Παρασκευή, Νοεμβρίου 28

νταντεύοντας τη ψυχή μου

  Καθήσαμε σε μια καρέκλα στη τζαμαρία.
- Τι κάνεις ; με ρώτησα.
   - Αυτό δεν είναι μια ερώτηση που κάνεις με τη μία... απάντησα.
- Τότε τι κάνουμε εδώ μαζί ; επέμεινα.
   - Δε μπορούμε απλώς να τα πιούμε ;  αντέτεινα.
- Προτιμώ να τα πούμε. Αλλά αν δε θές, σηκώνομαι, μου είπα εκνευρισμένος.
   Εγώ τότε κατέβασα το κεφάλι. Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου. Με το δεξί τράβηξα τα μαλλιά μου πίσω αποκαλύπτοντας ένα μέτωπο από ρυτίδες, εργόχειρα του νού. 

   Για λίγα δεύτεςρα δε μίλησε κανείς μας. Ήταν μια σιωπή κατανυκτική, τη σεβάστηκαν ακόμη και τα ζουζούνια στο χώρο. Ύστερα θόλωσε η τζαμαρία και έκανα έτσι το χέρι να γράψω κάτι στα χνώτα. Για καρδιά το πήγαινα αλλά μια παρέμβασή του το κατάντησε ερωτηματικό. Θέλω να πω, ακόμη και ένα τζάμι με χνώτα, κάνει ότι του κατέβει, φαντάσου εκείνο που κρύβεται εντός. Και ύστερα σου λέει ο άλλος, ένα άτομο. Χα.

- Θα μιλήσεις ; μου είπα με πιο μειλήχιο τόνο. Ο τόνος της φωνής λοιπόν κάνει θαύματα.
   - Τι κάνω. Τι κάνω. Μερικοί λένε ότι είμαστε σάρκα δηλαδή ύλη, πνεύμα δηλαδή ψυχή και ενέργεια δηλαδή αν το πάρεις μετρητοίς όταν σώζεται η ενέργεια και γίνεται η σαρξ νωθρή το μόνο που είμαστε είναι μια ψυχή που βολοδέρνει.
- Καλύτερα να τα πιούμε, είπα τρομοκρατημένος.
    - όχι , όχι, εσύ επέμεινες να μιλήσουμε. Τώρα θα (τα) ακούσεις.
Έκανα νόημα στη γκαρσόνα για μια λάμπα.
    - Το λοιπόν , αφού ρωτάς, άκου τι κάνω. Νταντεύω τη ψυχή μου. Γιατί αυτή η καργιόλα δε μπορεί να συμβαδίσει με το υπόλοιπο κορμί μου. Έπεται.
- Έπεται ; γύρισα και με κοίταξα στο τζάμι με ενδιαφέρον. Το ερωτηματικό είχε απομείνει μισό, σα θαυμαστικό ένα πράμα.
     - Έπεται, επαιτεί, επαίρεται και πάλι απ' την αρχή.  Σε μια αυτοκαταστροφική λούπα.

Έκανα νόημα για ένα βαθύτερο ποτήρι. Η συζήτηση προμηνύονταν συναρπαστική.
     - Ώρες ώρες θάθελα να της έχωνα πιπίλα. είπα αποκαμωμένος. Βαρέθηκά την. Με ξανυχτά. Κάνει σα μωρό που βγάζει δόντια. Θέλω να πω. Δε γίνεται το σώμα μου να είναι κουφάρι και η ψυχή μωρό.
- Υπερβάλεις.
    - Στην υγειά μας, έκανα στο τζάμι. Τώρα είχαν απομείνει στα χνώτα τρεις τελείες.  Δεν υπερβάλω ούτε στο ελάχιστο, λύθηκε η γλώσσα μου. Ωραίο το τσίπουρο. Δε γίνεται να έπεται εκατό και τρία χρόνια η καργιόλα. Υποτίθεται ότι πρέπει να πορεύομαι σε ένα όλον. Το καταλαβαίνεις ;
- Να πορεύεσαι ; να πο ρεύ ε σαι . Μήπως να φύγω ;
     Με κοίταξα με μια έντονη καχυποψία. Ύστερα έκανα νόημα στο γκαρσόνι. Τι πάλι ; έκανε ενοχλημένο. Άλλη μια καρέκλα του είπα.
               - Περιμένετε παρέα ; με ρώτησε.
- Όχι αλλά μπορεί να τα σπάσουμε, έκανα.
       Έδειξε να το παίρνει απόφαση ότι άκρη δε θα βγάλει. Στο κάτω κάτω ένα οχτάωρο ήτανε, θα κύλαγε. Έπιασε και έφερε άλλες δυό καρέκλες.
- Μια καρέκλα ζήτησα. είπα αναστατωμένος.
   - Μια για την πάρτη σου, μια για σένα και μια για να βάζετε τα πόδια, με αποστόμωσε.
- Μια και μας πήρανε χαμπάρι, μου είπα, λέγε τα όλα να τελειώνουμε.
      Και τότε λύθηκε στα κλάματα. Σα μωρό. Έπινε ρακί και όσο έλειπε από το ποτήρι το γέμιζε με δάκρυα. Έβαλα το χέρι στον ώμο μου. Με άφησα να ξεσπάσω. Και μετά σήκωσα τη λάμπα και τη κατέβασα μονορούφι.
     - Είσαι πολύ μαλάκας, ακούστηκε η ψυχή από μέσα μου. Μας τσουρούφλησες.
Γύρισα, κοίταξα ξανά στο νοτισμένο τζάμι, γυάλιζαν μοναχά του μαγαζιού οι λάμπες, και λιγάκι αποκαρδιωμένος της ..έκανα :
     - Ήθελα μόνο να σε βάλω στη παρέα.
     Και τότε εκείνη, η καργιόλα άπλωσε το ένα μου χέρι προς τα χνότα στο παράθυρο κι έκανε ένα σχήμα ερωτηματικού. Στο τζάμι που έχασκε εκεί, κρύο ανύμπορο και ξένο εγώ είδα καρδιά. Μα τη ψυχή μου. Μια καρδιά τόσο ολοζώντανη που έμοιαζε να' χει μόλις γεννηθεί.
     - Στο ντάντεμα είναι όλη η μαγεία, μωρό μου, είπε. Στο ντάντεμα. Έβαλε το χέρι στη τσέπη μου κι έβγαλε μια πιπίλα. Τη μούσκεψε στο τσίπουρο και μου την έχωσε στο στόμα. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;