Σάββατο, Δεκεμβρίου 27

από μια λάθος στροφή

    Μπαίνοντας με το DCV μου στο δασικό δρομάκι αντιλήφθηκα ότι είχε καιρό να το περπατήσει όχημα. Υπήρχαν δυο ροδιές σκαμένες από καιρό και μετά καλυμμένες με χόρτα. Ανάμεσά τους εκείνη η καμπούρα του εδάφους με την άναρχη βλάστηση. Κάτω από το μικρό αυτοκίνητο οι γρατζουνιές ακούγονταν αποτρόπαιες και από στιγμή σε στιγμή φοβόμουν ότι κάποιο φυτό θα εισβάλλει στην καμπίνα, ανάμεσα στα πόδια μου. Το πράγμα μάλιστα χειροτέρευε όσο ανέβαινα προς το πλάτωμα με τις καλύβες. Δεν ταράχτηκα, γιατί έβλεπα αυξανόμενα σημάδια ζωής. ΄Ωσπου σε μια στροφή που ο ήλιος έκοβε το δάσος φέτες φέτες ήρθανε παιδιά και σκυλιά να με προϋπαντήσουν !
   Έκοψα ταχύτητα και κατέβασα το παράθυρο. Ο λεβιές γύριζε σκληρά τσιρίζοντας γεράματα. Από τα παιδιά με πλησίασε πρώτο ένα αγόρι με ατημέλητες μπούκλες και κατακόκκινα από ιδρώτα μάγουλα.     - Θέλετε να έλθετε στο χωριό μας ;  έκανε λαχανιασμένα .
- Θα το ήθελα αν είναι το Ερημοχώρι, απάντησα. Έχω να καταγράψω μια περιουσία, εεεμ, ένα αγροτεμάχιο για να καταλάβεις, συμπλήρωσα.
    - Ξέρω τι είναι περιουσία, είπε το αγόρι. Το Ερημοχώρι είναι κάτω στο λαγκάδι, το χάσατε. Το δικό μας το χωριό είναι λίγο παραπάνω, στην κορφή. Θα δείτε την ταμπέλλα στο ίσιωμα. Τώρα που ήρθατε να κάτσετε λίγο. Δεν έχουμε πολλούς μουσαφιραίους, και οι μαμάδες γίνονται χαρούμενες όταν έρχεται κάποιος. Μας αφήνουν να παίξουμε μέχρι τις νύχτες.
- Αν είναι να σας φτιάξω τη διάθεση, θα έλθω. Και πως λέγεται το χωριό σας ;
   - Ακμαιούπολη.
   Γέλασα. Με δουλεύει το νιάνιαρο, είπα μέσα μου. Έπιασα τι τιμόνι να γυρίσω πίσω, έκανα μια δεύτερη σκέψη και τους έκανα νόημα να κάνουνε στην άκρη. Θα πήγαινα να δω !
   Το Citroen γκάριξε όσο πιο παράφωνα μπορούσε, πάντα έκανε τα αδύνατα δυνατά να με κάνει ρεζίλι. Για να δώσω μια νότα διακωμώδησης πάτησα τα κλάξον, δυό φορές, πράγμα που προκάλεσε μια συναυλία των μαντρόσκυλων σε ακτίνα χιλιομέτρου. Τώρα, όλοι ήξεραν ότι κάποιος έρχεται.
  Την ταμπέλα... εκείνη τη στιγμή την προσπέρασα μηχανικά, αλλά νομίζω ότι έγραφε ακριβώς αυτό που είπε το νιάνιαρο. Ακμαιούπολη. Θεώρησα ότι ήταν αυθεπιβολή. Δε πρόλαβα να σκεφτώ άλλα, γιατί φάνηκε η πλατεία με τους πλάτανους και αποφάσισα να αφήσω τη σακαράκα στην άκρη.
  Στον καφενέ συστήθηκα ως τοπογράφος που έχασε το δρόμο του και αυτό προκάλεσε μια γενική θυμηδία. Το αντιπαρήλθα με σοφιστικέ εξομολογήσεις, είπα ότι αφήνω γενικώς μερικές φορές τα πράγματα να με πάνε εκείνα κι όχι εγώ. Δεν είδα ούτε έναν να το τρώει. Ίσως να έφταιγε το ντύσιμο που ήταν επιμελημένα ατημέλητο αντί για ατημέλητα επιμελημένο. Με κέρασαν αμέσως. Πήρα χυμό προκαλώντας δεύτερο γύρο θυμηδίας. Ύστερα άφησα να μιλήσουν οι ντόπιοι. Το αφήγημά τους θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Το θέμα είναι αν θα αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
   Πρώτος μίλησε ο πρόεδρος της Ακμαιούπολης. Είχε αλλάξει το όνομά του από Θεολόγος σε Χάρης ( Θεοχάρης ). Μου εξήγησε ότι εδώ, όσοι αποφασίζουν να μείνουν αλλάζουν συμβολικά τα ονόματά τους. Η αναφορά στο Θεό γενικώς με την επίκλησή του, τις παρακλήσεις και τις συχνές δοξολογίες έχει θεωρηθεί παρωχημένη και έχει αντικατασταθεί με την εφαρμογή στην πράξη όλων ταν χαρισμάτων που Εκείνος εμφύσησε στον άνθρωπο και την πλάση. Αντί εκκλησιασμού λοιπόν τις Κυριακές η κοινότητα συγκεντρώνεται και προχωρά ένα πλάνο εθελοντικής εργασίας αναβαθμίζοντας όσα θεωρούνται κοινόχρηστος χώρος, με οξυμένα λειτουργικά και αισθητικά κριτήρια. Υπεύθυνος είναι ο εκάστοτε πρόεδρος του οποίου η θητεία λήγει όταν το αποφασίσει η τριμηνιαία συνέλευση.
   Αμέσως μετά μιλήσανε οι εκπαιδευτικοί. Ο Αναστάσης, η Χαρίλκεια και η Λεμονιά. Μου εξήγησαν ότι διδάσκουν κατά κάποιο τρόπο μόνον ιστορία ! Επιλέγουν οράματα ανθρώπων όπως ο Αϊνστάϊν ή ο Μικελάντζελο και παρακολουθούν τις επιπτώσεις που είχε η ζωή τους στις κοινωνίες. Όταν τα παιδιά γίνουν έφηβοι επιλέγουν και απαιτούν να εξειδικευτούν σε ό,τι τους κεντρίζει και οι καθηγητές τους ετοιμάζουν με αποκλειστικά μαθήματα για να τους παραπέμψουν στην ανώτατη εκπαίδευση, θεωρητική ή τεχνική. Έτσι έχουν καταφέρει να γεμίσουν τον τόπο γεωπόνους, καθηγητές και μηχανικούς που αγαπούν τον εαυτό τους και η λάμψη τούτη διαχέεται και επιστρέφει ως επιβράβευση στην τοπική κοινωνία.
    Μετά μιλήσανε οι παπούδες. Οι παπούδες είπανε τα δικά τους, τα στομφώδη και μειλίχια και ας πούμε ελαφρώς διδαχτικά. Κανένας δεν έδειχνε να τους μέμφεται και κανένας να τους παρακολουθεί με δέος. Ήτανε μια ομήγυρη που απλά άφηνε τους ηλικιωμένους να συντηρούν ένα συννεφάκι με αναμνήσεις για να μαλακώνουν την συντριβή τους από τη φθορά. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν και γίνονταν με ωραίο τρόπο. Το μόνο που τους έλεγαν ήταν να τελειώνουν γιατί περιμένουν να μιλήσουν τα παιδιά. Και οι παπούδες πάντοτε το καταλάβαιναν αυτό, χωρίς καμιά εξαίρεση.
    Τα παιδιά δε μίλησαν καθόλου ! Με αρπάξανε από το χέρι και με ξεναγήσανε. Μου έδειξαν τις παιδικές χαρές τους, όχι τις κατασκευές αλλά τους τόπους. Δεν υπήρχανε καθορισμένοι τόποι για να παίξεις, μου 'λεγαν. Υπήρχανε μονάχα όλα τα υλικά. Τα ζώα, τα δέντρα και τα καθαρά νερά. Και το σχολειό τους ήτανε ενταγμένο μες τη φύση. Φτιαγμένο με τα ίδια υλικά και γιομάτο παραθύρια.
    Έφυγα από την Ακμαιούπολη να μη με πάρει η νύχτα. Είχα να μετρήσω το οικόπεδο στο Ερημοχώρι. Την περιουσία. Ξέρουμε τι σημαίνει περιουσία, είχε πει ο μπόμπιρας... Και τα μάτια του έλαμπαν ίσως γιατί ολάκερο το πρόσωπό του ήταν ένας χάρτης από χρώματα και ιδρώτα.


"ο προορισμός δεν είναι ποτέ ένας τόπος, είναι ένας άλλος τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα " Arthur Miller

1 σχόλιο:

  1. Να' ναι καλά οι λάθος οι στροφές,που μας επαναφέρουνε στον ίσιο δρόμο. Να' ναι καλά κι οι κάτοχοι των DCV που τολμούν τις επικίνδυνες διαδρομές.


    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;