Κυριακή, Οκτωβρίου 12

ο Ιερεμίας και το τίμημα της ανισότητας


      Εκείνος στην αρχή δοκίμασε να μπαίνει με άδεια χέρια. Είχε τη δουλειά του χάσει, βλέπεις. Οι ματιές τους, νόμιζε, φανταζόταν, θα στοιχημάτιζε ότι ήτανε απαξιωτικές. Γι αυτόν μια μέρα δυνατή τελείωνε συμβολικά με ένα θρίαμβο. Να μπαίνει από την πόρτα αφήνοντας με κόπο τα κλειδιά γιατί τα χέρια του δεν ήταν αδειανά. Και να ακουμπάει στο πάγκο τις σακούλες με τα ψώνια. Εκείνοι πάντα θα τινάζονταν για να προϋπαντήσουν. Θα κλέβανε μια ρώγα απ' το σταφύλλι, θα άρπαζαν μια σοκολάτα απ' τη σακούλα, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που ήτανε το ευχαριστώ και μπράβο όλα σε ένα. Ύστερα όλα παίρνανε το δρόμο τους.
        Εκείνος στην αρχή λοιπόν δοκίμασε να μπαίνει με άδεια χέρια. Λίγες μέρες, μετρημένες στα δάχτυλα, πετάχτηκαν όλοι από συνήθεια στην πόρτα, για να τον υποδεχτούν. Του πέρναν το σακάκι και του δίνανε ένα φιλί. Μετά μονάχα το σακάκι. Μετά ούτε σηκώνονταν. Μετά ούτε γυρνούσαν να κοιτάξουν. Όλα αυτά δεν τα εκάνανε από κακία. Για πρακτικούς λόγους. Κανείς δε τρέχει εδώ και εκεί χωρίς σπουδαίο λόγο...
       Ο Ιερεμίας όλα αυτά τα άντεχε με στωϊκότητα. Τα έκρυβε εντός του όπως πάντα. Ούτε αν θες αμέσως συνειδητοποίησε τις διαφορές. Να μπαίνεις και να ακουμπάς τα κλειδιά και το σακάκι σου είναι πράγμα που δε θέλει και καμιά ιδιαίτερη τελετουργία.
      Μετά αραίωσαν ωστόσο κι άλλα πράγματα. Και εκείνος ολοένα έθαβε, έθαβε, σα κάτι ανόητους βιομήχανους που ρίχνουνε τα απόβλητα σε πηγάδια. Στο ίδιο τους το χτήμα... Μετά λοιπόν αραίωσε η αγκαλιά, κρυώσανε τα χέρια πρώτα και ύστερα τα μάτια της. Των παιδιών όχι ακόμη. Τα δικά της.
     Λένε πως δεν τον γαλουχείς τον κόσμο δίπλα σου. Όμως αυτός το είδε γρήγορα κι αυτό εκείθε να συμβαίνει. Μόλις κρυώσανε τα μάτια της, άρχισαν να κρυώνουνε οι αντιδράσεις των παιδιών. Ο γιός, αλάνι και αποφασισμένος να πατήσει στα ποδάρια του, άρχισε ευθύς να διεκδικεί αποφάσεις. ήταν ο πρώτος που ανακοίνωσε ότι θα πάει να φέρει ένα γλυκό και δυό κωλόχαρτα. Με τέτοια στεντόρια φωνή που νόμισες ότι αναγγέλλει πως τους πήρε όλους από μία βίλα. Τα μάτια του είχανε μια νίκη. Σπαθί που γύρισε εκατό φορές στην πλάτη του πατέρα, αλύπητα και αθέατα μαζί. Θα γενόταν άντρας, όλως τυχαίως ο μικρός, την πρώτη εβδομάδα που ο μπαμπάς δεν είχε τη δουλειά του.   
    Ο Ιερεμίας μπόρεσε να βγάλει τη μιλιά, να το προλάβει. _ Έχω λεφτά στο συρταράκι , είπε. Ο γιός τους έκανε ένα νόημα, δε χρειάζεται. Κι εκείνη :
    Εκείνη δεν αντέδρασε, ακριβώς την ώρα που θα έβαζες όλα τα λεφτά σου ότι πρέπει να αντιδράσει. Μια αγαλλίαση απλώθηκε στο βλέμμα της κοιτώντας το παιδί της. Δεν διαισθάνθηκε τίποτε !!! Ο γιός της ήταν φυσικά απάνω από του ανδρός της τις συναισθηματικές ιεραρχίες. Μίλησε η φύση. Θα ΄λεγε κανείς ότι το χάσμα που δημιουργήθηκε εκείνη τη στιγμή ήταν το κύκνειο. Όχι ! Όχι... δα.
    Θυμήθηκα το ποίημα μιας γυναίκας # :  
Ασύμετρες οι φυγές μας, 
εκατέρωθεν 
εσύ θεωρηματικός
εγώ αυταπόδειχτη
   Δεν ήτανε το χάσμα κύκνειο. Εκείνος άντεχε. Είχε υπογράψει μάλιστα, δεσμευτικό συμβόλαιο, με ρήτρες, με κυρώσεις, με τη βούλα και τη βούλησή του της στιγμής. Τόσοι και τόσοι. Αυτός γιατί ;

    συνεχίζεται...


   # ποίημα της Μαρίας Τσόλια με τίτλο : Φυγές / περιοδικό Αίτιον τ.1 Οκτώβρης του '14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;