Τετάρτη, Οκτωβρίου 22

το Ιράν μου

      Μπήκα σπίτι. Κανείς. Ευτυχώς. Το μισάωρο που θέλει ένα πλάσμα για να ενώσει τα κομμάτια του, μετά τη δουλειά, όλο δικό μου. Πήρα λίγο φρέσκο ψωμί στο χέρι, την κόρα, σωριάστηκα στις μαξιλάρες με τα ρούχα ανοίγοντας TV. Ταινία. Δεν είχε τίποτε απίστευτο, ένα κατασκοπευτικό θριλεράκι, παραγωγής Μπεν Αφλεκ και Τομ Χάνκς. Οπότε ; Προσδοκίες χαμηλές είχα. Συνήθως με συγκλονίζουν έργα σαν τις τελευταίες παραγωγές του Κληντ Ήσγουντ, αυτός ο τύπος, σκέφτηκα, κόβει και ράβει χωρίς μισόλογα όταν είναι για τις ψυχές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Άμεσος. Αλλά όχι, ήταν Μπεν Άφλεκ η ταινιούλα, ήταν δηλαδή σχεδόν κλισέ ( διαφυγή Αμερικανών από το Ιράν του Χομεϊνί ). Και η ώρα... θέλω να πω απομεσήμερο δεν είναι η στιγμή που θα περίμενες κάποιος να συγκλονιστεί μπροστά στη TV και η μέρα, μια Τετάρτη, χαλαρή, ούτε Σάββατο με τη μεγάλη κούραση της εβδομάδας στο κορμί, ούτε Δευτέρα που δε θέλεις να σου ξανατύχει. Σιγοτραγούδησε γελώντας Donovan. Όλα ήταν σε μια κατάσταση, ας τη πούμε εμείς υπεράνω υποψίας για πόλωση. Το πολύ πολύ για να ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο. Οκ... Έτριψα λίγο τον αυχένα μου, χασμουρήθηκα και μπήκα στο έργο... οι φυγάδες περνούσαν με αγωνία έναν έλεγχο διαβατηρίων. Στρες. Μετά οι σκάλες του αεροσκάφους της Swiss.  Αγχώδης απογείωση. Μουγκαμάρα. Και επί τέλους ακούγεται από τα μεγάφωνα η κωδική ανακοίνωση : Μόλις εγκαταλείψαμε τον εναέριο χώρο του Ιραν. Όλα, ακόμη και τα οινοπνευματώδη ποτά εδώ επιτρέπονται. Κοιτάχτηκαν, έξι τον αριθμό καθισμένοι σε διάσπαρτες θέσεις στη καμπίνα, για ξεκάρφωμα, δίπλα σε μουσάτους και νεαρές με τις μπούργκες, δραπέτες από κάπου για κάπου, μόνοι τους ήξεραν για που, κοιτάχτηκαν δυνατά. Πολύ δυνατά. Βλέματα που σήμαιναν : Δεν τελειώσαμε σήμερα τελικά. Αύριο πάλι, ποιός ξέρει, μέρα είναι. Η μουσική του σκηνοθέτη αναδεικνύει την λύση. Mahler. 

      Και ξαφνικά εγώ λύνομαι στα κλάματα. Ναι ρε πούστη μου. Λύνομαι στα κλάματα ! Εκεί στον καναπέ μου, χωρίς το διαβατήριο στα δόντια. 

      Μιλάμε ότι κλαίω γοερά, με αναφιλητά, χώνω τα μούτρα σ' ενα μαξιλάρι του καναπέ, νιώθω να τραντάζομαι ολάκερος, οχτώ ρίχτερ με επίκεντρο το στήθος μου και λίγα βάζω. Στην αρχή δεν ξέρω καν γιατί. Μετά ξεκινάει να δουλεύει το μυαλό, φόρτε, ένα φλας μπακ αδυσώπητο. Χαμένες ευκαιρίες, διαλυμένα παζλ, ανάξια σεντόνια και ιδρώτες αφελείς, χιλιόμετρα άδικα, νύχτες με τον εχθρό μου, εμένανε, όπως με βλέπετε, τον χειρότερο εχθρό μου, ξύλο που ξέχασα να ρίξω και άλλο τόσο που δεν έφαγα . Παράπονά που ξεχύνονται με λύσσα, όλα μαζί να βγούν, ντυμένα δάκρια σε μασκέ διαδήλωση με τα πλακάτ στο μαύρο. Και μια φωνή, κάθε λυγμός και μια φωνή, όχι ισχυρή, γαμώτο, ακόμα κι αυτή την ώρα υπάρχουν αλυσίδες περασμένες στα ποδάρια των κατάδικων, βγάζω λοιπόν λυγμούς πνιχτούς, να μη με ακούσουν τα πλακάκια, αλλά βγάζω πράμα.
      Έβγαλα. Έβγαλα. Έβγαλα. Δε ξέρω πόση ώρα, μια φορά το σιγούρεψα ότι οι δυνατοί έσονται ευκόλως πενιχροί και λιλιπούτειοι . 
      Συνέρχομαι εκεί. Μπρούμητα στα νωτισμένα μαξιλάρια. Τετάρτη 22 Οκτώβρη μες το μεσημέρι αποφάσισε να βγεί ένα βάρος τόνων που δεν είχα και πλήρη επίγνωση ότι το κουβαλούσα. Μές την πόλη μου, μες στο σπίτι μου, μες στα ρούχα μου. Μέσα.  Στο Ιράν μου.

    Στο Ιράν μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;