Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28

Της λαγνείας η σπορά , ο θερισμός που θα'ρθει..


Κάτι ονειρεύτηκα τόσο ζωντανό, τόσο δυνατό…οδηγούσα σε δρόμο έρημο μακρύ, σκόνη πίσω μου αδιάφορη πετούσα, κι άξαφνα δίπλα στην τεράστια ευθεία ,κοντά στο χαντάκι με τους γκρίζους θάμνους ένα παιδί με έδειχνε. Ένα μικρό γυμνό όμορφο παιδί είχε τεντώσει το χεράκι του και νόμισα πως γέλασε μαζί μου. Έμοιαζε εκείνα τα παιδιά του Μποτιτσέλι τα χοντρά γεμάτα υγεία, αυτά που θα έβαζες να ρίξουν ένα βέλος του έρωτα αν τότε ζούσες και ζωγράφιζες και ήσουν και λιγάκι ονειροπαρμένος…
Δεν πέρασε ένα χιλιόμετρο του δρόμου και ξανά εκεί δίπλα το παιδί, το ίδιο πάλι, το χέρι του να δείχνει και να κρυφογελά. Και πάλι παρακάτω, το ίδιο, τι διάολο, παιδιά παντού σαν τα τηλεγραφόξυλα του περασμένου αιώνα ; Τι θέλουν από μένα ;
Κι ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, ούτε κολώνες, ούτε οχήματα άλλα να με ακολουθούν ώστε να δείχνουν ότι κάπου όλοι πάμε.. Ένα τρελό αστείο, παράλογο όνειρο, τόσα μικρά τσουτσούνια !
Δεν είχε λογική, κάποτε ίσως να μην ήταν ξάφνιασμα αυτό.
Μα τώρα ήταν άλλες οι περιστάσεις, άλλη η συγκυρία να το πω καθώς παιδί γυμνό να στέκει μες στο δρόμο δεν τυχαίνει, κι αν σταθεί ποτέ και δείξει με το χέρι αγένεια θα είναι. Και ακόμη πιο τρελό.. με τίποτε δε γίνεται να οδηγείς πλέον σε δρόμο μοναχός & ονειροπαρμένος κι αν ποτέ το καταφέρεις δε θα ανεχτείς ένα παιδί να σε κοιτά χωρίς δικαιολογία. Γι αυτό ως φαίνεται τινάχτηκα και ξύπνησα απότομα να το αποδιώξω.
Και το απόδιωξα , το ανήθικο γυμνό θρασύ χοντρό μωρό..

ΤΙΚ ΤΑΚ , ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ..ΤΙΚ ΤΑΚ
Ξύπνημα βαρύ και ιδρωμένο, το συνηθισμένο μου ξύπνημα. Μα
γιατί πονάω παντού ψυχή μου ; Μικραίνει το κορμί και όλο μου το στήθος το πιέζει παραμέσα, και γω ξεχνώ ο ηλίθιος βαθιά αναπνοή να πάρω να φουσκώσω. Κι αυτό ολοένα και μικραίνει μέχρι που η ανάσα η βαθειά δε είναι εφικτή. Και ολοένα από τη καρδιά μου φεύγει πιο ορμητικά το αίμα, όπως καταλαβαίνω, γιατί οι κρόταφοι πιέζουν τόσο ανοίκεια για πρωί, εμβατήρια παίζουν σα να τυμπανίζουν δυνατά μια δυσφορία.. Ζεσταίνονται οι παλάμες μου, τα δάκτυλα πυρώνουν και αυθόρμητα τεντώνονται δροσιά να ψάξουν στο σεντόνι , σα δύο διψασμένα άγρια θεριά. Πονάω παντού, γιατί πονώ καρδιά μου; Γιατί πονώ ; Τα πόδια μου δυό ξύλα, παγωμένα, ξυπόλητα από έρωτα, και πιάνουν να μαζεύουν την κοιλιά μου, σαν ακορντεόν που κλείνει γιατί σώθηκαν οι νότες, με σφίγγει ακόμα πιο πολύ, πατάει τις στενοχώριες και τις έννοιες παραπάνω, κι αυτές απλώνονται παντού στο σώμα, στο κεφάλι και γεμίζουν κάθε χώρο, ώσπου πονάει ακόμα πιο πολύ το σκεύος, δε χωρεί.

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ
Να ξεχειλίσω δε μπορώ, καπάκι έχω βάλει, να αρνηθώ μπορώ ότι είναι πρωϊνό μα πάλι, στιγμή εμβατηρίων είναι αυτή και δε μπορείς να μην ακούσεις, άλλη μια μέρα.. Μια μέρα από αυτές που θες να προσπεράσουν, γιατί από σένα προσδοκούν με χρώμα να τις ντύσεις, τις άχαρες, να τις διορθώσεις και ίσως να τις αναδείξεις, τις μοναχές, εν τέλει να τις εξυπηρετήσεις αν έχεις την ανάγκη να είσαι επαρκής, όχι για άλλο λόγο, αφού ξες, σαν σκοτεινιάσει με ένα φάσκελο αντίο θα σου πουν… Ζεσταίνομαι, θα σκάσω, είναι μια ζέστη δύσκολη, δυσφορική, μοιάζει με αυτή που νιώθεις αν σε βράχο μεσημέρι αφεθείς γυμνός ο ήλιος να σε σκάψει, να σε λυμαίνεται να σε παλιώνει να σε ξεραίνει μέχρι την ψυχή, σαν ξεχασμένο στην αλμύρα ξύλινο σκαρί, παρατημένο, που δεν μπορεί να περηφανευτεί αντίκα σπάνια ότι είναι, γιατί αισθάνεται άθλια, και δεν μπορεί παρά τον χρόνο να μετράει δυστυχισμένο….

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ
Και τότε λίγο, λίγο πριν λυγίσω, κλείνω τα μάτια για να βρώ μια αφορμή να συνεχίσω. Και γίνεται το θαύμα και σε θυμάμαι… Θυμάμαι που με κοίταξες στα μάτια με φωτιές, ανάσα πήρες, κι έστειλες το μήνυμα: -Εγώ είμαι εδώ, σε περιμένω, μη με ξεχάσεις, μην αργήσεις για να ξαναρθείς, κάτι θα βρούμε για να ονειρευτούμε. Κάτι θα βρούμε οι δυό μας , θα σωθούμε.

Σπάζω σα φράγμα ποταμιού και χύνεσαι, χύνεσαι μέσα μου και ανάσα με γεμίζεις, δροσιά, όχι λάβα, και ορμάς ολούθε…
Ανασηκώνονται οι ρίζες των μαλλιών να σε αγγίξουν, τα άκρα μου τεντώνονται και τρέμουν δυνατά, απλώνεσαι παντού, παντού και με πληρώνεις, ζω, αγναντεύω νοερά τον ήλιο σαν τεράστιο λουλούδι πάλι, όπως μου πρέπει κάθε πρωινό, φωτίζεις και λειαίνεις τις γωνιές τις γκρίζες κι όλα ομορφαίνουν αγάπη μου, όλα ξεκινούν. Αντάξιά σου. Αντάξιά μου. Πάλι.. Και η δροσιά σου διαπερνά τα δάκτυλα, τη σάρκα, με γεμίζει ολάκερο ζωή και με σηκώνει, απ’ της πικρής αυγής το στρώμα.

Κι ακόμα δεν σε έχω δεί…μα είσαι εκεί.

Δεν είσαι πλέον ένας πόθος ήρεμος που στέργει μια χαρά να αρπάξει λάθρα. Δεν είσαι ερεθισμός που στέλνει ένα τακούνι , ένα γόνατο γυμνό, ένα άρωμα ή ένας λόγος τολμηρός. Δεν είσαι καν στοργή που τη γεννά ένα δάκρυ, ένα σφιχτό αγκάλιασμα ή μια εξομολόγηση απ’ τα φύλλα της καρδιάς. Δεν είσαι στιγμιαία ανατριχίλα που φέρνει η ξαφνική χαρά, το αντάμωμα αυτών που λείπουν, το απρόοπτο μήνυμα ή η ματιά του αποχωρισμού. Είσαι φωτιά που οι λέξεις δεν τολμούν να ζωγραφίσουν ψυχή μου. Είσαι του Αιόλου το σεντούκι, άνεμοι δαιμονισμένοι, για χρόνια στριμωγμένοι μέσα, αδύνατον ακόμη ένα λεπτό να αντέξουν. Ανατινάζουν όλες τις πλευρές της φυλακής, καπάκι πάτο και οροφή και έξω ορμάνε, σε τροχιά για το φεγγάρι.

Κι ακόμα ούτε σε έχω δεί…αχ να σε δω !

Έχεις ακούσει ένα λιοντάρι να βρυχάται σε φαράγγι ; Το παίρνουνε οι άνεμοι το μήνυμά του και το ταξιδεύουν μακριά, με μια βεβαιότητα ότι είναι το καλύτερο που έχουνε να κάνουν.
Βρίσκουν στο δρόμο αιώνες ριζωμένα δέντρα, σαν αντιλήψεις και τα κάνουν να λυγούνε και να προσκυνούν. Βρίσκουν και πέτρινες προκυμαίες, κυματοθραύστες της φρεσκάδας, φόβους που τους συνεπαίρνουν και τους ξεπερνούν. Βρίσκουν καρδιές ολόγιομες μα κρύες, κατεψυγμένες, λαξεύουν τις γωνιές τους και τις κάνουν να κυλούν ώσπου τη θαλπερή φωτιά να συναντήσουν, προς τον προορισμό τους να κυλήσουν και να αναγεννηθούν. Πόσα βαρίδια θα μπορούσαν χάμω να τις δέσουν ; Θα σε γελάσω, καμιά φορά ο βράχος γίνεται φτερό και ο άνθρωπος πετάει προς τα εκεί, μα ξέρεις που, φωτιά μου.

Κι ακόμα δεν σε έχω καν αγγίξει… ψυχή μου

Σαν έλθει του έρωτα η σπορά, η άγια ώρα που απάνω σου θα σκύψω, θα ‘ναι ο καρπός σοφά γιγάντιος και μικροσκοπικός, το ξέρω. Θα ‘ναι σαν μνήμη που μαζί σου πάντα κουβαλάς χωρίς να το φροντίσεις, που αποζητάς σε όλους να τη δείξεις σαν τρελός κι όμως διστάζεις, τι να καταλάβουν, και εκεί μέσα τη φυλάς, μη θέλοντας τη φλόγα να μοιράσεις σε μικρές μερίδες να χωρέσει. Μόνο συχνά να απλώνεις το μυαλό και πάλι να την ακουμπάς. Αυτό σου φτάνει, παρακάτω ολόρθος να’γναντέψεις.
Θα ‘ναι λυγμοί οι αναστεναγμοί μας κι οι κραυγές μας, καθένας από αυτούς θα φέρνει έξω ένα ταξίδι, ένα χαμένο όνειρο κι ένα σωρό χαρά ατόφια, κι άλλη χαρά, κι άλλη γαλήνη, κι άλλο πόθο, ώσπου να πάψεις να μετράς και να το μάθεις, πως στης ψυχής το απόθεμα όριο δεν υπάρχει μήτε απολογισμός μα μόνο αγάπη, για το σώμα σου, για τον προορισμό του να ομορφαίνει και να ανθίζει κάθε άνοιξη τρελά , να παρασέρνει.

Ακόμα μέσα σου δεν έχω μπεί ….κορμί ζεστό.

Γιατί επιμένεις τόσες μέρες,το πρωί να μου ζητάς να δρέψω, με το σύμπαν να συμφιλιωθώ, να πάψω να λακίζω απ’ τη χαρά, να
ξημερώσω την μουγκή τη νύχτα που ‘χω μέσα, να συμμαζέψω τα άστεγα τα μύχια, τα πολλά που μου φωνάζουν τόσα χρόνια, και από τη δίψα για ασφάλεια εγώ τα έχω φυλακίσει. Γιατί χωρίς να είσαι εδώ, είσαι αφορμή να με καλώ σε ένα συμπόσιο της χαράς, εσύ με σώζεις, απ’ τη ζωή που έμαθα, συνήθισα να ζω τη σκέτη. Μου βάζεις θέματα που ξέχασα να λύνω, με προκαλείς ακόμα πιο επιδέξιος να γίνω, με σπρώχνεις στο παράθυρο να σκύψω για να δώ όσα κάτω μου περνούν και δε τα αγγίζω, με θέλεις και με κάνεις να σκεφτώ πόσο αξίζω. Πόσο αξίζω ακόμα.

Όταν μέσα σου θα μπώ, αγάπη μου , όταν θα με αφήσεις, να αρπάξω το κορμί σου και να το ζεστάνω απ’ άκρη σ’ άκρη, να σε γευτώ και να χαρώ τις μυρωδιές σου και όλη την ανατριχίλα, τους ήχους σου και τους χυμούς σου τους ζωώδεις θα έλθει μια στιγμή που θα δακρύσω. Μη μου τρομάξεις. Θα ‘ναι αρμονία των ματιών με τη ψυχή αυτό που θα ‘ρθει. Δεν έπρεπε να λείπει απ’ τη ζωή μας η αγάπη, τόσο πολύ, τόσο σκληρά και τόσο επίμονα να σφίγγεται η καρδιά μας. Δεν της το συγχωρώ. Όποια δύναμη είναι αυτή που έτσι μας έβαλε να ζούμε, έτσι πως ζούμε, κάτι έσφαλε θαρρώ. Κάτι βαρέθηκε να συμπληρώσει σ’ όλο αυτό το σκηνικό. Αγαθοί δημιουργοί κι εργάτες γίναμε όλοι, ολοένα αγαπάμε, προστατεύουμε και συγχωρνάμε όλους τους άλλους… Χτίζουμε σαν μυρμήγκια γι αύριο….προβλέπουμε, φοβόμαστε
και συνεχίζουμε με το κεφάλι κάτω την πορεία. Προς τα πού ;
Γιατί όχι εμάς ; Γιατί όχι και μας ; Για πες μου. Εμάς γιατί δεν το μπορούμε να σχωρνάμε ; Τι ξέχασαν απ’ όλα τα καλά να μας διδάξουν ; Μήπως μερίδα στη χαρά να αναζητάμε ; Και τότε…
Οι καρποί του έρωτα για ποιόν γεννιούνται ; Ο θερισμός ποιους αφορά ; Αυτός ο μαγικός ο θερισμός των λαμπερών καρπών ;

Ακόμα δεν σε έχω σφίξει γύρω μου, μα ζω για τότε…

Ζω για τότε που θα σταματήσει το ρολόι μου να μετρά ΤΙΚ ΤΑΚ και θα σε πιώ γουλιά γουλιά να σε χορτάσω. Θέλω να βλέπω τη χαρά στο πρόσωπό σου, να μου γελάς, να μου γελάς και πάλι να παρακαλάς να μη σε αφήσω να ησυχάσεις. Να βλέπω με τα μάτια μου, να ακούω με τα αυτιά μου και να το ψηλαφώ ότι θα μείνεις εκεί δα μέχρι να το χορτάσεις, αναπνοή μου, να το χορτάσεις όλο αυτό που άξαφνα μας ήλθε, απ’ το πουθενά μα κι από μέσα μας βαθειά, που ήταν θαμμένο. Για δες,
Εκείνης της λαγνείας η σπορά, ψιχάλισε λιγάκι η ψυχή κι έχει φυτρώσει. Εχει φυτρώσει, έχει φουντώσει, έχει απλώσει ένα γύρω μυρωδιές και έχει να δώσει…..καρδιά μου, έχει να δώσει.

1 σχόλιο:

  1. τι ωραιος ο ερωτας τελικα..... πως μας ξεχειλωνει ετσι τα ταλεντα, πως βαζει φωτια στα παντα και ολα για χαρη του φωτοβολουν. Τελειο κειμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;