Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28

Ενα μπαούλο στην άμμο...
























Άφησα το σαράβαλο αναμμένο πάνω στο δρόμο και σαν πιωμένος από μια ακαθόριστη θλίψη κατέβηκα τα βραχάκια ως τη θάλασσα. Ήθελα να ανάψω ένα τσιγάρο στον καθαρό αέρα.
Έσπρωξα πολλή ώρα την αμμουδιά, μια με το ένα πόδι μια με το άλλο, σκανάροντας τα θρύψαλά της με τις γυμνές πατούσες. Ανέ- βηκε το κρύο από τα γόνατα στη κοιλιά … το μούγκρισμα του κύματος στη λύσσα του να φάει τη γή συνόδευε κι έφτιαχνε δέος.
Τι κάνω εδώ ; Μόνο τα αγρίμια τριγυρνούν στην ερημιά μες στη κακοκαιρία κι η ψυχή τους αλλιώτικη… μια λεία τη φορά είν’ αρκετή…. Η δική μου η ψυχή, όταν ποτέ ξεπεζέψει, συνδυασμούς τροφής πολύπλοκους γυρεύει, η πουτάνα !

Σκόνταψα, ήταν κάτι βαρύ. Μες το σκοτάδι στα γόνατα έπεσα για να το ψηλαφίσω. Ήταν χεριών ανθρώπου κατασκεύασμα, ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι ! Το καπάκι ολόκληρο, σχεδόν ατόφιο, το ένα πλαϊνό χωμένο τελείως στη γη, στραβό ραγισμένο ολούθε και μικρά συντρίμμια από το σώμα του ένα γύρω σκόρπια. Σαν από ευχή πρόβαλλε στιγμιαία η σελήνη και μαζί με το μαβί της φως μια ανατριχίλα με διαπέρασε.
Το ήξερα αυτό το μπαούλο, υπήρξε και δικό μου !

Άφησα λίγα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς να σκουπιστώ, ζέσταναν στο πέρασμα τα χείλια μου, παρέσυραν την μαζεμένη σκληράδα και την έσπρωξαν να κρυφτεί στο χοντρό κασκόλ .. Ψηλάφισαν οι παλάμες το ξύλο να μετρήσουν το χρόνο στη φθορά… διάφανο γυμνό σα δέρμα το’χε κάνει η ηλικία. Μισολιωμένα αυτοκόλλητα από λιμάνια , στάμπες και χαρακιές διάβασαν τα δάκτυλά μου παντού. Κι οι μεντεσέδες, μια νότα παγου στο ζεστό κορμί.
Από τις υγρές παλάμες άρχισε να διαπερνά ένας καταρράκτης συναισθημάτων όλο το είναι μου, κι άρχισε ένα ταξίδι του νου : ελεγείες σε αγάπες που μαράθηκαν πριν ανθίσουν, μνημόσυνα σε πόνους που καταχώνιασα πριν με διδάξουν, νοσταλγία για ευκαιρίες που πέρασαν κι εγώ κοίταζα αλλού, στον θόρυβο… Και ακόμη μετάνοια για τις ανάσες που δεν κοντοστάθηκα να πάρω, τις πλάνες που αποδέχτηκα γλυκά να με κοιμίσουν, τις ορμές που αφόρισα και οι άλλοι με προλάβαν.
« Δεν θα σε ξεχάσω μικρέ…» ψέλλισα ασυνείδητα

Τα χέρια σταμάτησαν τελικά στο λουκέτο. Βαρύ, πειστικό αλλά αχρείαστο πλέον, οι κρίκοι που έδενε ξεχαρβαλωμένοι… Μπόρεσα και ανασήκωσα μια πιθαμή το καπάκι όσο να χωθώ.
Χύθηκε σαν φουσκωμένος καφές λίγο χώμα και μαζί οι υπόλοιπες μνήμες ασυγκράτητες… Ήμουν δυνατός μικρούλης κάποτε , ολάκερος στρατός μόνος μου ! Προκάλυψη, ανιχνευτής και εφεδρείες όλα στο μυαλό αχταρμάς. Προσηλωμένος στο ταξίδι με το μπαούλο σε τάξη όλα στη τρίχα. Να , έχωσα τα χέρια κι άρχισα να πιάνω τα όπλα μου.. την πίστη και την αμετροέπεια, τη βιασύνη και την τρυφερότητα, τη δύναμη και τις φοβίες, την αφέλεια και την καθαρή ματιά, ματιά σπαθί. Και σαν σώθηκαν τα όπλα έπεσε στα χέρια μου το μικρό φαρμακείο… τι δεν είχε.. Υποσχέσεις για τις ανεπάρκειες, στοργή για τα λάθη, κρέμα λήθης για τις πληγές, αμμωνία για τις αναβολές, χάπια κανέλας για τα πείσματα… και ούτε μια ασπιρίνη, ούτε μια ασπιρίνη… Καθόλου χώρος για αυτόν τον εχθρό της επίγνωσης.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» ξανάπα..

Σκάλισα παραπέρα και ακούμπησα σκόρπιες ξυλομπογιές με σπασμένες μύτες και χαρτιά τσαλακωμένα τεκμήρια της βιάσης.
Κι έπιασα φωτογραφίες γυμνές, δεν ήξερα από πότε, και κάδρα πεταμένα σκαλιστά που τα ένιωσα οικεία και θυμήθηκα… ξανά :
Χαμόγελα ανεξήγητα πλατειά, κορμιά που δεν ευτύχησαν από τότε πάλι να αγγιχτούν, προσευχές και απολογισμούς επετείων. Και έπιασα συμβόλαια μάταια και αγωνιώδεις προϋπολογισμούς, εισιτήρια διαφυγών αχρησιμοποίητα και αρκετά κλειδιά.. Μεγάλα βαρύγδουπα κλειδιά που ανοίξαν τιποτένιες πόρτες και άλλα μικροσκοπικά που ανοίξαν το κουτί και είχε μέσα γράμματα και ονείρου χαρμόσυνες ειδήσεις. Γείτονες η χαρά κι ο πόνος.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» μουρμούρισα και σηκώθηκα πάνω.

Αργά αργά έβγαλα μες την παγωνιά όλα τα ρούχα.
Έπιασα την κρέμα της λήθης, κι άλειψα, άλειψα παντού σαν νάταν σήμερα όλες οι πληγές, στο μέτωπο, στο στήθος, στα μπράτσα.. Κι όπως γυμνός και γιατρεμένος αισθάνθηκα πήρα την απόφαση να μην αναβάλλω τίποτε πια. Και έκανα τα βήματα, έχωσα τα πόδια στο νερό, μετά τα γόνατα, μετά το υπόλοιπο κορμί, αλαφρύ και ξαναμμένο σαν να ‘χα μια ολόσωμη στύση.

Επιασα να κολυμπώ προς τα μέσα, μ’ ενθουσιασμό, γοργά.

Για λίγα λεπτά με καθήλωσε το κρύο, έφερε χρώματα μοναξιάς και πάλεψα ανάμεσα στην εγκατάλειψη και το πείσμα… κι όπως σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει πάντα, νίκησε το πείσμα. Άρχισε το μυαλό να κτίζει πίστη στο μετά, τα κύματα σταμάτησαν να ακούγονται άγρια, το κρύο με ξέχασε και το κολύμπι μου έγινε βαθμιαία αρμονικό , σαν τον υπνάκο κάτω από μεσημεριάτικο ήλιο σε αιώρα. Οι σωστές αισθήσεις ανέκτησαν τον έλεγχο, και ως δια μαγείας, καμιά κλεφτή ματιά για πίσω δεν ήθελα να ρίξω.
Ήμασταν τώρα οι δυο μας με το μέλλον, σύνδρομα τέλος.
«Δεν σε ξέχασα μικρέ ονειροπόλε, εξερευνητή…»

Και τότε έγινε το άξαφνο ! άρχισε να φέρνει η θάλασσα μουρμουρητά πλασμάτων και μακρινούς ρυθμικούς παφλασμούς. Κάποιοι άλλοι κολυμπούσαν δίπλα μου, εδώ και κει κουκίδες στο λυκόφως, κι όλο και συνέκλιναν… σύντροφοι στην απόγνωση, στην απόφαση αδελφοί, συγκάτοικοι στη φούρια για το μέρος…
Το μέρος που οι κηπουροί είναι υπεράριθμοι και οι εισαγγελείς
τελειώσαν. Το μέρος που οι συμφορές περνούν κι ο πόνος γίνεται λαφρύς καθώς όλοι πάνω του σκύβουν με συμπόνια… Το μέρος που οι άνθρωποι, αγέλες αλόγων λες και γίνανε, όμορφα περήφανα προχωρούν, μπροστάρη έχουν τον πιο λεβέντη κάθε μέρα κι άμα λακίσει τον αφήνουν δίπλα τους να ξαποστάσει.. και βάνουν άλλον , και τα μωρά μαζεύουν μες τη μέση, όχι συνεχώς, μα σαν αγρίμι εμφανιστεί… Και τρώνε όχι να σκάσουν, μα μέχρι η πείνα λίγο σβήσει και τότε αφήνουν τα γερόντια να κοπιάσουν, ήρεμα να γευθούν. Έννοιες μακρινές στο νου τους δεν μαζεύουν.
Που είναι λεύτεροι, την κρίση τους να αλλάζουν σαν οι καιροί αλλιώς γυρνούν, σπίτι αλλού να κτίζουν και όνειρο καινούργιο.
Το μέρος όπου οι ειδήσεις φτάνουν στόμα στόμα, μόνο σαν άξιες να φτάσουν θα κριθούν και η δημόσια εικόνα σου πανάκεια δεν είναι. Το μέρος που όσα κτίσανε όλοι καμαρώνουν, κι όταν χαλάσματα βρεθούν οι κτίστες όλοι με χαρά σηκώνουν τα μανίκια… Το μέρος που πατρίδα αποκαλείς και ανάσα παίρνεις φρέσκια από τη περηφάνια.
Έσκασε φως σιγά σιγά παντού, φάνηκε ο όγκος του νησιού και όλοι αναθαρρήσαν. Κι εγώ μαζί , ανάμεσα σε κόσμο με σχεδίες από καλάμια πίστης καμωμένες τέντωσα την ματιά μου μπρός. Είχαμε όλοι ίδια μάτια, όχι στο χρώμα μα στον πόθο. Σαν του μικρού που ο γέρος με την καφέ τραγιάσκα μαλλί της γριάς στο ξυλαράκι του τυλίγει, αργά και βασανιστικά αλλά εγκαίρως στο χεράκι του το δίνει, πριν από την όρεξη κάτω σωριαστεί…

Κάποιοι που φτάσανε πρώτοι άρχισαν νοήματα να κάνουν. Ελάτε, κουράγιο, είναι η χώρα μας εδώ και περιμένει.. Έχει για όλους χώρο και για όλες τις αισθήσεις μας τροφή. Σχεδόν σαν ξύλο απ’ το κρύο το κορμί σωριάστηκε στην νέα πατρίδα. Λίγο πριν κλείσουν τα μάτια και αφεθώ, πρόλαβα πλάσματα να δώ να με κοιτούν μ’ αγάπη. Τα κατάφερες μικρέ…
Μικρέ, άργησες αλλά τα κατάφερες…
Καλώς ήλθες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;