Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29

το πιο αργό δευτερόλεπτο είναι εκείνο που ακολουθεί το γδούπο μιας πόρτας που κλείνει



   Η πλάτη της ήταν ακόμη διάστιχτη από τα φιλιά του. Τα φιλιά φυτεύουν λέξεις στο σώμα. Εκείνη που τα δέχεται γίνεται νουβέλα, ιστορία που μπορεί να ειπωθεί εκατό φορές και αυτοί που θα την ακούνε να κρέμονται από τα χείλη εκείνου, που είναι ο τυχερός αφηγητής. Τα φιλιά φυτεύουν λέξεις στο σώμα. Εκείνη που τα δέχεται γίνεται ένα μεθυστικό τραγούδι. Οι στίχοι του στέλνονται από άνθρωπο σε άνθρωπο με χίλια μέσα, με sms και με μπουκάλια στο νερό. Με σημειώματα σε μπαρμπρίζ και με λόγια που τα αναπαράγει ένας ανύποπτος αυτόματος τηλεφωνητής.
   Εκείνος είχε χείλη που καίνε. Δεν υπήρχε θεραπεία για τούτο το κάψιμο. Δε μπορούσε να πιεί νερό και να το σβήσει. Ούτε να το τραβήξει από το δέρμα με ποτισμένα βαμβάκια μπορούσε. Το μόνο που μπορούσε ήταν να αποφασίσει αν μπορούσε να ζήσει με μια τέτοιας έντασης κάψα στα χείλη. Φυσικά και μπορούσε… Ήταν είκοσι δύο.
   Εκείνη δε σάλευε. Φοβόταν την αντίδραση που θα εκκινούσε μια λάθος στιγμή. Φοβόταν το δευτερόλεπτο που θα συναντιόντουσαν τα μάτια. Δεν είχε βιογραφικό που να της επιτρέπει μια προσευχή. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει με κομμένη την ανάσα.
   Εκείνος περπάτησε ξυπόλυτος. Είχε προσευχηθεί για μια σιωπή. Γύρισε και κοίταξε προς το κρεβάτι. Η ανάσες της ήταν τώρα αργές προκαλώντας στα σεντόνια εκείνο τον νωχελικό παφλασμό που οι ιστιοπλόοι βαφτίζουνε βουβαμάρα. Η προσευχή του ήταν όπως συνήθως καταλυτική. Είχε ένα καλό βραχύ βιογραφικό.
   Η Νάντια άνοιξε τα μάτια. Έριξε κορώνα γράμματα, γυρίζω / δε γυρίζω. Έπεσε  «δε γυρίζω» . Ποτέ δεν ήταν καλή με τις λέξεις. Ό,τι της είχε απομείνει να απλώσει, το είχε απλώσει εμπρός του στο σκοτάδι, σαν να ήταν η τελευταία της οντισιόν . Χωρίς να κρατήσει ένα απόθεμα ασφαλείας. Εκείνη αφού, μόνον έτσι λειτουργούσε...Και πριν και τώρα στα σαρανταεφτά.
   Εκείνος ακούστηκε να μαζεύει από το πάτωμα ρούχα. Μετά ακούστηκε να τα φορά. Και μετά ένας ανεπαίσθητος ήχος στο μαξιλάρι πίσω της.  
   Η Νάντια έκλεισε τα μάτια, τόσο σφιχτά, που τα πρώτα δάκρυα ούτε που το σκέφτηκαν να κυλήσουν έξω. Μέσα στο κεφάλι της η ορχήστρα που υποδέχεται τον βιστουόζο, τον σολίστα, το λόρδο Πανικό, άρχισε να παίζει κι όλας την εισαγωγή. Βιολιά και κύμβαλα. 
   Δεν ακούστηκε τίποτε άλλο. Τίποτε που να μπορεί να υπερκεράσει τους ήχους μέσα της. Όταν η Νάντια γύρισε είδε μονάχα το πίσω μέρος μιας σκαλιστής ολόλευκης πόρτας που απομακρύνεται. Και μετά έφτασε στα αυτιά της ο γδούπος. Στο μαξιλάρι υπήρχε το πιο ηλίθιο, γαμημένα ηλίθιο τριαντάφυλλο. Σε αντίθεση με ένα sms που απλώς το σβήνεις, ένα τριαντάφυλλο μπορείς να το γλεντήσεις. Η Νάντια είχε ξαναδεί πόρτα να κλείνει αλλά κάθε φορά, κάθε φορά ευχόταν να μη δει και τριαντάφυλλο.

   Ένα τριαντάφυλλο μπορείς να το φτύσεις. Μπορείς να το πετάξεις στον τοίχο, πολλές φορές, μετά να φορέσεις παπούτσια και να το ποδοπατήσεις, μετά να βάλεις τα πέταλα σε τασάκι και να τους ανάψεις φωτιά, μπορείς να το μασήσεις ή να το τρίψεις στο multi, μπορείς να το κόψεις με το ψαλιδάκι κομφετί.

    Άκουσε απόηχο της πόρτας να επιστρέφει από το μπάνιο. Ήταν η αντήχηση των μεγάλων γδυμένων δωματίων που μπορείς να νοικιάσεις με την ώρα στο κέντρο της πόλης. Κάθε ατυχής ήχος αναπαράγεται σπαραχτικά σε τούτα τα μεγάλα γδυμένα δωμάτια που μπορείς να νοικιάσεις με την ώρα στο κέντρο της πόλης. Και η φυγή των εραστών αναπαράγεται σπαραχτικά σε τούτα τα μεγάλα γδυμένα δωμάτια που…
     Εκείνος ήταν ήδη στο δρόμο. Είχε κάνει το λιγότερο δυνατό θόρυβο αλλά ο ήχος του φάνηκε και πάλι εκκωφαντικός. Ο ήχος από την πόρτα που κλείνει. Τον έτρεπε πάντα σε μια άταχτη φυγή. Μέχρι να χωθεί στο ασανσέρ αισθάνθηκε ότι τα δευτερόλεπτα κρατούσαν αιώνες.
     Η Νάντια κοίταζε ακόμη το τριαντάφυλλο στο μαξιλάρι. Υπάρχει πιο βάναυσο σουβενίρ ; Ενός εραστή που σε έχει μόλις απορρίψει, ένα τριαντάφυλλο ως το σύμβολο συμπονετικής μακροθυμίας ;
     Το σήκωσε και το μύρισε. Το μαξιλάρι φυσικά. Ύστερα το άφησε πάνω από το τριαντάφυλλο, να το κρύψει, γιατί η Νάντια τώρα δεν ήταν η Νάντια των πρώτων άγουρων δεσμών. Θέλω να πω, ποια μεσήλικη τσαλαπατάει τα τριαντάφυλλα πάνω σε ξένες μοκέτες ; Για μια στιγμή νόμισε ότι ξανα άκουσε, τρίτη φορά, τον ίδιο γδούπο. Έκανε λάθος. Όλες οι πόρτες ήτανε κλειστές…

      Το πιο αργό δευτερόλεπτο είναι εκείνο που ακολουθεί  …άλλη μια πόρτα που κλείνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;