Δευτέρα, Νοεμβρίου 3

καθώς πρέπει



        Κατεχόταν από ένα δαίμονα. Την μανία της αιώνιας επιστροφής. Θυμάσαι το "καφέ της χαμένης νιότης" του Patrick Modiano ; Θυμάσαι τη λυσσαλέα αναζήτηση της Λουκί ; Αυτό...Του ήταν αδύνατον να ξεριζώσει οτιδήποτε. Αυτός ήταν μάλλον ο λόγος της αυτοκαταστροφικής του συμπεριφοράς. Γυρνούσε τις νύχτες πάνω από μνήματα που ο ίδιος είχε κλείσει. Σα την άδικη κατάρα.  Ένα ζόμπι του έρωτα.
      Άρπαξε το πληκτρολόγιο και αράδιασε το λοιπόν λέξεις, με μανία χτυπώντας τα πλήκτρα , μέσα να τα χώσει ...

   Και καθώς έπρεπεν έγιναν όλα. Οι κόρες ξεγύρισαν στις μάνες τους να κλάψουν για τα παλληκάρια που έφυγαν. Κι έμειναν αφίλητες. Και οι μάνες έστειλαν κατάρες σιωπηλές χωρίς της κόρης να της το ‘μολογήσουν. Κι ο έρωντας ; Βαριά ηττημένος πάλι.
  Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Ούτε ένας δε θα έβαζε τα λεφτά του στη μοναξιά. Η ζωή κυλούσε για να εξυπηρετεί τους πόθους και τις άγριες ξαγρύπνιες. Της παπαρούνας ο ανθός σύμβολο ήτανε. Κοκκίνιζε τις φαντασίες και απλώνονταν στα χείλη των κοριτσιών ανάρμοστα και όλα έπαιρναν τον δρόμο τον κακό, αυτόν που ταίριαζε στα πλάσματα.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα μαντάτα που έφερναν οι φακέλλοι ήταν γραμμένα με μελάνια ανυπόμονα σε χρώματα της καύλας. Και οι επιστολές, τελειώνανε με εντολές. Προστακτικές της αφέλειας και της νιότης. - Έλα πάρε με, εκεί που το κορμί λυγάει, στα γαλανά σου τα νερά. Έλα πάρε με ! Ωραίες προστακτικές. Ωραίες.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα λαούτα σημαίνανε χορούς με παραστήματα κι όχι σκυφτούς. Τα χώματα τινάζονταν από τις πατητές και τα γυρίσματα κι όσο για πότισμα δε χρειάζονταν ούτε μια φορά την εβδομάδα. Πίνανε ιδρώτες, τα χώματα και ήτανε μονίμως μουσκεμένα.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα μαντήλια ήταν συνέχεια λερωμένα αλλά ποτές δεν τα επλένανε οι κοπελιές, γιατί είχαν πάνω μυρωδιές. Τα κρύβανε μάλιστα στους κόρφους και τα κάνανε έτσι τρόπαια, ασύλληπτης αξίας για τους νιούς. Στους κόρφους τα εκρύβανε.
   Μετά, γαμώ τη Παναγία μου, εχάθηκε η αθωότης. Όλοι γίνανε μουσίτσες και αιλουροειδή με νύχια ατρόχιστα και μάτια του διαόλου. Κανένας δεν έδινε βάση σε κανενός τη θωριά. Ο τρόπος έγινε άλλος. Πρώτα άκουγαν, μετά φεύγανε και μετά λυσσούσανε να βρούνε όλα τα νοήματα πίσω από τις ματιές. Με μάτια του διαόλου γέμισε ο τόπος. Βγήκαν και μαχαίρια. Όχι λεβέντικα για να ξεκαθαρίζουνε έριδες πάνω σε μία κόρη, μαχαίρια ανάμεσα σε εκείνους και σε εκείνες, που τα κορμιά τους ταιριασμένα τα έπλασε ο θεός. Όταν οι σάρκες ξεχωρίζουνε από λεπίδες και όχι από δροσοσταλίδες, χαίρεται ο νόμος και η τάξη των πραγμάτων.
      Και καθώς έπρεπεν έγιναν όλα. Οι κόρες ξεγύρισαν στις μάνες τους να κλάψουν για τα παλληκάρια που έφυγαν. Κι έμειναν αφίλητες. Και οι μάνες έστειλαν κατάρες σιωπηλές χωρίς της κόρης να της το ‘μολογήσουν. Κι ο έρωντας ; Βαριά ηττημένος.
    Ο μόνος έρωντας που ξέρει η ανθρωπότης να υμνεί, είναι ο ηττημένος. Κι έτσι, αγάλι αγάλι έγινε ο μόνος έρωντας που αναγνωρίζουμε. Ο βαριά ηττημένος.

       Κατεχόταν από έναν δαίμονα. Τη μανία της αιώνιας επιστροφής. Του ήταν αδύνατον να ξεριζώσει οτιδήποτε από τα σπλάχνα του. Ιδιαιτέρως αν το είχε ποτίσει με στοργή. Και τώρα έπρεπε αυτό ακριβώς να κάνει. Να ξεριζώσει την αγαπημένη του λεμονιά. Προσευχήθηκε. Δεν ένιωσε διαφορά. Λένε ότι πρέπει να πιστεύεις. Μετά προσπάθησε να την αποψιλώσει. Την ανάμνηση λέω. Τι βλάκας ! Ποτέ, ποτέ δε τα βάζεις με τις ισχυρές σου μνήμες. Βγήκε από εκεί. Και έκλεισε με πάταγο την πόρτα. Γυρνώντας την είδε πάλι ανοιχτή. Και τότε αποφάσισε ότι δε θα κάνει τίποτε άλλο πια. Παρά θα ζήσει με τους δαίμονές του, χέρι χέρι. 
       Εκείνη άραγε ; Πως χειρίζεται τους δικούς της ; Θυμήθηκε ένα βράδυ που ήταν υπό την επήρεια της σεξουαλικής μέθης της. Ένα κούμπωμα στο τελευταίο κουμπί του έσφιγγε το λαιμό. Και δε φόραγε πουκάμισο... Ο κολλητός του τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε : Γιατί στο διάολο δεν είσαι χαμογελαστός ; Εκείνος το είπε αυτόματα :Περιμένω αύριο να ξεσπάσουν οι δαίμονές της. Πάλι.  Περιμένω το τίμημα. Όλοι είμαστε παιδιά των δαιμόνων μας, τελικά, έτσι δεν είναι ; Όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο ζόμπι ενός έρωτα.
       Θα τον ερωτευόταν ποτέ έτσι κάποια άλλη ; Δεν το ήξερε. Το μόνο που ήξερε είναι ότι όταν κάποιον ερωτεύεσαι τον αγαπάς μαζί με τους δαίμονές του. Κι αν είσαι τυχερός, σε αγαπάει κι αυτός με τους δικούς σου. 
       Καθώς πρέπει.

1 σχόλιο:

  1. Κοντολογίς, ένας ύμνος στους δαίμονες μετράει. Και το ωσανά στις ήττες, κι μυρωδιά των λερωμένων μαντηλιών. Ας τα πάρουμε πακέτο, μήπως και σώσουμε την ψυχή μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;