Δευτέρα, Αυγούστου 20

sex in the fuckin' city


      
       Κεφάλαιο 1. Το θήραμα.

       Απόγευμα με πνιγερή ζέστη στη δουλειά, εγώ βγήκα για να πάρω ανάσα, εκείνη με προσπέρασε και μπήκε για να ζητήσει πληροφορίες. Μύριζε υγρασία, είχαμε ιδρώτα πάνω μας έτσι κι αλλιώς. Ο ήλιος χαμηλά, γέμιζε με ωχρές πινελιές την άσφαλτο, ξαναφώτιζε κάτι απελπιστικά ξερακιανά δεντράκια, απάλυνε την ασχήμια στους στραβούς κάδους και σκίαζε τα άναρχα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Όμορφα ήταν ! Μερικές μάνες ούρλιαζαν ονόματα με υποκοριστικά. Χελιδόνια της πόλης τσίριζαν ψάχνοντας κι αυτά τα παιδιά τους. Έπαιζαν λάμψεις από κρεμασμένα cd, διώχναν τα περιστέρια, έπαιζαν λάμψεις στις άκρες των μαλλιών της, αυτές οι δεύτερες ήταν, ήταν.. αναπάντεχες. Μύρισα το πέρασμά της. Γύρισα από πίσω της και την παρ..ακολούθησα . Ο τρόπος που περπατούσε ; ενός πολύ ..ευχαριστημένου αιλουροειδούς ! Πολύ κοντή, πολύ καστανή, φορούσε σώπατα σανδάλια και σορτσάκι ισοπεδώνοντας με την αυτοπεποίθησή της κάθε θρύλο για τις ψηλές. Το σπαστό μαλλί της χυνόταν ατημέλητο μέχρι το ύψος που ξεκινούσαν τα πόδια της. Ήταν το πιο πλούσιο μαλλί που έχω δει. Ήταν τα πιο σφριγηλά πόδια τριαντάρας που έχω θαυμάσει. Γύρισε και μου ζήτησε κάποια συμβουλή κοιτώντας με στα μάτια με θάρρος. Μου άρεσε που μου ζήτησε κάτι. Εγώ τώρα έπρεπε να της το απαντήσω και ότι συνέβη θα αφορούσε πλέον εμένα και αυτήν, αποκλειστικά. Είχαμε συναντηθεί. Κανονικά. Όχι φευγαλέα. Οι ευκαιρίες που δίνει η πόλη στον έρωτα είναι στιγμιαίες, ακαριαίες, πολλές φορές μοναδικές. Πρέπει να είσαι έτοιμος να χτυπήσεις, μόνο που ποτέ δεν έχεις χρόνο να ορίσεις το θήραμα με απόλυτη βεβαιότητα. Είναι κάπως τραγικό. Αλλά έτσι είναι. Διασταυρώνεσαι ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας από λεωφορεία, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ασανσέρ, περνώντας βιαστικά τις διαβάσεις, εκείνη μιλάει συνήθως στο κινητό, εσύ έχεις κάτι στο μυαλό σου, κάτι που μοιάζει με ένα δάσος γεμάτο τζιτζίκια.
       Με τσάκωσε να εξετάζω τα μαλλιά της. Τα δυο της χέρια τα μάζεψαν πίσω και ψηλά, ένα χείμαρρο, τα έκαναν μια βόλτα σκηνοθετικά αριστοτεχνική, μετά τα άφησαν να ξεχυθούν μπροστά από το αριστερό της στήθος, έτσι, όλα στη μια πλευρά κι ήταν μια κίνηση ματ, που έφερε πόνο στα μάτια μου και πίσω από αυτά. Επίδειξη στήθους, λαιμού, μασχάλης και θηλυκότητας σε ένα δεύτερο. Οι κουφάλες… Μετά ο πόνος άρχισε να κατεβαίνει προς το δικό μου στήθος. Το πρόσωπό της είχε μια ατέλεια στο χείλος, εκεί επάνω οδήγησε τον όγκο των μαλλιών με μια ασήμαντη αλλά ορατή κίνηση συστολής. Μίλησε καθαρά και ήταν βραχνή, τόσο, όσο… Με άφησε άφωνο, ανήμπορο να επιλέξω τακτική, ανήμπορο να εκφράσω ό,τι ήταν αυτό που με μέθυσε.  
        Η πόλη.
        Ο έρωτας.
        Εγώ.
        Εκείνη.
        Έφυγε πριν συγκροτηθώ. Δεν υπήρχε μονοπάτι  για να την βλέπω να μακραίνει, ούτε ορίζοντας για να αποστηθίσω τις κινήσεις της. Έστριψε στην πρώτη  γωνιά και χάθηκε, σε τρία δεύτερα, έτσι όπως χάνεται στην πόλη η μια σιλουέτα στις μύριες, αφήνοντας πίσω την ελάχιστη πιθανότητα να την ξαναβρείς. Την βάφτισα Μαντώ. Πάντα ονοματίζω τις αχτίδες μου, βοηθάει που περιορίζω τις πιθανότητες, είναι κάτι σαν την ελπίδα για τον λήγοντα… μια στις δέκα, καλύτερα από μια στις εκατό, μια στις εκατό και πάλι πιο καλά από μια στο ένα εκατομμύριο. Μαντώ. Κοφτό, δυναμικό, ένα χάπι της ευτυχίας που με γέμισε με τις επίμονες ορμόνες της προσμονής. Να ξανά ’ρθει, ας γίνει να ξανά ‘ρθει…
      
       Πέρασαν μέρες πολλές. Έτσι μου φάνηκε.  Άψυχες μέρες, υγρές, χωρίς αρκετό αέρα για τις απαιτήσεις ενός ερωτοχτυπημένου ενήλικου αρσενικού.  Υπέφερα σιωπηλά τη νύχτα, κάθε νύχτα που ερχόταν να διακόψει την βεβαιότητα ότι θα την ξαναδώ. Πάλευα να την φέρω στα όνειρα... Μάταια. Τα πρωινά αναπτερωνόταν οι αδικαίωτες ελπίδες. Την ποθούσα με μια εμμονή που ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη. Ήμουν ναρκωμένος. Ήμουν ποτάμι μπροστά σε φράγμα. Ήμουν διαβάτης στην έρημο. Ήμουν ένα βήμα πριν την παράδοση. Αυτά ήμουν !
     Την στιγμή που μπήκε πάντως …ήμουν σκυμμένος και αράδιαζα πράμα στα ράφια. Ο συνάδελφος που την εξυπηρέτησε ήταν λιτός και αποτελεσματικός γιατί εκείνη γύρισε να φύγει σε δυο λεπτά. Ήμουν ήδη στην πόρτα και την εμπόδισα να βγει.
     - Μπορώ να σας διαβάσω τις οδηγίες για αυτό που ψωνίσατε .
- Νομίζω πως θα το καταφέρω, ευχαριστώ … χαμογέλασε ο ήλιος…
    -  Μπορώ να σας  δ ι α β ά ζ ω  αυτές τις οδηγίες μέχρι ο ήλιος να πάψει να καίει τα κανελί  μάγουλά σας… την κοίταξα αποφασισμένος.
- Ε ; Δεν θα τις βαρεθώ ; έκανε παιχνιδιάρικα…
    - Μπορώ να σας διαβάζω εφημερίδες, συνταγές, e-mails, αφίσες, υπότιτλους ταινιών και συστατικά από υγιεινά γιαούρτια μέχρι να αχρηστεύσουν τα γηρατειά τα έκπληκτα μάτια μου.
- Είστε λίγο βλαμένος, αλλά με έναν …χμ…ενδιαφέροντα τρόπο.
     - Μπορώ να κάνω χιλιάδες τέτοια άσχετα πράγματα μέχρι να έλθει η ώρα. Μπορώ να είμαι υπέροχα βλαμένος ώσπου να έλθει η ώρα. Μπορώ…
- Να μην τολμήσω να ρωτήσω ποια ώρα ;

   Γονάτισα αφήνοντας σύξυλη την γυναίκα και οι συνάδελφοι στο μαγαζί πισωπάτησαν να εξαφανισθούν… πάντα απολάμβανα να γίνομαι θέαμα, είναι θέμα διαστροφής… όχι, δεν της ζήτησα το χέρι, όχι, ακούμπησα θεατρικά το δικό μου στη καρδιά μου και  :

     - Η ώρα που οι ψίθυροί μου θα χωθούν σε αυτό το δάσος των μαλλιών για να ψάξουν τον λοβό του αυτιού σας. Η ώρα που τα δάχτυλά μου θα χαράξουν με τα νύχια ιδεογράμματα λατρείας ή μαγείας στην πλάτη σας, μικρές γρατζουνιές που θα φύγουν αφού στείλουν το μήνυμα στο μυαλό σας. Η ώρα που οι ουλές σας, οι ελιές σας και ότι άλλο κάνει το δέρμα σας μοναδικό θα με καθοδηγήσουν στο μονοπάτι σας, μέχρι το καταφύγιο του Οδυσσέα. Η ώρα που θα με κοιτάξετε στα μάτια και θα πείτε μια λέξη πάθους. Η πρώτη λέξη του πάθους είναι πάντα  η σημαντικότερη. Δεν νομίζετε ;
- Νννννομίζωωωω… ότι πρέπει να κάνω μερικά βήματα μέχρι έξω. Ύστερα θα σκεφθώ αν θα τρέξω μακριά, αν θα γυρίσω να σας χαστουκίσω, αν θα πάρω τηλέφωνο το 100 ή τις κολλητές μου να τους πω τα νέα. Μμμμου δίνετε ένα λεπτό, έ ;      

     Η γυναίκα βγήκε έξω και εγώ έμεινα γονατιστός με μια ευχή. Την κοίταξα με όση επιθετική πειστικότητα μπορεί να κοιτάξει ένας ονειροπόλος  πειρατής του είδους μου. Γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρή και μετά έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο. Είδα ένα σημάδι χαμόγελου. Ήξερα. Μέσα σε ένα πανζουρλισμό ήχων από ανυπόμονα αυτοκίνητα και κοπρόσκυλα που αλυχτούσαν , μέσα σε μια  δυσωδία υγρασίας και σκόνης, μέσα σε ένα τσιμεντένιο έλος η ζωγραφιά της έφτιαξε μια ευκαιρία. Κι εγώ την άδραξα. Θα γεννούσαμε γεγονότα.
    Η πόλη.
    Ο έρωτας.
    Εμείς οι δυο.  

       Κεφάλαιο 2. Τα γεγονότα.   

   Από μια άποψη η πόλη επιβάλλει στα πάντα μια ένταση. Και στο αντάμωμα επίσης. Φύγαμε από το μαγαζί περπατώντας προς την ώχρα της παραλίας, του μόνου μέρους που μπορούσες να ατενίσεις θάλασσα και ήλιο χωρίς παρεμβολές. Καθίσαμε στο πρώτο άδειο παγκάκι και την τράβηξα στα πόδια μου αμέσως. Με καβάλησε σα να ‘μουν το ποδήλατό της και με τύλιξε με τα μαλλιά της. Και μέσα σε εκείνον τον ιδιότυπο κισσό άνθισαν φιλιά και κάρπισε πόθος.
    - Με λένε Μαντώ.
- Το ξέρω γλυκιά μου!  Πέφτω μέσα σ’ αυτά. Με τα μούτρα.
   - Δε σου φαινότανε εκεί, στο μαγαζί, πριν βουτήξεις στο γκρεμό. Λίγοι το κάνουν σήμερα καλέ μου. Οι περισσότεροι αρνούνται να αντιμετωπίσουν τις λέξεις και τους πόθους.
- Με λένε Άρη. Σαν Εκείνον. Κάτι έχω πάρει.
   - Ήλπιζα Οδυσσέα.
- Είναι ισχυρότερος. Ο Άρης. Και λιγότερο υπομονετικός. Εποχές που είναι τώρα… ποιος θέλει να μπαίνει σε τούνελ ; Και να σου πω και κάτι ; Κατάντησε κερατάς…
   - Εμένα θα με σκοτώσεις δύσκολα μεγάλε Άρη. Είμαι μια οπλαρχηγός του έρωτα. Να το θυμάσαι. Σε δοκιμάζω…
- Δώσε μου ερωτήματα να σου χτίσω απαντήσεις.
   - Είσαι ετοιμόλογο ζώο. Γράφεις ;
- Κτίζω κείμενα. Μερικές φορές.
  - Σήμερα πάντως έγραψες. Πάμε σπίτι μου. Σε θέλω. Σε γουστάρω. Η πρώτη λέξη μου είναι τούτη. Σε γουστάρω. Δώσε μου ότι έχεις, αν έχεις, αν μπορείς ;
    Και πήγαμε.

    Δε με αφήνει να την ξεντύσω… δε με αφήνει να την ετοιμάσω… δε με αφήνει να την κοιτάξω… δε με αφήνει να τη περιεργαστώ.. δε με αφήνει γενικώς. Μετά από μισή ώρα κάποιας μορφής κτηνωδίας νιώθω την ανάγκη να πέσω ανάσκελα. Πονάω χωρίς να νιώθω χορτάτος. Είμαι βαρύς, ιδρωμένος, ελαφρώς δαρμένος.    
    Ανοίγω τα μάτια και λείπει. Είναι κάπου απέναντί μου, θολώνω, ξεθολώνω, τη βλέπω στη πολυθρόνα με το κινητό στο χέρι. Τα κουμπάκια στο αθόρυβο. Η απουσία της παταγώδης.
- Γιατί δεν είσαι πάνω μου ; Μαντώ ; Μαντώ ;
    - Ε ; sorry……Έχει ζέστη.
- Σου αρέσει το κρύο ;
   - Μην παίζεις τώρα μαζί μου. Game over.  
- Πριν σου άρεσε. To παιχνίδι εννοώ.
  - Είμαι παράξενο έντομο. Αλλάζω χρώματα και διαθέσεις. Άσε με λίγο.
- Κολλητές ; Αναφορά ;
  - Πολλά λες.
- Όρνια ;
  - Έφυγες.
- Καλά , κάνε ότι γουστάρεις.
  - Έλα Μύριαμ. Περίμενε, περίμενε βγαίνω στη βεράντα… μισό. Τι λέει ; … Έχω επεισόδιο.. κάτσε

    Κουρτίνα που σαλεύει. Ήχος από φρεναρίσματα λεωφορείων. Ασθενοφόρο που μακραίνει. Λίβας καίει τη σάρκα μου. Τσιγαρίλα χθεσινή. Περιοδικά άναρχα σκισμένα. Μπάχαλο από πεταμένα παπούτσια. Κιτρινίλα από υγρασία στο ταβάνι. Τσαλακωμένο σεντόνι. Θάλασσα από εμπριμέ ιδρωμένο βαμβακερό και γω ξέμπαρκος πάνω. Έχω εξωκοίλει . Ψάχνω τα ρούχα μου. Τα δικά της μυρίζουν ξένα. Δε θέλω να πάρω τίποτε. Εκείνη από εδώ μέσα μόνο. Αλλά αυτό είναι μάλλον εκτός της ατζέντας. Τα κορίτσια της πόλης έχουν βαριά άγκυρα.

    - Είσαι ακόμη εδώ.
- Όχι όχι, έφευγα.
    - Μην παραγνωριστούμε κι όλας, ναι ; Ξέρω που να σε βρω, καλέ μου. Τώρα θέλω χώρο. Είναι ένα τεστ. Μη μείνεις από τώρα ανεξεταστέος. Έχει ταξίδι το πράμα Οδυσσέα μου. Ή και όχι. Κάτι χτύπησες. Κίρκη ή Πηνελόπη ;  Άσε να παίξει μυστήριο. ΟΚ ;   

     Τα μαζεύω σαν να μη συνέβη. Θα κάνω καιρό να τα μαζέψω όλα, αλλά στα βασικά είμαι συνηθισμένος. Σώβρακο, παπούτσια, κινητό, ένα ενθύμιο στα κλεφτά. Στην πόρτα ένα βλέμμα. Pro - μελετημένο.  Άσκοπο… Δεν υπάρχει παραλήπτης. Το κλείσιμο της πόρτας αξιοπρεπές, απαλό. Ούτε Κίρκη ούτε Πηνελόπη.  Ένα αλογάκι του Διαβόλου. Άει…
     Γυρίζω και βλέπω το νούμερο. Τέσσερα, Ιπποκράτους τέσσερα. Στα θυροτηλέφωνα δεν υπάρχει Μαντώ. Ίσως να μην υπήρξε ούτε γυναίκα. Μάθε να επιβιώνεις ηλίθιε. Μάθημα πρώτο. Μη γράφεις θεατρικό για την τηλεόραση.

         Κεφάλαιο 3.  Η αναμέτρηση.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Το στομάχι σφαδάζει. Ο αυχένας πέτρα. Ταχυπαλμία. Οι κρόταφοί μου ταμπούρλα. Κόβεται η αναπνοή. Τινάζομαι κάθιδρος. Το σκηνικό είναι ακόμη εδώ. Θέλω να το κατεδαφίσω. Ανασύρω υλικά από το πήδημα. Ανεπαρκή. Σαθρά. Ένας τόνος άμμου.

       Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά απόντα. Σχοινιά που βυθίζονται σε μαύρο νερό. Δε φαίνεται ο πάτος. Τα μάτια της, διάφανες μέδουσες. Οι θηλές της λερωμένες σημαδούρες σε νερό που οι γλάροι σιχαίνονται να ακουμπήσουν. Κροάζουν. Κραυγές δικές τους, κραυγές δικές μου. Αγωνία. Δεν υπάρχει όνειρο, ούτε μνήμη, σωσίβια τρύπια, κρύα νερά και εγώ ανάσκελα στο στρώμα που ξεφουσκώνει. Πρόκειται να πνιγώ. Πρόκειται να πνιγώ.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τινάζομαι πάνω και ανασαίνω να επανέλθω στη ζωή. Τέσσερις και πέντε αγχωμένες βαθιές αναπνοές. Μετά γυρίζω το κορμί από την άλλη, τη δήθεν δροσερή πλευρά και ανοίγω με απόφαση τα μάτια. Να ξημερώσω. Με κόπο συγκρατώ μια τσιρίδα.
        Ένα αλογάκι της Παναγιάς με εξετάζει με διαπεραστικά μάτια σπρώχνοντας το ύφασμα του μαξιλαριού μου με το ένα μπροστινό του πόδι. Βλέπω το είδωλο του προσώπου μου στο μάτι του, τόσο κοντά μου έχει κάτσει. Γουρλώνω τα μάτια μου. Δεν κινούμαι για να μη το τρομάξω. Ένα αλογάκι της Παναγιάς ή του Διαβόλου, ανάλογα τα κέφια του, σκέφτεται να καταπιεί το αριστερό μου μάτι. Είναι σαρκοβόρο. Σαλεύει παίρνοντας θέση επίθεσης. Κινείται με αυτοπεποίθηση, αργά και μελετημένα. Μαζεύει τώρα τα δυο του πόδια και ετοιμάζει το θανατηφόρο άλμα του.
        Στο κομοδίνο, πίσω του, προλαβαίνω να δω έναν παλιό μαύρο δερματόδετο τόμο και ένα ρουμπινί μικρό βιβλίο με χρυσό σταυρό. Το Kεφάλαιο του Μαρξ τόμος Γ και η Καινή Διαθήκη τόμος Α και μοναδικός. Ένα ζευγάρι βιβλίων που μπορούν να συνθλίψουν οποιονδήποτε τα βάλει μαζί τους, πόσο μάλλον ένα αλογάκι αν βρεθεί ανάμεσα στο διασταυρούμενο ειδικό βάρος τους. Όμως, τα λυπάμαι. Λυπάμαι να λερώσω και το ένα και το άλλο με τον πολτό αυτού του πράσινου ανατριχιαστικού πλάσματος που τα κορίτσια θαυμάζουν. Υπάρχει λόγος που το θαυμάζουν, είναι ο ίδιος λόγος που εγώ το σιχαίνομαι.
        Το αλογάκι της Παναγιάς έχει τα διαβολικά ένστικτά του. Κάθε φορά που  ζευγαρώνει διαπράττει μια ανίερη ανδροκτονία. Με μια μελετημένη ακαριαία κίνηση αποκόβει και καταβροχθίζει το κεφάλι του αρσενικού καθώς εκείνο επιμένει να ολοκληρώσει την ερωτική του ελεγεία. Άραγε τώρα με βλέπει σαν αρσενικό ή σαν άνθρωπο; Του φαίνομαι το ίδιο πρόσφορος.
       Και επιτίθεται. Για κλάσματα του δευτερολέπτου η αγαθή φυσιογνωμία του μεταμφιέζεται σε τερατώδη, τα τριχωτά πόδια τινάζονται μπροστά, το στόμα του ανοίγει και τα μάτια του αποτραβιούνται πίσω σε ένα ενσταντανέ βγαλμένο από τις παραισθήσεις ενός λιωμένου από τη βότκα Λανς Φον Τρίερ.  
       Την τελευταία στιγμή, πριν κάνω την ενστικτώδη κίνηση προς τα πίσω, αντιλαμβάνομαι τα τοιχώματα του μπουκαλιού που μας χωρίζουν. Το έντομο υποχωρεί απελπιστικά ηττημένο. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι κάνει το αριστερό μου μάτι τόσο σκληρό. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι με κάνει τόσο αήττητο. Εδώ, στην πόλη, το αλογάκι της Παναγιάς είναι έξω από τα νερά του, μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι μαρμελάδας και μοιάζει με τα κορίτσια. Είναι επιθετικό, εγκλωβισμένο και έτοιμο να διαπράξει οποιαδήποτε ανδροκτονία προκειμένου να θυμηθεί πως μοιάζει η γενετήσια ηδονή. Αναμετριόμαστε με τα μάτια και παίρνω σταδιακά το πάνω χέρι. Εγώ είμαι ο κυνηγός. Εγώ είμαι ο κυνικός. Εγώ είμαι ο κληρικός μιας θρησκείας που όμοιά της παλιά δεν υπήρχε. Όχι πριν φτιαχτούν αυτές οι πόλεις. Εγώ είμαι ο άτρωτος, έτσι επιβιώνεις σε έναν κόσμο αστικά πλασμένο, έναν κόσμο για ανθεκτικούς αρσενικούς και ξανθές κατσαρίδες.
       Η πόλη.
       H θρησκεία της.
       Εγώ.
       Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα και αφήνω την βρύση να ξεπλύνει άσκοπα τον ήδη καθαρό νεροχύτη. Από εκείνη την τρύπα που την παρακολουθώ, μέχρι να δροσίσει κάπως το νερό, ξαποστέλνω τις φοβίες αυτής την ατελείωτης νύχτας. Ακούω που ουρλιάζουν χαμηλόφωνα καθώς κατεβαίνουν τους μαύρους σκοτεινούς σωλήνες. Στην άβυσσο. Στο διάολο. Πρέπει να μην αισθάνομαι οικειότητα. Πρέπει να είμαι σκληρός με τις φοβίες. Εκείνες θέλουν να με βλάψουν. Εγώ γιατί να τις συναναστρέφομαι; Το νερό είναι τώρα δροσερό. Γεμίζω μια γαβάθα και πίνω το καταπέτασμα. Είμαι ξύπνιος και δροσερός από μέσα προς τα έξω. Υπάρχει θετική προοπτική. Κατηγορία BB + . . .ελάτε,  όλοι τώρα ξέρετε από αξιολογήσεις.
        Βαδίζω προς το λουτρό. Κοιτάζω με απέχθεια τη λεκάνη. Κάθε πρωί σιχαίνομαι τα αποφάγια μου περισσότερο. Σαπουνίζω τα χέρια με μανία.  Η οδοντόπαστά μου είναι με χαμομήλι και βότανα. Το πρωϊνό που θα φάω υγιεινό βιομηχανικό. Η εφημερίδα μου από ανακυκλώσιμο χαρτί. Το μπαλκόνι μου πάλι είναι με πλακάκια γρανίτη.  Η θέα μου είναι με τσιμέντο και σύρματα της ΔΕΗ. Η οδοντόβουρτσά μου είναι σκληρή σα συρματόβουρτσα. Έτσι έχουν τα πράγματα. Πλένω με βία τα δόντια μου από την μέσα μεριά, μέχρι να νιώσω αίμα στο λαρύγγι. Μου θυμίζει τη πραγματική φύση μου. Θυμάμαι. Επιβεβαιώνω ότι είμαι το ίδιο πρόσωπο. Αρσενικό. Το αίμα μου έχει γεύση ενθαρρυντική.  Καταπίνω. Εντάξει. Είμαι ικανός να κυνηγήσω. Είμαι επαρκής. Είμαι πολεμιστής. Μπορώ να πονέσω. Μπορώ να καταπιώ. Μπορώ…πολεμιστής. Όχι θήραμα. Όχι έτσι όπως… Ένας που θέλει να πάψει να σιχαίνεται όλο αυτό που αναδύει… ένας ήρωας… πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Ποτέ ξανά φενάκες… Ποτέ ξανά θηλυκά που τρώνε τις σάρκες μου. Εγώ πρέπει να τρώω. Εγώ.
    
     Κεφάλαιο 4. Η  παρ_έμβαση .
    
     Πηγαίνω στο γραφείο. Ο υπολογιστής είναι σε αναμονή. Τσεκάρω το fb και ρίχνω φόλα. Ανεβάζω τριαντάφυλλο με αγκάθια, γράφω όποιος κόβει ματώνει και ποστάρω Carlos και Gary Moore. Το στήσιμο είναι grand μοιραίου αρσενικού. Χρειάζονται λίγα δεύτερα για να τσιμπήσει ψάρι. Πέφτουν ατάκες. Με δυο τρία σχόλια η δουλειά έχει γίνει. Οι πάντες γνωρίζουν ότι χθες βράδυ κουτούπωσα μωρό. Ανανεωμένος πηγαίνω στο κομοδίνο. Άλλο πράμα η κοινοποίηση… Για ένα πρόσωπο ζούμε. Εικονική πραγματικότητα. Εικονική ικανοποίηση. Εικονική ερωτική ζωή. Δε βαριέσαι…
     Εγώ.
     Η ηλεκτρονική μου πόλη.
     Οι followers ΜΟΥ.
     Η ζωή μου είναι δυα-δική ΜΟΥ.
     Όλα καλά.
     Μια έλλειψη κίνησης τραβάει την προσοχή μου. Το έντομο ; Δε σαλεύει τίποτε. Μετά λίγο σαλεύει. Το αλογάκι της Παναγιάς είναι ανάσκελα στο βάζο.  Το ταρακουνώ μήπως ξυπνήσει. Φαίνεται ακρωτηριασμένο. Έχει φάει το ένα του πόδι. Οι τροφές του κείτονται ανέπαφες στην άκρη της γυάλας. Σκέφτομαι να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριό μας. Βγαίνω και ψάχνω έναν ιστό αράχνης. Δε βρίσκω. Ανοίγω το βάζο και αμολάω το περιεχόμενο στο κενό. Μετά πετάω το βάζο στην ανακύκλωση και το σκεπάζω με εφημερίδες. Δε κοιτάζω αν το πράμα πέταξε ή αν σωριάστηκε. Έχω μάθει να ποντάρω στο κακό σενάριο. Ούτε θέλω να σκέφτομαι τούτη την εντομοκτονία, αυτό το ατυχές μακάβριο περιστατικό. Τέλος το αλογάκι, τέλος η Παναγιά I suppose. Ήθελε να με φάει. Δε χρειάζεται να το ψειρίζω. Ο θάνατός του, η ζωή μου. To μυαλό μου ακόμη γυρίζει στην γυναίκα. Κάνει εκείνες τις επαίσχυντες στροφές και αλλοιώνει τα πράγματα. Ίσως και να μην ήταν τόσο άσχημα. Ίσως να έχει εκείνη δίκαιο, τι έπρεπε να κάνει δηλαδή στο πρώτο πήδημα ; Ίσως αυτό το κεφάλαιο να μην έχει κλείσει. Αύριο, μεθαύριο μπορεί να περάσει να πει ένα γειά. Θα περιμένω με έτοιμη ατάκα. Είμαι εγώ ένας… Όμως τώρα ανασυγκρότηση. Κλείνω το fb και χτυπάω στο google αλογάκι της παναγιάς. Τι περίεργο ! Το λατινικό του όνομα είναι Mantodea. Mantis religiosa. Η Μαντώ, η Μαντώ… ήταν ένα σαρκοβόρο θηλυκό. Η γυάλα, η πόλη, η ώχρα, η κοπέλα, το αριστερό μου μάτι… όλα ήταν μια σκηνή ενός αλλόκοτου θεατρικού. Ίσως να μην υπήρξε και ποτέ αλογάκι. Ίσως να μην υπήρξε Μαντωdea. Μαντώ=dead. The End.
      Αποφασίζω να σηκωθώ. Εννοώ για τα καλά. Να ξεκουνηθώ. Διαλέγω ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια για σήμερα. Πάνω σε αυτά θα περπατήσω τη μέρα. Πάνω σε αυτά στήνω ένα casual ντύσιμο. Είναι Κυριακή. Μέρα που αλλάζω ρουτίνα. Παίρνω το metro από τη Δελφών και κατεβαίνω Αρετσού.  Παίρνω το καραβάκι και κατεβαίνω Περαία. Παίρνω την Καίτη και δε το σηκώνει. Παίρνω ένα βάζο από τους ψαράδες και παραμονεύω. Αυτή τη φορά θα φυλακίσω ένα άλλο ζουζούνι. Αυτή τη φορά θα καμακώσω μια ογκώδη γυναίκα φτιάχνοντας ένα μικροσκοπικό συναισθηματικά σενάριο. Ζητάω καφέ με cookies και ανοίγω εφημερίδα. Αφήνω ένα μπισκοτάκι με μαρμελάδα στην άκρη του τραπεζιού. Το μάτι μου είναι σαν του αετού. Το πρωϊνό θα είναι μακρύ. Στο τέλος θα έχουμε ξανά πρώτη ύλη.

1 σχόλιο:

  1. Επιτέλους! Η ταξική πάλη, και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο συμμάχησαν σε ένα καθαγιασμένο προαιώνιο στόχο:Τη συντριβή του σύγχρονου ανδροκτόνου θηλυκού. Μετά από καιρό νιώθω πάλι φαλλοκράτης... Είναι ένα ζωογόνο συναίσθημα.
    Το κείμενο είναι υπέροχο. Γέλασα, το χάρηκα από την αρχή μέχρι το τέλος. έχει ισορροπία, έξυπνους διαλόγους, διαβολεμένες υπερβολές. "Χώνεσαι" μέσα στις γραμμές του, μυρίζεις μια "θεατρική" καθημερινότητα. Είναι η αρχή μιας σπονδυλωτής ιστορίας; Θα ήταν ενδιαφέρον να το σκεφτείς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;