Σάββατο, Αυγούστου 27

τι να γράψει κανείς ;

      Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Θυμάμαι μερικά.
      Θυμάμαι οκτάχρονο παιδί να με στριμώχνει ένας διαταραγμένος σε μια αλάνα και να μου χτυπάει, δυο φορές, το κεφάλι σε έναν τοίχο μιας λευκής πολυκατοικίας. Μετά να φεύγει όπως εμφανίστηκε. Ο τοίχος ήταν με εκείνο τον πεταχτό πρόχειρο σοβά που εγκαταλείπουν στους τοίχους οι εργολάβοι όταν πρόκειται για το πίσω μέρος μιας οικοδομής. Δεξιά μου καθώς εκείνος μου κρατούσε το κεφάλι από τα αυτιά, είχε μερικά παλιά πεταμένα τούβλα και κάτω ήταν χαλίκια με κοκκινόχωμα. Ο ουρανός ήταν μπλαβί, αρκετά φορτωμένος με σύννεφα ώστε να προβλέψεις κακοκαιρία. Δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι, εκτός από τον ξερό κρότο του σοβά καθώς χάραζε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με λερωμένες, υπέθετα, γραμμές. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό του, είχα αδυναμία να συγκροτηθώ και να το απομνημονεύσω και μεγάλο φόβο να αντιμετωπίσω τα μάτια του που ποιος ξέρει τι σπίθες θα έβγαζαν. Αν τα είχα κοιτάξει μπορεί να ήταν ήρεμα και όλο αυτό να είχε καταγραφεί με λιγότερο τραγικό τρόπο στη μνήμη μου. Θυμάμαι την αίσθηση των χεριών του, ποιο σκληρή από όσα χέρια μου είχανε τραβήξει τα αυτιά. Γιατί μας τραβούσανε πολύ τα αυτιά, εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι τα χαλίκια στις χούφτες μου όταν κάθισα χάμω να φύγει λίγο η ζαλάδα. Θυμάμαι τη μυρουδιά του χώματος σαν ανέβασα τις παλάμες να σκουπίσω τα μάτια. Δεν θυμάμαι αν έβρεξε. Απλώς καταχωρήθηκε σαν κακοκαιρία.
       Θυμάμαι τις ματιές που έριχνα στα ερημικά στενά, τα χωρίς πολύ κόσμο, πριν περάσω, εβδομάδες και μήνες μετά την εμπειρία εκείνη. Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Από όλα τα πράγματα που μεταφέρει η ψυχή μας στον κάδο απορριφθέντων ποτέ δεν της ξεφεύγουν τούτα, τα πιο ταπεινά, τηρουμένων των αναλογιών, επεισόδια. Για να τα ανακαλούμε τόσο ζωντανά ωστόσο, πρέπει να διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο στην εξέλιξή μας.
       Θυμάμαι μια κοκορομαχία στο δημοτικό σχολείο. Μέσα στη σάλα που γύρω της είχε πόρτες προς τις αίθουσες, κρεμαστάρια για τα χοντρά παλτά μας και ανάμεσά τους πορτραίτα των πρωταγωνιστών της επανάστασης του είκοσι ένα. Θυμάμαι να με γκρεμίζει ο Γιάννης με ένα αποφασιστικό σπρώξιμο πίσω στα σανίδια, εκείνα τα πολυκαιρισμένα σανίδια οξυάς με τις τρύπες στα σημεία που θα ήταν πρώτα οι ρόζοι του ξύλου, με τις στρογγυλεμένες ακμές από τα παπούτσια εκατό γενιών παιδιών, με το γκρί, χωματί γκρίζο χρώμα τους. Θυμάμαι που καθώς έπεσα πίσω ένιωσα ότι δεν πονάω πουθενά, θυμάμαι πως, μια αύρα μούχλας, πέρασε μέσα από το σχισμένο πάτωμα και μετέφερε δροσιά από το υπόγειο στο δεξιό μάγουλό μου, θυμάμαι πως μπόρεσα να σκεφτώ ότι με κοιτάζουν αρκετά από τα αγόρια και κορίτσια που η γνώμη τους για εμένα μετράει, θυμάμαι που κύκλωσα με τα πόδια μου το ένα πόδι του Γιάννη και το τράβηξα απότομα προς τα μένα, τον θυμάμαι να με κοιτάζει έκπληκτος για δεύτερα πριν πέσει πίσω ανάσκελα κι εκείνος, την θυμάμαι αυτή την ιδιότυπη ισοπαλία που εξελίχθηκε σε ήττα γιατί την άλλη μέρα ο συμμαθητής ήρθε με νάρθηκα στο αριστερό χέρι, με κοίταξε με λίγο μίσος και με λίγη χαιρεκακία, θυμάμαι τα κόκκινα πυρωμένα μάγουλά μου και τα μάτια μου να κατεβαίνουν στο πάτωμα, το ήξερα ότι ήταν παχύς και πως αν τον ρίξεις κάτω κάτι θα σπάσει, το ήξερα εκείνη την στιγμή που η αύρα της μούχλας βγήκε και πέρασε από το δεξιό μάγουλό μου, μα τον έριξα κάτω γιατί μας κοιτούσε η Αλίκη. Θυμάμαι για εβδομάδες να γυρίζω σπίτι με το στομάχι πέτρα, ώσπου ο νάρθηκας του Γιάννη βγήκε και ο θυμωμένος Γιάννης με ξαναχαστούκισε, ώσπου τα πράγματα να αποδοθούν στα πράγματα, αθώα, και να επιδιορθωθεί το οικοδόμημα της νεανικής μας δικαιοκρισίας.
       Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Έχουν όμως μια δυό ιδιαιτερότητες. Είναι μοναδικά, προσωπικά, έχουν συμβεί σε καίριες στιγμές και έχουν κάποια αιχμή που δεν επιτρέπει στην ψυχή μας να τα χώσει στον κάδο απορριφθέντων με τίποτα.
        Στο πρώτο από τα γράμματά του προς έναν μαθητευόμενο ποιητή στην αρχή του περασμένου αιώνα , ο Rainer Maria Rilke γράφει :
«Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε βέβαια κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα. Αναστατωνόσαστε αν κάποιοι αρχισυντάκτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από εδώ και μπρός σας παρακαλώ να τα’ απαρνηθείτε όλα αυτά . Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω. Αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Βυθιστείτε στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας κάνει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας που δεν είναι αρκετά ποιητής και δεν μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της…»
   ( μτφρ Μάριου Πλωρίτη, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, 1929. R.M.RILKE , εκδ. Ίκαρος ) .
       Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Εάν από τη καρδιά μας τραβήξουμε με θάρρος, σαν από κακοπλεγμένο εργόχειρο, μερικές θηλιές, κλωστές, τις απλώσουμε σε χαρτιά να υπογραμμίσουνε τις λέξεις, έως να είναι αναγνωρίσιμες από έναν αναγνώστη, τότες θα έχουμε ελπίδα να γράψουμε ιστορίες, μια ή δυο, με αυτοβιογραφικές αναφορές και μύχια κίνητρα, ιστορίες που θα αξίζει να ειπωθούν και κάποτες να ξαπλώσουν μέσα σε ένα εξώφυλλο με ένα τίτλο και μια χρονολογία, και να μεταδοθούν. Νομίζω ότι είναι η πιο δίκαιη απάντηση στην ερώτηση … Τι να γράψει κανείς ;
       Έχω κάνει αποτυχημένες απόπειρες να γράψω κείμενα για έναν τίτλο που ορίζουν διαγωνισμοί, με καταληκτικές ημερομηνίες, με κίνητρο να δηλώσω παρών, ταλαντούχος, υποσχόμενος και διακεκριμένος. Πανωλεθρία. Νομίζω πως τίποτε δεν αξίζει να γράφεις, αν δεν τριγυρίζει γύρω από το προσωπικό σου βασικό «σκάσιμο», εκείνο που αν δεν ειπωθεί τώρα αμέσως, θα σε κάνει θηρίο. Πρέπει να γράψεις εκείνο που είσαι υποχρεωμένος να γράψεις. Τα κυριότερα από όσα απέτυχε ο χρόνος να εξουδετερώσει. Κι ας είναι ταπεινά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;