Κυριακή, Φεβρουαρίου 8

σε κενό αέρος

    Δεν υπάρχει ζώνη για να τη δέσω. Είμαι εγώ και η αναγούλα. Σε άδειο στομάχι. Η χειρότερη του είδους... Και νηστικιά και άρρωστη.  Κάποιος να με προσέξει ; 
    Φοράω με τις τελευταίες ρανίδες των δυνάμεών μου τα πιο φωτεινά χαρούμενά μου ρούχα. Βάφω τα χείλια μου ροζ, κουφετί. Απλώνω ένα σάλι, σημαία μου, σημαία του κινήματος των μοναχών ανθρώπων και σινιάλα σου κάνω. Κάποιος να με προσέξει ;
    Στέκομαι όρθια καθώς ο αέρας με διαλύει, παρασύροντας τα μισά μου ρούχα στο μαβί τσιμέντο, στον απόηχο του τραίνου που έφυγε, στο άρωμα της πίσσας και τη μυρωδιά της καμένης ελπίδας, στο μπετόν των αναστεναγμών. Κάποιος να με προσέξει ;
    Κάνω άλλο ένα βήμα εμπρός. Χρειάζονται άλλα πέντε. Κάθε συρμός που φεύγει με τραβάει ακόμα πιο κοντά. Στο χαντάκι με τις ράγες. Ακόμα τέσσερα. Κάποιος να με προσέξει ;
    Βγάζω μια φωνή, ξέπνοη, στα στασίδια πάει δε πάει, στο παγκάκι αποκλείεται, υπάρχουν άνθρωποι χειρότερα από μένα εδώ μέσα, δεκάρα δε δίνω, τώρα είμαι εγώ και το βουνό μου. Κάποιος να με προσέξει ;
    Παρνάει ένας βιαστικός. Θυμωμένος, καλύτερα, έξαλλος να πω. Τα μάτια του φωτιές. Μου δίνει μια και πέφτω δίπλα στο πεζούλι. Το τραίνο έρχεται τσιρίζοντας. Είμαι μια πιθαμή από το κενό. Το τραίνο σταματάει. Πόδια, ομπρέλλες, χαρτοφύλακες, καλτσόν με τρύπες και καρότσια με μωρά. Με βλέπει εκείνος. Περιμένει. Φεύγουν όλοι. Όχι αυτός.
   Το χέρι του έχει ρόζους. Το χέρι του έχει απεριποίητα νύχια. Το χέρι του έχει δύσμορφο αντίχειρα. Το χέρι του έχει φλέβες πεταχτές. Το χέρι του είναι
  ... το πιο τέλειο χέρι του κόσμου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;