Κυριακή, Απριλίου 6

τα υπόλοιπα τα ξέρετε

-       
 

-         - Γιατί δε βάφουμε αυτόν τον τοίχο ;
   -Ποιόν, τον μεταξύ μας ;
    -Όχι, τον απέναντι.
-          -Τι χρώμα ;
-          -Δε με νοιάζει, αρκεί να μην τον βλέπω ίδιο.
 Γύρισε και την κοίταξε με αρνητικό βλέμμα. Εκείνη δεν έκανε τον κόπο να το αναλύσει.
   -    Μαύρο τότε. Ας τον βάψουμε μαύρο. 
   -    Δε με νοιάζει. Πήγαινε και φέρε μπογιά. Θα βγάλω τα εργαλεία.
-          Σοβαρολογείς τώρα, ε ;
      Γύρισε και τον κοίταξε με απαξιωτικό βλέμμα. Εκείνος δε κοιτούσε, γενικώς . Μετά σηκώθηκε και έφυγε. Δε ξαναγύρισε ποτέ. Ύστερα πάλι αντιλήφθηκε ότι απλά σκέφθηκε να σηκωθεί και να φύγει και να μη γυρίσει ποτέ. Το μυαλό του τον έπαιζε. Με γερό χαρτί.
-           Ποτέ δεν αστειεύομαι με το μαύρο, είπε εκείνη.
-           Ναι, το ξέρω, γενικώς ποτέ δεν αστειεύεσαι με το χρώμα.
      Ενεπλάκησαν τυχαία. Τους φάνηκε καλή ιδέα. Δυο μέσοι άνθρωποι που δεν είχαν την επίγνωση ότι είναι δυο μέσοι άνθρωποι. Απλά θεώρησαν αλλήλους ακίνδυνους. Από την ώρα που ενεπλάκησαν, όλα πήραν τον δρόμο που παίρνουν μετά την εμπλοκή δυο μέσων ανθρώπων. Μα τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί ; Αν εκείνος ήταν ο Μπουκόβσκι και αυτή η Μελίνα θα μπορούσε η έκβαση να έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά όχι. Δεν ήταν.
-          Το λοιπόν, εγώ το χρώμα εσύ τα ρολλά.
-          Ποια ρολλά ;
-          Τα ρολλά, πως διάολο θα βάψουμε ;
-          Εγώ θα βάψω. Εσύ θα με βλέπεις να τα βάφω μαύρα και θα χασμουριέσαι, έτσι για να διατηρούμε μια επαφή με την …
-          Πάω.  Και, αν θες ;  Βγάλε αυτό το άθλιο νυχτικό  .. δε θα θες να το λεκιάσεις.
       Σηκώθηκε και έβγαλε το νυχτικό με μια κίνηση των χεριών προς τα πάνω. Τα στήθη της ήταν άσπρα σαν αχρησιμοποίητα. Εκείνος κατάπιε τη γλώσσα του, αν περιγράφεται έτσι μια στιγμή που όλοι περιμένουν να μιλήσεις κι εσύ δεν… Εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι φορώντας μόνο την μαύρη κιλότα και πέταξε το νυχτικό στον κάδο. Μετά τεντώθηκε και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Τον κοίταξε όπως κοιτάζει το χορτάτο λιοντάρι έναν αγριόχοιρο που μασουλάει κράνα απρόσεκτος σαν πρωτάρης.
-          Εντάξει τώρα ;  Θες να βγάλω τίποτε άλλο ;
-          Πάω.
     Το να λες πάω και να μη ξεκινάς είναι αξιολύπητο από μόνο του. Πόσο μάλλον αν έχεις υποδεχτεί το βλέμμα ενός χορτάτου λιονταριού που κοιτάζει  έναν αγριόχοιρο που μασουλάει κράνα, απρόσεκτος σαν πρωτάρης. Μάζεψε τα υπολείμματά του και κίνησε.
-          Να πάρεις μια χαρτοταινία . Πάρε μου και χαρτάκια από απέναντι. Δεν έχω να στρίψω.
       Έκλεισε πίσω του την πόρτα.
-          Στριμμένη !  ψέλισε καλώντας το ασανσέρ.  Ε, στριμμένη !
Χωρίς αμφιβολία η γυναίκα ήταν στριμμένη. Το ζήτημα είναι ότι όσο περισσότερο της έστριβε τόσο περισσότερο του άρεζε. Ήταν ένα παιχνίδι με τα όρια. Μια εκποίηση των κανόνων που τον έφεραν ως εδώ, μια κίνηση απελπισίας, αν αναλογιστείς ότι δεν ήταν παρά ένας μέσος άντρας. Μπήκε στο χρωματοπωλείο αποφασισμένος.
-          Ένα παντάκιλο μαύρο πλαστικό.
-          Καλημέρα.
-          Όπως νομίζετε…
-          Κάτι άλλο ;
-          Μια χαρτοταινία μεσαία και δυό μέτρα σχοινί.
-          Σχοινί ;
-          Χοντρό.
    Κοίταξε τον μαγαζάτορα και γέλασε με δεικτικό τρόπο. Ο ανθρωπάκος σύρθηκε να φέρει τη μπογιά και γυρνώντας άρπαξε μια χαρτοταινία από το ράφι.

       Πρέπει να έχασε τον έλεγχο της κατάστασης όταν άρχισε να την βλέπει με συγκατάβαση. Τότε έχασε την σπιρτάδα της η συνάντησή τους. Το παιχνίδι με τα όρια ;  Το παιχνίδι με τα όρια ποτέ δεν κράτησε ανθρώπους περισσότερο από λίγους μήνες μαζί. Είναι μια αυταπάτη. Σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι κάποιος άλλος, μια, δυό, τρείς, μετά πέφτεις στον καθρέφτη και καταλαβαίνεις. Άμα δε τα κάνεις όλα πουτάνα δεν αλλάζει τίποτε. Τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου.  
-          Ξέχνα το σχοινί, σκέφτηκα κάτι άλλο, είπε εκείνος.
-          Έχουμε φαλτσέτες !  έκανε μια απόπειρα χιούμορ ο χρωματοπώλης.
     Το βλέμμα που του απηύθηνε ο Ιάσωνας ήταν ενός πεινασμένου λιονταριού. Ο άλλος έσκυψε για να βρεί μια σακούλα και την ησυχία του.
-          Δεκατρία και δεκατρία λεπτά, απαίτησε.
-          Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
-          Ορίστε ;
-          Τίποτα, κράτησε από το εικοσάρικο. Ευχαριστώ.
      Με το πεντάκιλο στη σακούλα να του διαταράσσει την ισορροπία, όχι μόνο επειδή ήταν μαύρο αλλά επειδή ήταν και πεντάκιλο, περπάτησε στραβοκάνικα μέχρι το ψιλικατζίδικο και έκανε πως διαλέγει περιοδικό, να θυμηθεί τι του ζήτησε η άλλη. Είχε κολλήσει στα γεγονότα. Κρατούσε ένα μαύρο πεντάκιλο που κόστισε δεκατρία και δεκατρία.
-          Πιάσε δυο πάκα χαρτάκια για την στριμέν… για στρίψιμο .
-          Έτοιμος. Καλημέρα.
-          …… μέρα.    Τι διάολο χάπια πίνουν, σκέφτηκε και του γύρισε την πλάτη.
     Με το πεντάκιλο στη σακούλα να του διαταράσσει την ψυχολογία πέρασε τον δρόμο και χώθηκε στο ασανσέρ. Ετοίμαζε ήδη την ατάκα. Ο θάλαμος έτριζε σαν δαιμονισμένος και δεν ήταν αργά, κάποιοι μπορεί να κοιμόντουσαν ακόμη. Σταμάτησε στον τρίτο. Έσπρωξε με το αριστερό πόδι την πόρτα. Εκείνη άνοιξε λίγα εκατοστά και ξανάκλεισε στα μούτρα του. Ήταν αυτό που λένε, έφαγα πόρτα, αλλά κυριολεκτικά. Της έδωσε άλλη μια με τον ώμο και βγήκε στο μισοσκότεινο κλιμακοστάσιο.  Άφησε κάτω τη σακούλα για να ψάξει το κλειδί. Ακούστηκαν από μέσα διαπληκτισμοί. Η εξώπορτά τους του φάνηκε μισόκλειστη. Την έσπρωξε και πάγωσε. Η Αλίκη είχε ανάψει μες το καταχείμωνο το κλιματιστικό. Είχε ανοίξει την τηλεόραση στη διαπασών. Είχε τραβήξει την τραπεζαρία στη μέση και ήταν καθισμένη με κασκόλ και γάντια πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού ανακατεύοντας με ένα μαχαίρι έναν κουβά με πλαστικό χρώμα. Στο κόκκινο της φωτιάς.
   -          Βάλε Αντένα. μπόρεσε να πει εκείνος.
    -  Είσαι τρελός ;  τον ρώτησε αυτή.

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.    

1 σχόλιο:

  1. Μαρια Παπαδοπουλου6 Απριλίου 2014 στις 8:03 π.μ.

    Πολύ ωραίο κείμενο.
    Ακόμα... θυμωμένος.
    Αλλά συμφωνώ.
    Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;