Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22

Μια βόλτα στις ζωές των ...άλλων


Τρομάζω εδώ. Γιατί σκοτάδι τόσο πηχτό σαν απροσπέλαστο τοίχο σπάνια αντικρίζω. Ούτε στις χειρότερες μέρες μου. Κείτομαι. Από κάτω μου αδιευκρίνιστος αριθμός αινιγματικών ανθρώπων. Ίσως αυτό που ακούω σα κύμα που σκάει σε χαλίκια να είναι μερίδες αγωνίας που εκβράζονται στο ρυθμό του ύπνου τους. Ίσως. Eίναι το προνόμιο των ανθρώπων που κοιμούνται σε πολυκατοικίες. Aκούς τις ψυχές των άλλων.
Δεν έχω παρά να ανασύρω μια σκέψη. Πατάω το κουμπί, έτσι με έμαθες. Δεν συμβαίνει τίποτε. Το κουμπί είναι οφθαλμαπάτη. Το κουμπί σου είναι μια ζωγραφιά πάνω σε ατσάλι. Γκράφιτι. Είναι μια ευκαιρία χωρίς ουσιαστική έκβαση. Μα τι θα μπορούσε να είναι ένα κουμπί. Ο από μηχανής Θεός απέτυχε. Ακόμη ένας..
Τρομάζω. Γιατί σκοτάδι τόσο πηχτό σαν απροσπέλαστο τοίχο εγώ σπάνια έχω αντιμετωπίσει. Ούτε στις ομορφότερες νύχτες μου. Οι νύχτες μου είναι το κρησφύγετό μου ! Χα, δε θα στο δείξω ποτέ. Αν στο δείξω, δε θα είναι πιά το κρησφύγετό μου, έ ; Πολλές φορές λοιπόν το αποζητώ, το σκοτάδι. Αλλά όχι αυτή τη φορά:
Κάτι από μένα ελαφρύ σηκώνεται και βολεύεται στο περβάζι του παραθύρου. Έχει παράθυρα ξέρεις εδώ. Ευτυχώς. Τα νέα δεν είναι αισιόδοξα. Τα νέα δεν είναι καν νέα. Εφαρμόζεται ένας ακόμη κύκλος εφιαλτικής χειραγώγησης των μαζών. Εκείνες ακόμη ίσως δεν το ξέρουν. Εγώ το ξέρω γιατί πρώτα αντιλαμβάνομαι τα πράγματα με την έκτη μου αίσθηση, το κατάλοιπο μιας πολύ πικρής γεύσης στη γλώσσα. Η γλώσσα μου δεν λαθεύει ποτέ. Και απόψε είναι πικρή σαν παγωμένη ασπιρίνη μέσα σε γλυκερό ζεστό λικέρ.
Δεν είναι μονάχα η καταπάτηση όλου του σχεδιασμού των ζωών μας. Αυτό το περιμέναμε γιατί ο άνθρωπος είναι το πιο υποψιασμένο ζώον ετούτου του ανυποψίαστου πλανήτη. Όχι. Δεν είναι αν θέλεις ότι καταργούνται δικαιώματα στην ..κατανάλωση της πραγματικής ζωής. Είναι ότι καταγγέλλονται και τα όνειρα. Είναι ότι αποψιλώνονται ηθικά οι ομορφότερες επιδιώξεις. Είναι ότι τουφεκίζονται τα αγαθότερα από τα κίνητρα. Είναι ότι απαιτείται από όλους μια προσαρμογή. Επιβάλλεται όλοι να έρπουν.
Τρομάζω. Κείτομαι περιστασιακά ή οριστικά ;
Όταν τρομάζω έτσι, φωνάζω την καταχνιά. Την καλώ με ένα διακριτικό λυγμό. Το καλό με την καταχνιά είναι ότι δε χρειάζεται την κραυγή μου. Αντίθετα από τους ανθρώπους μου που ακόμη και στις πιό δυνατές από δαύτες απαντούν περιφρονητικά. Αυτή ζυγώνει αφουγκραζόμενη το λυγμό και , κυρίως, χωρίς να τους ξυπνήσει όλους. Μερικές φορές με συμπονά. Τότε συμβαίνουν ωραία γεγονότα. Ω, ναι. Συμβαίνουν στο περιθώριο της υπόλοιπης δραστηριότητας. Διακριτικά, εστιασμένα και καθοριστικά.
Λες ότι δε τα'χεις δει ; Έλα τώρα...Συμβαίνουν όταν κάποιος σε κοιτάξει και δει κάτι στα μάτια σου. Συμβαίνουν όταν ξεφύγεις από τον κλοιό τους. Γεγονότα.
Χθες βράδυ το λοιπόν ήρθε εκείνη. Με κάθισε με στοργή στην ομιχλο- ύφαντη ποδιά της και με άφησε να ακουμπήσω το κεφάλι μου ανάμεσα στα δυό στήθια της. Και όταν δήλωσα έτοιμος, δεν είμαι πάντα ξέρεις, έτοιμος εννοώ, όταν ήμουν πια έτοιμος κινήσαμε.
Με κατέβασε χωρίς αναταράξεις από το παραθύρι μου μέχρι τη θάλασσα και σιωπηλά, συνωμοτικά απομακρυνθήκαμε πάνω σε μελανιασμένο νερό. Κοιτάξαμε τη Θεσσαλονίκη από απόσταση. Τα φώτα της έσβησαν σε νωθρά κεριά. Οι φιγούρες της έχασαν τις ακμές. Και τότε, όπως κάνουμε πάντα, την λατρεύω για αυτό της το κόλπο, με έφερε πίσω απαλά, περπατώντας ξυπόλητη στους αγρούς της αβύσσου για να μην τους ξυπνήσουμε. Αχ, ήταν οι περισσότεροι ήμεροι κι ωραίοι. Ανύποπτοι για αυτή την απροκάλυπτα αναιδή μας εισβολή. Αυτό είναι το νόημα της εισβολής όμως… αλλιώς θα το λέγαμε κοινωνική επίσκεψη.
Περάσαμε ξυστά από το μέγαρο μουσικής και κοντοσταθήκαμε στον Γεράσιμο. Αυτόν τον απαρνητή με τη βιβλική μορφή που ξεχειμωνιάζει και ξεκαλοκαιριάζει στα χαρτόνια κάτω από δυό τυχαία διαλεγμένες λαμαρίνες, κάτω από δυό σοφά διαλεγμένες φυλλωσιές. Ο Γεράσιμος άκουγε Βιβάλντι. Το τρανζίστορ ήταν το γραμματόσημο για την διεκπεραίωση της δικής του καταγγελίας. Υπήρχε μια πυγολαμπίδα ανάμεσα στα δυό του δάκτυλα και μας κοίταξε νομίζω μέσα από τα δασώδη φρύδια του με συνωμοτική συγκατάβαση. Ήμασταν ευπρόσδεκτοι. Κεράστηκα απ΄τις ρυτίδες του νοήματα και ξανακινήσαμε.
Ανεβήκαμε το στενό σοκάκι και ωωωωωπ η καταχνούλα μου με σήκωσε στο πρώτο όροφο μιας λιγδερής κιτρινιάρικης οικοδομής. Η μπαμπούσκα, πώς να τη πείς αλλιώς μια καθαγιασμένη φυσιογνωμία 90 χρονών με μαντήλι στα αφράτα ευωδιαστά λευκά μαλλιά, πλησίασε στο γρατζουνισμένο από περιστέρια παραθύρι της. Ήταν βέβαιη. Ποτέ δεν είχα δει τόση βεβαιότητα στα μάτια ανθρώπου. Ήταν βέβαιη, ότι, με το πρώτο χάραμα, ένα νέο μπουμπούκι θα την περιμένει σε μια από τις τέσσερις πήλινες γλάστρες της. Τις κοίταξε τόσο τρυφερά, με ματιές τροφή και νερό. Ήταν σου λέω βέβαιη. Και με αυτήν την βεβαιότητα ξάφνου με κοίταξε κατάματα. Πάγωσα, ψέματα να πω ; Πάγωσα από τη σύγκρουση ενός δυνατού με ενός λιγωμένου βλέμματος. Μετά αποφάσισα να ανασυνταχθώ. Δεν πρόκαμα. Γύρισε χαμογελαστή, αισιόδοξη στα 90 της ότι αξίζει να περιμένει την αυγή κι απόψε. Και πήγε να ξαπλώσει.
Κατεβήκαμε και κυλιστήκαμε στο χορτάρι με την οικοδέσποινά μου για εκατό, τρεις χιλιάδες, πέντε μέτρα. Έχασα το μέτρο. Ουουουουουουου. Κοντοστάθηκε πίσω από ένα γέρικο κορμό ακακίας. Τους άκουσα. Άκουσα τον πόθο δυο παιδιών να προκαλέσουν μια ανατριχίλα στο μυαλό τους. Άφησέ με, της ψιθύρισε. Και αυτή αφέθηκε με κόκκινα τα μάγουλα από ενοχή. Ο Μιχαλιός της , γλίστρησε με δέος τα ακροδάκτυλα μέσα από τις μασχάλες της. Ανάσαναν κοφτά και οι δυό τους. Αρρυθμίες τυμπάνιζαν τον ύμνο του απαγορευμένου. Και τότε το άγγιξε. Άγγιξε το άγουρα φουσκωμένο βυζί και σταμάτησε το τρεμάμενο δάκτυλό του στη θηλή της Αθηνάς. Της Αθηνάς του. Δεν τόλμησε να τη φιλήσει στο στόμα. Δε βιαζόταν αυτός. Δεν ήθελε να προκαλέσει κανέναν τρόμο σ’ αυτά τα μάτια. Ήθελε να τον κοιτάζουν ολόγιομα. Τράβηξε το χέρι του και το ακούμπησε στη μύτη του. Και μύρισε για να νιώσει την επιβεβαίωση ότι δεν ονειρεύεται, μ’ άλλη μια από τις αισθήσεις του. Ήμουν άβολα και σάλεψα. Έσπασα ένα φύλλο με την πατούσα μου. Με κοίταξε ενοχλημένος σα να μου έκανε νόημα: Δίνε του ! Δε χωράς. Όχι εδώ.. Εδώ έχει σημασία το ασήμαντο. Εδώ βιρτουόζος είναι το σκαθάρι. Καλύτερα να μην μας κρίνεις, νεάνθρωπε.
Η καταχνιά με παρέσυρε τότε προς τη σειρά με τα κτίρια. Ένα, δυό, τρείς ορόφους σκαρφαλώσαμε. Μαύρες τρύπες τα παραθύρια των ανθρώπων. Μα ένα, ένα εκεί μικρό τρεμόπαιζε. Κοίταξα ένα κοριτσάκι στο πάτωμα. Ένα σεντόνι που έφτιαχνε καταφύγιο. Ένας φακός που ψυχοραγούσε από κάτω. Κι ήταν παντού οι ευχούλες. Κρεμασμένες σε ζωγραφιές. Ειπωμένες με άμεσο και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Ήταν παραμύθια ανοιχτά σε αγαπημένες σελίδες. Ήταν ήρωες και ηρωίδες φθαρμένες από ζωηρά μάτια. Και ήταν επίσης μια εντολή διάσπαρτη ολούθε. Περιμένετε και θα δείτε, μονάχα, μην τα καταστρέψετε όλα. Μην τολμήσετε να τα καταστείλετε όλα. Αφήστε τουλάχιστον σπόρια προοπτικής. Και θα δείτε. Και θα δείτε. Η επανάσταση δε θα σας φερθεί σκληρά. Αφήστε την να γεννηθεί, θα σας συμπεριλάβει…
Δεν ήμουν πια τρομαγμένος. Ήμουν κουρασμένος σαν πρωινός αρτεργάτης που καμαρώνει τα φουσκωμένα στη σειρά ψωμιά να κορδώνονται και να τον περιπαίζουν. Κάθε καρβέλι και μια ευχή. Οι αρτεργάτες προετοιμάζουν τα πρωινά μας με τόση στοργή. Δε θα ‘πρεπε να λέγονται βαρέα και ανθυγιεινά τα ξημερώματά τους. Θα ‘πρεπε να λέγονται ευγενικά, υπέροχα, δημιουργικά. Και να ήταν επταπλάσιος ο μισθός τους.
Μα εγώ ήμουν κουρασμένος. Της ζήτησα να με αφήσει στο παραθύρι μου ξανά. Γλίστρησα κάτω από το σκέπασμα και έμπλεξα τα πόδια μου με της αγαπημένης μου. Αναστέναξα βαθειά. Κι αυτή νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος γιατί δεν ήτανε εκεί. Εγώ όμως κοιμήθηκα μαζί της. Και σκέφτηκα ότι δεν τρέχει και τίποτε που δεν ήτανε μια νύχτα ακόμη εκεί. Είναι πολλές ακόμη οι νύχτες για να αποκλείσεις μια τυχαία συνάντηση…
-Όταν αισθάνεσαι την επίθεση της μιζέριας να σε απειλεί, όταν νομίζεις ότι είσαι εγκλωβισμένος, τότε να με φωνάζεις. Έτσι μου είχε πει. -Μπορεί να μην έχω το κορμί της γυναίκας των ονείρων σου, μπορεί να μην έχω τα επιχειρήματα του πιο καλού σου φίλου, μπορεί να μην υπάρχω στις σελίδες εκείνου του βιβλίου που δεν αφήνεις κανέναν, κανέναν, να μετακινήσει από το κομοδίνο σου. Δεν είμαι τέτοια. Δεν είμαι καν διαθέσιμη σε μόνιμη βάση. Είμαι μια περιστασιακή ερωμένη. Είμαι μια κοσμική αστρόσκονη. Ανήκω σε όλους. Και δίνομαι με σύνεση.Μόνο να ξέρεις ότι πολλές φορές κοιμάμαι μέσα σου. Συχνά. Και η ανάσα μου σε υποκινεί και σε χειραγωγεί ωραία. Είμαι η Πίστη.
-Είσαι τόσο όμορφο πλάσμα. Είσαι τόσο προικισμένο πλάσμα. Είσαι τόσο τυχερό πλάσμα. Μάζεψε τα μυαλά σου και προχώρα.
Προχώρα. Εμπρός. Τ’ ακούς ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;