Κυριακή, Δεκεμβρίου 21

Το φως στο μέσα μέρος

   Είχαμε τεντώσει μια μάλλινη κουβέρτα που μετά βίας έφτανε να μας καλύψει, δυό κορμιά. Σαν σκηνή. Μέσα στο μοσχοβόλλο σκοτάδι έσκαγαν πυγολαμπίδες,αυτές του στατικού ηλεκτρισμού και ήταν μούρλια. Εγώ μετρούσα σπίθες. Μια, δυο και δεκαδυό και ήμουνα κομπλέ. Για μια στιγμή το πήρα για ευτυχία. Θέλω να πω ούτε μου περνούσε απ΄το μυαλό ότι είμασταν κουβάρι οκλαδόν με χώρο όλο κι όλο ένα μέτρο. Εκείνη το πήρε για παιχνίδι. Άρχισε να κινείται άναρχα και να τρίβει το υφαντό για να προκαλέσει φλογίτσες. Η κουβέρτα ανασηκώνονταν κι εγώ τρελαινόμουνα γιατί η δουλειά μου ήταν να την κρατάω στο έδαφος. Τη κουβέρτα, λέω. Γελούσε με όρεξη η Ερατώ και ολοένα χαλούσε το αντίσκηνό μας. Και να 'σου εγώ να την τραβώ να την κρατώ και να την συγκρατώ να μείνει εκεί στη θέση. Την κουβέρτα , λέω...
  Τότε εγώ της είπα. Σταμάτα να κουνιέσαι, γιατί θα μας πάρει ο αέρας την καλύβα. Την κουβέρτα, είπε αυτή κι έμεινε ξέπνοη για λίγο, σαν να πήρε σοβαρά την απειλή. Μετά, απλώς γύρισε και μου είπε : Άκου, άκου δικέ μου... Η δική σου μεγάλη ιδέα είναι η καλύβα. Η δική μου είναι απλά το φως στο μέσα μέρος. Η δική σου εμμονή είναι εσχάτως να με κρατήσεις εδώ μέσα ώσπου να σκάσω. Ω, πόσο θα σε βόλευε να είμαι ένα ταίρι στο σκοτάδι σου. Δε θα σου κάνω το χατήρι, να με συμπαθάς. Εγώ είμαι με τη φωτιά. Εγώ είμαι με τις σπίθες. Εγώ είμαι ένα τσακμάκι καυλωμένο για ζωή. Να κάτσεις μοναχός σου εδώ μέσα. Ή να βγείς. Αλλά όχι έτσι.
    Άνοιξε τα χέρια και γύρισε όλο το ντουνιά. Γιατί είχε χέρια υπέροχα. Οι σπίθες χόρευαν τρελά ακολουθώντας τη χαρά της. Στην αρχή σαν ένα πυροτέχνημα, μετά σαν ένα καλλιτέχνημα, το φώς στο μέσα μέρος πήρε τη μορφή γυναίκας που πετάει. Σα πεταλούδα, ακόμα πιο τρελό, σα μια νεράϊδα κι ακόμα πιο τρελό σα μια ελεύθερη γυναίκα. Ένα ολόγραμμα χαράς. Μα το θεό...Η κουβέρτα, λέω.
   Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τότες κατάλαβα ότι είναι αδύνατον εκείνη που θαυμάζεις να τηνε χώσεις κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα, ίσα για να μη κρυώνεις εσύ. Και άφησα το μάλλινο να το πάρει η ευχή. Την άφησα να φύγει. Έπρεπε να την αφήσω να φύγει. Γιατί ... έτσι. Να πάρει η ευχή !
   Είμαι σίγουρος θα τηνε δω στον ύπνο μου απόψε. Δε θα χορεύει, ίσως θα κλαίει. Ίσως να σφίγγει τον εαυτό της με τα χέρια της με λύσσα και να τρέμει σύγκορμη. Θα την αφήσω εκεί, στο όνειρό μου, εχμ... στο όνειρό της, χωρίς κουβέρτα. Και θα τη δω στον ύπνο μου και αύριο. Και πάλι ίσως εκείνη να κρυώνει. Αλλά κουβέρτα δε θα πιάσω για να φτιάξω αντίσκηνο ξανά. Και θα τη δω μεθαύριο ολότελα γυμνή το κρύο να αψηφά και να χορεύει. Με ένα φως στο μέσα μέρος του κορμιού της. Ολόγιομο. Γιατί το έχω ξαναδεί. Το έχω ξαναδεί όταν την γνώρισα και ήταν εκθαμβωτικό. Και το ΄κανα εγώ να τρεμοπαίζει. Εγώ. Ο λίγος. Θα τηνε δω ξανά, ξανά, ολοένα και πιο φωτεινή από μέσα, θα το αντέχω ώσπου να γίνει εκείνη αστέρι.
    Και κάποτες θα πάψω να τη βλέπω. Τότες εκείνη θα είναι έτοιμη. Κι εγώ ένας άντρας. Με σπίθα.
    Εκείνη γύρισε και κοίταξε τα μάτια μου. Κάθησε κάτω και προσπάθησε να σιάξει τη κουβέρτα, Το έκανα μουνί το αντίσκηνο, μου λέει... Εγώ δεν άκουα πλέον. Τούτη τη φορά είχα πάρει σοβαρά το φως της. Δίπλωσα το μάλλινο και το έβαλα στην άκρη. Την κοίταξα γλυκά και έκανα μια ευχή. Και ύστερα την έσπρωξα απαλά να φύγει. Σα μια βάρκα που τη λύνεις και την αποχαιρετάς.
    Και έβαλα τα χέρια μου στα μάτια. Όταν τα ανοίξω να μην είσαι εδώ, της είπα. Ένα , δυό  και δεκαδυό.
    Ώρα καλή, καλή μου.

    Να πάρει η ευχή. 
   

1 σχόλιο:

  1. Οκτάβιο Πας...Γιατί σήμερα οι άνθρωποι λένε τόσο εύκολα «ναι»;

    «Η μοναξιά… Φοβούνται τη μοναξιά του "όχι"! Ξέρετε είναι πολύ εύκολο να πέσεις στο ποτάμι και, χωρίς να κάνεις τίποτε, να αφεθείς να παρασυρθείς από το ρεύμα! Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς. Γι’ αυτό τιμώ τους αντιφρονούντες όπου και αν βρίσκονται. Αυτός που λέει "όχι" είναι ένας αντιφρονών! Σε μια κοινωνία που βολεύεται να συμφωνεί, αυτός που διαφωνεί φωτίζει με διαφορετικότητα την πληκτική ομοιομορφία! Αν θέλετε, αυτός ήταν ο θάνατος του καλλιτέχνη στην εποχή μας!».

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;