Κυριακή, Απριλίου 9

το λούσιμο



      Ο Αντώνης έβαλε την κάρτα στο τραπεζικό μηχάνημα έχοντας στο νου το διπλοπαρκαρισμένο του clio. Πέρασε το pin και ζήτησε κατάθεση χωρίς φάκελλο. Τα χαρτονομίσματα ήταν τακτοποιημένα από χθες χωρίς τσακίσματα. Καθώς τα έβγαλε με σιγουριά από τη μέσα τσέπη άκουσε ένα κορνάρισμα, γύρισε, είδε ότι δεν τον αφορούσε και έσπρωξε τη δεσμίδα στη θυρίδα του ΑΤΜ. Ακούστηκαν μερικά γρανάζια και η δεσμίδα γύρισε έξω άθικτη. Για τεχνικούς λόγους δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της συναλλαγής σας, διάβασε. Με αρκετή δυσφορία, πήρε μια ανάσα και σκέφτηκε εναλλακτικές. Η επιταγή θα τραβιότανε σήμερα, κοντινό υποκατάστημα δεν είχε η περιοχή του, γύρισε στο αυτοκίνητο με την απόφαση να ασχοληθεί με την εκκρεμότητα μετά τον πρωϊνό καφέ. Ήτανε εφτά και δέκα.
     Καθισμένος στο γραφείο του, άνοιξε πρώτα το καρνέ και το αρχείο με τις εκκρεμότητες. Τηλεφώνησε στην αποθήκη που τον προμηθεύει αναλώσιμα. Βγήκε fax. Ξανακοίταξε το νούμερο με την βεβαιότητα ότι πληκτρολόγησε λάθος. Ρούφηξε μια γουλιά από το αγαπημένο ρόφημα, πήρε μια ανάσα, ξανατηλεφώνησε. Ο τόνος που ακούστηκε ήταν και πάλι ο ίδιος, αναμονή για fax. Δεν ξεκινάμε πάλι καλά, σκέφτηκε. 
    Σηκώθηκε ενοχλημένος και με την κούπα στο χέρι αποφάσισε να ασχοληθεί με τιμολόγηση. Άνοιξε μια σειρά μικροδέματα. Κοίταξε το περιεχόμενο για να τα στρώσει κατά σειρά επείγοντος. Δε βρήκε τις 9βολτες, ανάτρεξε στο τιμολόγιο για να δει αν μπήκανε. Δεν είχανε τιμολογήσει 9βολτες. Οι προμηθευτές του είχανε βάλει τα πάντα εκτός από αυτές.  Ήτανε ο λόγος που έδωσε το σύνολο της παραγγελίας, κυρίως για να μη ξεμείνει από αυτές τις μπαταρίες. Σκέφτηκε να επιστρέψει τα πάντα με ένα ξέχεσμα αλλά το κατάπιε γιατί σύντομα θα τους χρειαζότανε για άλλους λόγους.
     Παράτησε με αποστροφή τα ξεκοιλιασμένα χαρτοκούτια και γύρισε προς το γραφείο. Τότε άνοιξε η πόρτα. Γύρισε τα μάτια του με προσδοκία και απεύθυνε μια ορεξάτη καλημέρα. Η πελάτισσα δεν ανταπόδωσε. Ήταν «φορτωμένη». Θα τραβήξετε το φορτηγό που με κλείνει γιατί βιάζομαι ; είπε εκείνη. Δεν έχω έξω φορτηγό απάντησε αυτός. Είστε το μόνο ανοιχτό μαγαζί εδώ, επέμεινε εκείνη. Ναι αλλά έχω παρκάρει σωστά, της απολογήθηκε με μια ανακούφιση. Δεν αφήνουν ούτε ένα σημείωμα τα γουρούνια, είπε εκείνη κοιτώντας τον με δύσπιστο βλέμμα. Ούτε ξέρετε ποιανού είναι ; Ο Αντώνης έκανε μερικά βήματα, είδε από τα τζάμια ένα γκρι Ford και ένευσε αρνητικά. Η γνωστή γαϊδουριά, φώναξε η άλλη και βρόντηξε την πόρτα του μαγαζιού μασώντας μερικές βρισιές στα δόντια. Δε ζήτησε συγγνώμη. Φυσικά.
     Γύρισε με μια μπουκιά τύψεις προς τον καφέ του και δεν ήξερε το λόγο που αδυνατεί να γειώσει προβλήματα που δεν τον αφορούν. Ο καφές ήταν ήδη χλιαρός. Σκέφτηκε για λίγο να κάνει μια βόλτα, να πάρει μερικές αναπνοές, δίσταζε, είχε βγάλει εμπόρευμα έξω και φοβήθηκε κλεφτρόνια. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπιασε να στέλνει τις σημερινές λίστες με τις ηλεκτρονικές παραγγελίες. Σιγοτραγουδούσε κι όλας, όλα καλά. Δεν πέρασε ένα πεντέλεπτο και το ραδιόφωνο γύρισε σε ζώνη διαφημιστικών μηνυμάτων. Έπιασε τον εαυτό του να τραγουδάει το ηλίθιο στιχάκι του jumbo, του κολλούσε κάθε φορά όλη μέρα και για να προλάβει τη χαζομάρα έκλεισε το ράδιο με θυμό. Έμεινε στα μουλωχτά.
    Τότε χτύπησε το κινητό. Το πήρε με το ένα χέρι και την κούπα του καφέ με το άλλο. Από την Πειραιώς. Η Ναυσικά. Κύριε Αντώνη έχετε μια επιταγή σήμερα, το ξέρω, το ξέρω, το μηχάνημά σας δεν δεχότανε … δουλεύει το μηχάνημά μας, μπορείτε να τα φέρετε σε μετρητά, δεν έχω ποιόν να αφήσω τώρα στο μαγαζί, στις εννιάμιση, κε Αντώνη χρεώθηκαν και πάλι τα 40 ευρώ έξοδα επαναδιεκπεραίωσης και δε θα μπορέσω να τα σβήσω, μην με ξεχάσετε, μα τα είχα στη τσέπη από το πρωί σας λέω, δεν είναι δική μου ευθύνη, ούτε δική μου κε Αντώνη, ελπίζω να μη γίνει άλλη φορά, είναι κρίμα να χρεώνεστε. Κλικ.
    Αυτή τη φορά έκλεισε το κινητό και χτύπησε τα δυό χέρια στο γραφείο με δύναμη. Η κούπα με τον καφέ χοχοπήδησε και όλο το υπόλοιπο χλιαρό ρόφημα απλώθηκε σε αφηρημένα καφέ μοτίβα πάνω στις στοίβες με τους τιμοκατάλογους που είχε εκτυπώσει με μεράκι χθες.Ήδη μια καούρα απλωνότανε στην κοιλιά του.
    Πέταξε τα περισσότερα χαρτιά. Κράτησε μονάχα τον πίνακα με τα αποτελέσματα χρήσης του τριμήνου. Κοίταξε το νούμερο κάτω. Ήτανε λιγάκι μέσα, δυόμισυ χιλιάρικα, όχι τραγικά, θα μπορούσε να το ρυθμίσει με τις ροές, θα αδικούσε λιγάκι το ράφι αλλά προς τις τράπεζες θα κατάφερνε να δείξει οριακή κερδοφορία εξαμήνου προϋπόθεση για επαναξιολόγηση της ρύθμισης για τους τόκους.  
    Η μέρα κύλησε σαν τις άλλες. Με τα έτσι και τα αλλιώς. 
    Πέρασαν, πέντα έξι ώρες. Κλείδωσε το μαγαζί με πείσμα. Δε θα τα παρατούσε ούτε φέτος. Γύρισε και το κοίταξε. Ένα μαγαζί στην τρίχα. Φροντισμένο, φιλόξενο, με κορυφαία εμπορεύματα και με δυναμική όψη. Θα τα κατάφερνε. Η μαγκιά δεν είναι να κονομάς, η μαγκιά είναι να στέκεσαι όρθιος από τους τελευταίους στο πεδίο της μάχης. Περπάτησε με αυτή τη σκέψη προς το κομμωτήριο, σε δέκα λεπτά ήταν η σειρά του για καθάρισμα σβέρκου.Τον πονούσανε τα μάτια και τα πόδια, τα δυό άκρα σκέφτηκε με χιούμορ. Θα μπορούσε να κρατήσει σε φόρμα ολάκερο το ανάμεσα.
    Η Μίνα του χαμογέλασε, στην ώρα σας κύριε Αντώνη, καθίστε στη δεύτερη να σας λούσω. Έπιασε το σβέρκο του περνώντας την πετσέτα. Είστε ένα κομμάτι πέτρας εδώ πίσω, στον αυχένα, διαπίστωσε. Δεν απάντησε, πού να της εξηγήσει. Και για ποιό λόγο ;  Τότε η κοπέλα άρχισε να απλώνει το σαμπουάν με το ζεστό νερό. Και για πρώτη φορά τόσους μήνες επέμεινε λιγάκι να μαλάζει τους κροτάφους και το τριχωτό μέρος του αυχένα με μια στοργή που ήταν πέραν του επαγγελματικού. Ο Αντώνης την πείραξε. Πας για μπουρμπουάρ σήμερα. Αντώνη, του είπε, μου το έκανε η Άντζι πριν, με έλουσε γιατί είχαμε κενό και με μερικές μαλάξεις με έκανε μωρό. Άραξε τώρα κι απόλαυσε, και μη μιλάς, αυτό που μπορώ να σου προσφέρω, θα στο κάνω δώρο. Με πέτυχες στα καλά μου. Εντάξει ;
   Ακολούθησαν δυό τρία λεπτά επιδέξιου μασάζ στο κεφάλι, μια  μυσταγωγία, κανένας δε μιλούσε. Ο Αντώνης άρχισε να αναστενάζει σε βαθμό παρεξήγησης, η Μίνα έβγαζε κάτι επιδοκιμαστικά «αχάααα» και «έτσιιιιι» και όταν τελείωσε του είπε. Πάμε. Μη σε πάρει ο ύπνος. Με την ώρα χρεώνεσαι.Δεν ακουγότανε τίποτε άλλο παρά εκείνο το ξύσιμο από τα λεπτά της δάχτυλα πάνω στις κουρασμένες τρίχες με τη σαπουνάδα.
    Άνοιξε τα μάτια του. Τα δάκρυα που ξεχύθηκαν τρέξανε αλμυρά μέχρι το λαιμό του. Η Μίνα δεν κατάλαβε, τύλιγε δυό πετσέτες με την πλάτη στη καρέκλα. Χρησιμοποίησε τα μανίκια του για να εξαφανίσει τα τεκμήρια. Σηκώθηκε και μέχρι να αλλάξει καρέκλα τα μάγουλά του ήταν πάλι μούσκεμα. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Μίνα κάτι ψιλιάστηκε. Πήρε την κούπα να τη γεμίσει Γαλλικό και φώναξε από το βάθος. Μόνο γύρω γύρω ή να διορθώσω και τα πάνω ;
    Δε χρειάζεται να διορθώσεις τίποτε άλλο, καρδούλα μου. Της είπε ο Αντώνης. Ευχαριστώ. Λέω να μείνω εδώ να κοιμηθώ. Όλοι γέλασαν ένα γύρω, ο Αντώνης πρόσεξε τη διπλανή πελάτισσα και το νεαρό αγόρι στο ταμείο. Μιλούσαν ζωηρά για το survivor. Πως έγινε και εκείνος δεν είχε ακούσει λέξη ; Τόση ώρα ;
    Είναι κάποιες φορές που και οι άντρες λυγίζουν, χρησιμοποιούν τότες μια δικαιολογία, ότι…άφησαν τον εαυτό τους να λυγίσει. Το ζήτημα είναι ότι ο Αντώνης δεν θυμότανε πότε έκλαψε τελευταία φορά. Και για να μη θυμότανε, πήγαινε καιρός που είχε να κλάψει.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;