευσε να ανάψει διάφορα φυτίλια γύρω για να έχει καβάτζες. Εκείνη, το κορίτσι με τα σπίρτα, είχε καθίσει πάνω στον θρίαμβο και έστριβε τσιγάρο. Δεν υπήρχε περίπτωση, άπαξ και άναβε ένα κερί με μιας, ήταν σίγουρη ότι έχει την δύναμη να κάψει οτιδήποτε. Τώρα έλεγε μέσα της πιο δυνατά το ξόρκι… βεβαιότητες ότι δεν μου αξίζουν τούτα… που και που από τα χείλια της έβγαζες μια μικρή φράση, ήταν απρόσεκτη όταν ο άλλος δίπλα της φαινόταν του χεριού της.  
          Ο άλλος δίπλα ήταν του χεριού της. Προσποιούνταν ότι έχει τον έλεγχο, σαν παπάς που έχει το ποίμνιο σε μια φλεγόμενη εκκλησία και πρέπει αν μη τι άλλο να μη το βάλει στα πόδια. Έκανε αργές σίγουρες κινήσεις στο χώρο προετοιμάζοντας κάτι που δεν είχε ιδέα τι είναι. Ήταν καλός σε αυτό. Να προετοιμάζει κάτι που δεν έχει ιδέα τι είναι. Πολλές φορές παρέσερνε και κόσμο σε τούτη την χαζομάρα.
         Ύστερα τα κεριά τρεμόπαιξαν μαζί τους. Αυτή η φάση λέγεται συναπάντημα ονείρων και για να το καταλάβεις πρέπει να είσαι κοιμισμένος βαθειά χωρίς ένα οπλισμένο ξυπνητήρι…. Εντάξει πότε θα συμβεί αυτό σε μας, ε ;
         Όταν αποσπάστηκε το ένα κορμί από το άλλο, έχοντας ανταλλάξει όλους τους ανεπίτρεπτους οργασμούς του μυαλού και του σκεύους του, εκείνη κάθισε σε μια γωνιά, να μην έχει κανέναν από πίσω, να ελέγχει τα πεδία και τους αστάθμητους κινδύνους και ξεκίνησε να απαγγέλνει τρεις φορές το ξόρκι. Την πρώτη φορά ψιθυριστά, δεν ακούστηκαν παρά τελικά σύμφωνα, τη δεύτερη με τα χέρια απλωμένα , πιο δυνατά, ακούστηκαν μισόλογα που εκείνος προσπαθούσε να προλάβει, να εντοπίσει, αλληλουχίες, νοήματα, σαν Αιγύπτιος σε θέατρο στην Madison Square, αδύνατον να ευχαριστηθεί την παράσταση.
        Ήταν ένα θέατρο. Όλο αυτό που εκτυλίχθηκε μετά ήταν ένα θέατρο. Εκείνη απήγγειλε τελικά δυνατά και σταράτα ολόκληρο το ξόρκι :
      Ξορκίζω του κορμιού μου τα θεμέλια, τις κολώνες του και όλα του τα δομικά και άκαμπτα μέλη, εκείνα που με κάνουν να μην μπορώ να μεταλλάξω το σχήμα μου και με υποχρεώνουν την ίδια ώρα που ποθώ να γίνω κύκλος να μένω τετράγωνο. Ξορκίζω παραμέσα την καρδιά μου, εκείνη που με κάνει να μην μπορώ να ανάψω ένα god dumn στριφτό πάθος, εκείνη που καταστρέφει όλες μου τις φλόγες με ένα δαιμονισμένο χτύπημα των φτερών, το κολίμπρι μέσα μου, να πάψει να με θυμώνει, να πάψει να με προσγειώνει, να πάψει να με καταστρέφει τελικά. Ξορκίζω ακόμη παραμέσα το μυαλό μου, εκείνο το παραμορφωμένο τέρας μέσα στο κεφάλι μου, να πάψει να αναλύει εκατό και χίλιες και τριάντα χίλιες φορές ότι κάνω και ότι λέω, ότι υπόσχομαι και ότι απαιτώ από τους ανθρώπους, να πάψει να μου ξεφωνίζει μέσα από τα αυτιά, εκεί που δεν μπορώ να βάλω ούτε τις παλάμες να με αφήσει ήσυχη, να πάψει να μου ξεφωνίζει τούτη τη φράση, την πηγή κάθε κακού, ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΕΣΕΝΑ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΑΡΑ ΔΕ ΤΟ ΖΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΤΟ ΖΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΕΝΑ ΨΕΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΝΕ ΜΟΝΟ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΦΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΑΛΛΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑ ΝΑ ΜΗ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙ . Ξορκίζω τούτο το μυαλό, να πάει στο διάολο, εκεί από όπου ήρθε και να με αφήσει, μια μικρή με τα σπίρτα, να ζήσω απλά, σε πλατύσκαλα ωραία κτισμένων πέτρινων σπιτιών παίζοντας βώλους και ζητώντας ένα σπίρτο από τους αθώους διαβάτες του δικού μου χώρου, δυο μέτρα πλάτος και τρία απ’ εκεί, του χώρου μου που είναι τόσο μικρός για να τον βλέπω και τόσο μεγάλος που χωράει πέντε παιδιά να κάτσουν και να παίξουν, σκάβοντας βεβαιότητες και χτίζοντας χάρτινους πύργους, όπως είναι η μοίρα των παιδιών κι αλοίμονο σε όποιο πρόωρα μεγαλώσει.
       Εκείνος άκουγε παραξενεμένος, πρώτη φορά είχε συναντήσει μάγισσα. Λίγο το ξόρκι που δεν του έλεγε τίποτε, λίγο το μαλλί της που αναμαλλιασμένο το ‘λεγες, λίγο το μάτι της που έλαμπε ανάρμοστα, μάζεψε τα μπογαλλάκια του και κλείνοντας απαλά την πόρτα που έγραφε κάτι σαν 816, ούτε και αυτό το απλό δεν ήταν σίγουρος ότι είναι 816, τρία νούμερα από τα δέκα και εγείρουν υποψίες, πόσο μάλλον μια μάγισσα με ακατανόητα ξόρκια, έκαμε μερικά αθόρυβα βήματα και εξαφανίστηκε από τις σκάλες μην τυχόν και αγκλωβιστεί.
       Όταν εκείνη τέλειωσε το ξόρκι, τον έψαξε να δει αν έπιασαν τα μαγικά. Ήταν ήρεμη τώρα, ήταν ήρεμη γιατί το κολίμπρι είχε πέσει σε νάρκη, ξέρεις πως είναι μια καρδιά που δεν πεταρίζει είναι μια μέτρια αλλά χρήσιμη καρδιά, πάνε και άλλες υποθέσεις δυό βήματα παρακάτω, βεβαιώθηκε ότι δεν είναι κρυμμένος στη ντουλάπα, στη ντουζιέρα, στο μπαλκόνι, ούτε κάτω από το μπαλκόνι, έσκυψε και δεν είδε κόσμο γύρω από ένα κόκκινο λεκέ, ούτε απέναντι στο sex shop, ήταν τα κεπέγκια κάτω ακόμη, πολύ πρωί για sex, πολύ νωρίς για υπερβάσεις, πολύ ξαφνικά όλα αυτά για να τα χειριστείς περίτεχνα, ούτε ψύχραιμα προλάβαινες να τα διαχειριστείς, τούτα που σου πετάει ένα πρωί στα μούτρα.
        Θα ήθελε ένα ποίημα τώρα, ένα κείμενο με ρυθμό, να της βάλει την σκέψη σε μια νηφάλια χαρά και θαλπωρή. Βγήκε και έπιασε να περπατάει, έφτασε κέντρο, γύρισε λευκό πύργο, μέτρησε τα εργοτάξια και γάνιασε με τους φράχτες, όλους τους φραγμούς που είναι τόσοι και τόσο παντού που εθίζεσαι. Συνάντησε πολλούς που μοιάζανε για συγγραφείς, κανά δυό τους κοίταξε εξεταστικά μέχρι που εκείνοι της αντιγύρισαν το βλέμμα, εκείνη κατέβαζε τα μάτια, όχι από ντροπή, αλλά γιατί δεν τους μετρούσε για ποιητές.
      Κοίταξε μια το κινητό, έγραφε άκυρον.
      Κοίταξε μια τον ουρανό, έγραφε allert.
      Κοίταξε μια μέσα της, την τρέλα , του κολίμπρι την δυσφορική ταχύτητα που είχε αρχίσει να ανεβαίνει, το εργοτάξιο στο μυαλό, όλη αυτή την τρέλα που δεν μπορούσε να εξημερώσει και αποφάνθηκε μόνη της… έρχεται μαζί μου.  
      Και γύρισαν στο σπίτι. Αυτή και η μάγισσα σε ένα κλουβί. Και γύρω οι άλλοι.

      Δυστυχώς η ζωή συνεχίζεται, αυτή ποτέ δεν υπόσχεται μια έκβαση περιωπής. Έψαξε με λύσσα την τσάντα της. Είχε πέντε σπίρτα. Τα αράδιασε. Τέσσερα ξεφτισμένα κι ένα καλό. Πήρε το τέταρτο από τα σβησμένα και το έκανε θρύψαλα. Της έφυγε λίγο από το μένος. Μετά κράτησε ψηλά το γερό. Με το άλλο χέρι της έβγαλε από μέσα ένα μωβ αρωματικό κερί. Άναψε το φυτίλι αργά, τα χέρια της δεν έτρεμαν ούτε στάλλα, έστριψε ένα τσιγαρο, το άναψε από το κερί, μοσχοβόλησε η ανάσα της λεβάντα, μάζεψε τα τέσσερα άχρηστα και τα σπασμένα ίχνη του και βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν σας χρειάζομαι είπε και τα πέταξε με μίσος.
     Γύρισε να μπει. Το μάτι της κάτι επιασε και κοντοστάθηκε. Ένα μικρό κομμάτι από το σπασμένο σπίρτο είχε γυρίσει, ο αέρας έφταιγε, είχε γυρίσει και είχε κάτσει πάνω στη μπυτζάμα της, ψηλά, πίσω, εκεί που ανέμιζε μια μπούκλα μαλλί κρύβοντας και φανερώνοντας ένα αυτί χωρίς σκουλαρίκι.
    Μεγάλη πουτάνα η ζωή, είπε. Το χτύπησε να πέσει και έκλεισε πίσω της την πόρτα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;