Δευτέρα, Ιουνίου 24

τα πλάσματά της, εμείς



     Η σελήνη πάλι ωρύεται. Δε τη συνερίζομαι.
Τα μάτια μου καρφωμένα στο φάρο. Σε αυτό το ηρεμιστικό που παίρνουν για να μη φρικάρουν οι χαμένοι. Περιμένω με δέος. Νάτη …η δέσμη από κρύο φως. Σαρώνει την περιοχή μου κάθε δυο τέρμινα. Λάμπω και σβήνω. Σβήνω αλλά ξέρω πότε ακριβώς η λάμψη θα επιστρέψει. Κι έτσι μένω ήμερος. Εξημερωμένος, ναι. Αποχαυνωμένος λές εσύ ; Δε με ενδιαφέρεις. Εγώ είμαι βολικά...
      Η σελήνη πάλι ωρύεται. Εγώ, όχι .
Τα μάτια μου καρφωμένα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που κρατάει δυο τέρμινα και μετά γίνεται κρύο φως. Το σκοτάδι. Φέτες ηρεμίας. Τις καταναλώνω με βουλιμία, τις διαχειρίζομαι ακόμη καλά. Θέλω να πω, φέτα φέτα, όλα μπορώ να τα καταπιώ. Ακόμη και το φως που ακολουθεί. Να...
      Τώρα περνάει το φως του. Δε με τρομάζει. Θα φύγει . Είναι σαν αστέρι που πέφτει, μόνο τούτο δεν σε πιέζει να κάνεις ευχή. Την ευχή μπορείς να την απευθύνεις στο ενδιάμεσο σκοτάδι.  Θέλω να μην γίνω φάρος. Θέλω να μη γίνω σκότος. Θέλω να μην είμαι στέρεος. Θέλω να μη ξέρω τι είμαι, θέλω απλά να γίνω η ευχή μιας ψυχής. Εκείνη να ξέρει… Εγώ θέλω να μην δεσμευθώ. Θέλω να είμαι εφήμερος.
      Η σελήνη πάλι ωρύεται. Εγώ, περιμένω το επόμενο φως. Ή πάλι το επόμενο σκότος. Τα μάτια μου καρφωμένα στο φάρο. Θα σβήσεις γαμημένε.... πάλι. Να το. Το ήξερα. Μπορώ να βασίζομαι. Έτσι...

      Τότε, καθώς ανεβάζω σφυγμούς για να το υποδεχθώ, εκείνο το συγκεκριμένης διάρκειας και έντασης φως με παρακάμπτει ! Τρία, τέσσερα τέρμινα και η δέσμη του φάρου απούσα.
      Οι κόρες μου διαστέλλονται. Κάτι κόβει τα σωθικά μου και μαζεύω τα χέρια μου να συγκροτήσω ένα ολάκερο ον. Του κάκου. Αποδομούμαι. Καίγονται και εκείνες οι  λάμπες ;  Μετά ; Ποιός θα είναι εδώ για να με βοηθάει να μετρώ ; Καίγονται οι λάμπες των φάρων ; Δε νομίζω. Ξαναμετρώ. Δυο, τρία, τέσσερα τέρμινα και πάλι η δέσμη απούσα. Τώρα είμαι εκτεθειμένος στο φόβο. Το συνεχές φως της, δε το είχα υπολογίσει ως σκηνικό.  Τρέμω για τα καλά. Νομίζω, έρχεται ένα τέλος τραγικά άδοξο. Τρία τέσσερα, σε παρακαλώ, έλα, έλα… τίποτα !
      Η σελήνη με περιγελά. Εγώ πάλι όχι. Στρέφομαι πάνω της με μίσος. Τι έκανες πουτάνα στο φάρο ; Γιατί ; Μίλα μαλακισμένη ασθενική ύαινα. Βλέπω τα δόντια σου που έχουν χαλάσει από την άκριτη κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας. Μη μου γελάς εμένα χαιρέκακα. Άμα θέλω σε σβήνω τώρα. Αρκεί να αρνηθώ μια από τις αισθήσεις μου. Τι νόμισες όρνιο ; Αρκεί να κλείσω τα μάτια. Τέλος.
      Δεν είμαι καλά. Περιμένω το φάρο να επιστρέψει. Σε ποιόν τηλεφωνείς άμα σε παραλείψει ο φάρος σου ; Τηλεφωνείς κάπου, έτσι δεν είναι ;
      Πρέπει να έχω ασπρίσει σαν εκείνο το φως. Αίμα ακίνητο σε κορμί καταψύχτη. Η ψυχή και το ψύχος ζευγάρι. Αχώριστοι. Τρία, τέσσερα, Τρίτη φορά που χάνεται. Οι βεβαιότητες συντρίβονται. Είναι εδώ, είναι κάπου εδώ οι ακρογωνιαίοι λίθοι μου, απλά και οι λίθοι στο σκότος οδεύουν στη λήθη. Μέσα μου κάτι τσιρίζει σα γατί που το ξεσκίζουν σκυλιά.
      Τότε, μέσα σε πλήρη πανικό, καταλαβαίνω τι γίνεται. Εκεί μπροστά στα μάτια μου εκτυλίσσεται η απάντηση. Ένα σουλούπι στυγερά μαύρο, ένα σαπιοκάραβο που έχει λυθεί, το φάντασμα μιας υπόστασης ξεχασμένης, ένα σκοτεινό κομμάτι λαμαρίνας, ζυγώνει κατά πάνω μου. Ένα κουφάρι πλοίου σέρνεται ανάμεσα σε μένα και το φάρο μου.  Έχει κρύψει τώρα εκτός από το βράχο και εκείνη. Είναι σιωπηλό. Στην πλώρη του φεγγοβολάνε υπολείμματα φωτεινής δέσμης. Ανάμεσα σε μένα και το φάρο, εκείνο. Ένα σαπιοκάραβο ολάκερο μαύρο. Δυο, τρία τέρμινα, τέσσερα, πέντε ακόμη, κι εκείνο ολοένα ζυγώνει. Η σκιά του είναι πιο δυνατή από το σκότος. Είναι μαύρο και άραχνο. Είναι μπροστά από τις δυό πηγές φωτός που καθορίζουν την ατζέντα μου. Μαύρη λαμαρίνα, μαύρα πλήκτρα, μαύρες σκέψεις, άφαντο φως. Σκοτάδι που δε ξέρει να μετράει, δυό τρία τέσσερα, τίποτε δε συμβαίνει. 
      Μια μαύρη τρύπα. Ο επανακαθορισμός των διαστάσεών μου. Η αναμέτρηση. Το δέος. Ο πνιγμός ;
      Πισωπατάω. Μεγαλώνω την διορία μου. Εκείνο το τέρας ζυγώνει στην ακτή. Η κοιλιά του αρχίζει να ξηλώνει τα μύδια. Στριγγλίζει απόκοσμα. Εγώ κοιτώ για τη δική μου σκιά. Την έχει καταπιεί ολάκερη το τέρας. Με ζυγώνει. Με ζυγιάζει. Με τοποθετεί στη βιτρίνα του με τα θηράματα. Με καταπίνει ;
      Όχι ! 
      Δεν με καταπίνει. Τινάζομαι και οπλίζω το κορμί μου να συγκρουστεί. Τρέχω με μανία προς τα πρώτα δέντρα. Πιάνομαι στο πιο γέρικο και σκαρφαλώνω ψηλά σκίζοντας δάχτυλα και παλάμες, σκαρφαλώνω δυό, τρία, τέσσερα κλαδιά, ψηλώνω τη θωριά μου μέχρι που φτάνω ίσος κι όμοιος με το φόβο.
     Μια δέσμη κρύο φως σαρώνει τα υπόλοιπα. Ο φάρος δουλεύει. Ο φάρος δουλεύει. Ο φάρος δουλεύει. Τρία, τέσσερα, φως, τρία τέσσερα φως. Τρία τέσσερα βαθειά αναπνοή. Τρία τέσσερα, αίμα που κυλά ξανά. Τρία τέσσερα, μάτια που ανοίγουν με όρεξη. Τρία τέσσερα, εγώ εδώ. Εγώ, εδώ. Φως και σκότος που εναλάσσεται πάλι. Το σκηνικό που με εξημερώνει.
     Το σαπιοκάραβο έχει σκάψει με όση απελπισία του απομένει, τρία τέσσερα μέτρα στέρεη γη. Ύστερα ο βράχος, παλιότερος, ισχυρότερος, κραταιός σα ψυχή το τσαλακώνει και το σταματά. Του βάζει το μέτρο. Μέχρι εδώ είναι ο τόπος για τα κουφάρια από μαύρη λαμαρίνα. Από εδώ και πέρα αρχίζει η γη των πλασμάτων της. Η γη των παιδιών της σελήνης.
     Εκείνη παίζει για λίγο καίγοντας τις άκρες της λαμαρίνας. Μετά ανατέλλει ξανά πίσω από τη τσιμινιέρα. Στην αρχή περιπαιχτικά, μετά αφοπλιστικά.  Με καταπίνει το ωχρό της. Πασχίζω να την αγνοήσω. Θέλω μονάχα εγώ και ο φάρος. Εκείνη γελάει με τόσο φθόνο που τρομάζουν οι γλάροι. Καρφώνω τα μάτια στο φάρο Μου. Καρφώνω τα λόγια μου στο φάρο Μου.         

 -   Είσαι το μόνο που χρειάζομαι,  τον βεβαιώνω. Δε μπορείς να χαλάσεις, ακούς ;
    Εκείνος νεύει, τρία τέσσερα, φως. 
-   Χρειάζομαι μονάχα τούτη τη βεβαιότητα που αναδίδεις, χρειάζομαι ένα μάρτυρα που αντιλαμβάνεται τον χρόνο με την βέβαιη θνητότητα μαζί. Καταλαβαίνεις ; Χρειάζομαι συμμάχους που δεν περιγελούν τις έννοιες της φθοράς, της ανυπομονησίας, της αγωνίας, χρειάζομαι συμμάχους που δεν θα παραμείνουν εδώ μετά από εμένα. Η λάμπα σου φθείρεται, έτσι ; Κάθε αναπνοή μου, κάθε άναμά σου, είναι ένα σπέρμα της κοινής μας φθοράς με το προβλέψιμο τέλος.
     Εκείνος νεύει λίγο πιο ασθενικά. Και εγώ το ίδιο. Θέλω να πω, κάθε φορά που κοιτώ κοιτά λίγο πιο αδύναμα. Είμαι πλάσμα του, όχι πλάσμα της.
     Εκείνη γελά φωναχτά. Οι γλάροι έχουν ξεσηκωθεί μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Γελούν αναπαράγοντας τη φωνή της. Εκείνη με κοιτάζει κατάματα. Δεν υπάρχει φάρος, σα να μου λέει. Είναι που ανοιγοκλείνετε όλοι σας τα βλέφαρα από κάποιο ελάττωμα στη κατασκευή. Δεν υπάρχει φάρος. Μονάχα εγώ. Το ανεξίτηλο φως μου. Φωτίζω το φόβο σας. Κατασπαράζω τα κουτιά σας, δεν σας επιτρέπω να κλείνετε εκεί μέσα τίποτε. Ούτε βεβαιότητες, ούτε υποθήκες. Είστε πλάσματά μου όλοι σας. Σας καθορίζω. Είστε το αποτέλεσμα του φωτός μου. Είστε οι μαριονέτες μου. Είστε , τίποτε, φως ...
     Καθώς το βράδυ βαθαίνει γύρω, εκείνη πλησιάζει και περνάει πίσω από το φάρο. Θέλει να σφραγίσει την εξουσία της πανηγυρικά.  Σπεύδω να αλλάξω θέση. Δε γίνεται, δε γίνεται με πλάγια βήματα, με δρασκελιές, με φτερά, με πανικόβλητα πηδήματα, δε γίνεται να αλλάξεις τη θέση που διαλέγει η σελήνη. Μπαίνει πίσω από το φάρο και τον καταπίνει. Η κυριαρχία της επιβεβαιώνεται με τούτο το ευφάνταστο φινάλε.Το φως της καταπίνει το φως του. Το σβήσιμό του γίνεται αόρατο.
     Το σαπιοκάραβο επιβεβαιώνει με στριγκλή φωνή. Άκου, μικρέ.... Δεν υπάρχουν φάροι. Το κουφάρι του κινείται ελαφρά από ένα κύμα. Ο τριγμός του με ανατριχιάζει ολάκερο. Αν υπήρχαν φάροι μικρέ εγώ ακόμη θα ταξίδευα.  Πασχίζω να διακρίνω το δικό του φως, μέσα στο δικό της, εκείνη τη δέσμη, εκείνη την alla carte επίγνωση, ένα δυό τρία, τίποτε, φως, φως ανελέητο, διαρκές ξεσκίζει τις κρυψώνες μου. Ούτε μια στιγμή σκότους. Κανένας σύμμαχος.
     Μέτρημα τέλος. Στεγανά τέλος. Φάρος τέλος. Πρέπει τώρα να αναμετρηθώ με το μόνιμο φως. Δε μπορώ να αγνοήσω σκιερά μέρη του εαυτού μου. Δεν υπάρχουν. Εκείνη δεν το επιτρέπει. Πρέπει να περπατήσω ολόφωτος. Είναι οδυνηρό αλλά το συνηθίζεις. Να μη βασίζεσαι στα μικρά σκοτάδια. Να μην κοντοστέκεσαι εκεί που κανείς δε σε βλέπει. Να περπατάς ολόφωτος, συνεχώς. Για τούτο είναι ρυθμισμένα τα πλάσματά της. Να περπατούν ολόφωτα διαρκώς. 
     Πόσο μου αρέσουν τα νούμερα γαμώτο ! Να μετρήσω ξανά, να μετρήσω διάολε, τίποτε άλλο ...
     Πασχίζω να ξαναεπιβάλλω στο μυαλό μου τα νούμερα. Τρία τέσσερα κλαριά, τρία τέσσερα μέτρα άμμος, τρία τέσσερα να 'τη η δέσμη με το φως, τώρα θα φύγει, τρία τέσσερα ακόμη χρόνια, θα επαναστατήσω, τρία τέσσερα ακόμη λεπτά και θα τους κρυφτώ, τρία τέσσερα και εκείνη θα έλθει, τρία τέσσερα....  Πέντε έξι, τώρα θα φύγουν οι φόβοι μου, έξι εφτά, κάπιος θα κάνει τη βρώμικη δουλειά, άλλος, άλλος κάποιος... Οκτώ υπαναχωρήσεις αλλά όχι δέκα, Εννέα ανάσες ακόμη και βγαίνω...
     Εννέα, δέκα, ένδεκα… τι νόημα έχει ; Τι νόημα έχεις ; Τι νόημα έχεις ηλίθιε μετρονόμε ; 
    Πέντε, τέσσερα, τρία, δυο, ένα.  μηδεν.  Αυτό.  Μηδέν. Αρχίζω. Ζω. Πα να πει.... Είμαι στο φως ! 

        Και εσύ ;  Ναι εσύ... εσύ που έφτασες μέχρι τούτες τις λέξεις, πίσω από την οθόνη, πίσω από το σκοτάδι της, πίσω από το δάχτυλό σου...
    Εσύ ποιανού πλάσμα είσαι ;  Γιατί, να, πως να στο πω... σα να μου φαίνεται πλέον ότι με ενδιαφέρεις ...
     

1 σχόλιο:

  1. άντε, να διαλέγουμε σιγά σιγά. Φως ή σκοτάδι, φάρος η σελήνη ή μόνο μέτρημα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;