Κυριακή, Μαΐου 1

παραμύθι για τον έλληνα εργαζόμενο


     Τον Θανασάκη η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον θρέψει. Έτσι τον έστειλε για δουλειά στα κτήματα του γείτονα τσιφλικά μέχρι να μπορεί να πατήσει στα πόδια του. Εξάλλου η καλύβα που του παραχώρησε ο κύριος Όθωνας ήταν εφάμιλλη με ότι ο μπαμπάς του Θανασάκη αποκαλούσε «το τσαρδί μου».
    Ο Θανασάκης έβλεπε και μάθαινε γρήγορα. Παρατηρούσε και τα καλά και τα στραβά που συνέβαιναν στο μεγάλο υποστατικό της οδού Ευρώπης. Ο Όθων ήταν ένας ακριβοδίκαιος μπονβιβέρ σπουδαγμένος Δυτικότροπα και προσαρμοσμένος Ελληνότροπα. Φρόντιζε να μη του βάζουν χέρι οι πλιατσικολόγοι και όταν ερχόταν η ώρα να βάλει χέρι αυτός, χρησιμοποιούσε τρίτους, ανθρώπους χωρίς πολλούς ενδοιασμούς με μια ικανή ποσότητα λαιμαργίας. Τους έδινε ποσοστά και τους έκλεινε το στόμα.
     Τα πρώτα χρόνια ο Θανασάκης αισθανόταν αηδία για αυτούς, τους αποκαλούσε τα μακριά χέρια του αφεντικού. Ήταν ο Χαφιέ, η Ιρλάνζ, ο Σύλβιο, αυτοί σίγουρα αλλά και άλλοι προφανώς που δεν άφηναν ευδιάκριτα ίχνη για τις βρομοδουλειές τους.
    Πέντε δέκα φορές είπε να ψάξει για άλλο υποστατικό ο μικρός, του πέρασε ιδέα να γυρίσει στο τσαρδί και να το φτιάξει από τα θεμέλια όπως ήθελε αυτός, να σκάψει τους κήπους, να βάλει κοτόπουλα και κουνέλια από πίσω, να βάλει και κατσίκα. Μα του έμοιαζε μαραθώνιος ετούτος ο δρόμος.
    Στου αφεντικού το υποστατικό έμπαινε και έβγαινε κόσμος. Ο Θανασάκης ήταν εκεί γύρω επίτηδες, έπαιρνε από τα χέρια των υπηρετριών τους καφέδες και τους πήγαινε στα αφεντικά. Μια μέρα που βγήκανε φωτογραφία όλοι οι μεγαλοτσιφλικάδες στο σαλόνι με τα μεγάλα παράθυρα της οδού Ευρώπης ο μικρός είχε μόλις ακουμπήσει τα ουίσκια και τον πήρε η κάμερα στην άκρη καμαρωτό να στέκεται με την βράκα του την Κυριακάτικη.
    Σιγά σιγά έμαθε να λέει μικρές εξυπνάδες και οι τσιφλικάνοι τον αγάπησαν, του χτυπούσαν την πλάτη και από το χαμόγελό τους ο Θανασάκης έβγαινε ενισχυμένος συναισθηματικά.
    Ο μικρός ήταν καλός. Ανέβασε το μισθό του κάνοντας ακριβώς ότι τεμενάδες χρειαζόταν στον Όθωνα, πήρε και κανά δυό τρείς, εξήντα τρεις φορές μπαξίσια και δανεικά, ντύθηκε, ξουρίστηκε σουλουπώθηκε και έγινε εξ απορρήτων , έτσι το έθετε αυτός.
Που και που γύριζε στην κυρία Αγλαία και τον Περικλή και κρεμούσε μια αρμαθιά λουκάνικα Μονάχου στο πλυσταριό για να τους κάνει το κομμάτι του. Τους μιλούσε με τις ώρες για τα μεγάλα κεφάλια και τις παστρικές μπίσνες με τους εγκάθετους του τσιφλικά, τα μάτια του ποτές δεν ήταν τόσο ζωντανά.
    Μια μέρα ο Θανασάκης είδε τον μπαμπά του να μπαίνει στου Όθωνα. Κρύφτηκε στους θάμνους από σαστιμάρα. Πριν περάσει μια ώρα ο πατέρας του βγήκε με κόκκινο από έξαψη πρόσωπο και έτρεξε προς το τσαρδί. Ο Περικλής φαινόταν διαφορετικός. Και αυτό επιβεβαιώθηκε το βράδυ που πέρασε και πήρε το παιδί του σπίτι, όπου τους περίμενε μια υπερήφανη μάνα, με ένα τραπέζι γεμάτο γεμιστή κότα, λαχανικά και τρομερή τούρτα σοκολάτα. Οι δυό γονείς του Θανασάκη κοιτιόντουσαν με θριαμβευτικό ύφος και παρ΄ολίγο να τον διώξουν πριν την ώρα του με εκείνο το εμφανές ρίγος που έχουν δυό που θέλουν να αποσυρθούν μόνοι στην κρεβατοκάμαρη. Το τσαρδί στέναξε εκείνο το βράδυ.
   Το πρωί πέρασαν οι αστυφυλάκοι και πήραν τον μπαμπά του Θανασάκη, τον Περικλή, στο τμήμα ασφαλείας Ευρώπης 17. Με συνοπτικές διαδικασίες αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο υπαίτιος για δεκάδες υπεξαιρέσεις τα τελευταία εκατό χρόνια. Το αστείο για τον Περικλή ήταν ότι πάτησε μόνο μια φορά το πόδι του στο μεγάλο υποστατικό. Τον πέταξαν στα κάτεργα και του πήραν το τσαρδί για στάβλο των αλόγων τους.
   Ο Θανασάκης αποσβολωμένος πήγε έναν περιποιημένο καφέ στον κύριο όθωνα και τον κοίταξε με ένα τεράστιο παράπονο.
- Ο κύριος Περικλής είναι ο μπαμπάς μου.
- Σσσσσσς. Ωραίος καφές, μπράβο ρε μικρέ. Ο κύριος περικλής είναι απρόσεκτος. Δεν έπρεπε να σε αφήσει από την αρχή να ξεπορτίσεις. Τώρα μου χρωστάει τα έντερα και θα πρέπει εμείς να βρούμε μια λύση. Θα δουλεύεις λίγο παραπάνω για μερικά χρόνια και εγώ θα σε προσέχω να μη πάθεις κακό. Ο μισθός σου θα είναι η επιστροφή των χρεών σας. Θα τρώς εδώ. Εδώ θα κοιμάσαι, εδώ θα ονειρεύεσαι, εδώ θα αναπνέεις, αέρα της οδού Ευρώπης. Και εγώ θα σε φροντίζω, ότι και αν χρειαστείς. Ντάξει μικρέ ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;