Τετάρτη, Ιουνίου 3

Να μη της πω καμιά κουβέντα



    Ούτε πέντε δεν ήταν. Κάποιο τσογλάνι χτύπησε όλα τα θυροτηλέφωνα. Τινάχτηκα γιατί όλο κάποιον περιμένω. Δε μπήκε κανείς, πάλι. Φυσικά. Από το πίσω μπαλκόνι το φως ήταν παράξενο. Σύρθηκα να δω μπας και κάτι μου συμβεί.
    Μετά την είδα έτσι. Με ένα φωτοστέφανο. Εκείνη που χτύπησε τα θυροτηλέφωνα, η νεράϊδα λέω, πρέπει να μην είχε κοιμηθεί ολονυχτίς. Δε γύρισα στο κρεβάτι.Κάθισα για να δω που το πάει.
    Μέσα σε είκοσι λεπτά γίνανε όλα. Από το Σέϊχ Σού που δε ξέρω ποιος το βάφτισε έτσι, απλώθηκε αίμα σε ολάκερο το στερέωμα, ο Μεγάλος ανήγγειλε την άφιξή του και Εκείνη απόμεινε μια ξέθωρη αναφορά του, προπομπός και υποτελής για δεκατρείς ώρες.
    Μέσα σε αυτές τις δεκατρείς ώρες που μπορεί και να μην είναι οι πιο κρίσιμες δεκατρείς ώρες της νεότερης ιστορίας μας, θα δέσουμε τα παπούτσια μας κοιτώντας τα με αηδία, θα βάλουμε τα πράγματα σε σακούλες που ανοίγουν δύσκολα, όλα τα πράγματα, θα μετρήσουμε πόσα μας έμειναν, εντός εκτός κι επί τα αυτά, θα ψάξουμε με αγωνία το κλειδί για μια πόρτα, και το άλλο της ευτυχίας, θα τραβήξουμε με το μικρό νύχι μια τσίμπλα από το αριστερό μάτι, θα τη πετάξουμε χάμω χωρίς να έχουμε ιδέα ότι κάποιος μαζεύει τις τσίμπλες μας, θα κάνουμε τράκα φωτιά κι ελπίδα, θα ψάξουμε αργία στον Ιούνη, αργία που δε θα ξέρουμε τι να την κάνουμε, θα σηκώσουμε το τηλέφωνο με δυσφορία, ενώ θα είναι για καλό, θα κρεμάσουμε την αυταρέσκειά μας στο fb, τζάμπα και βερεσέ, θα κρατήσουμε μια σημείωση για αν ποτές, που ποτές, θα ποθήσουμε ένα διερχόμενο πλάσμα, που ποτές, θα τρομάξουμε από ένα κλάξον και ίσως αφήσουμε την τελευταία μπουκιά μας στο πιάτο, μαζί με την τύχη . Όλα αυτά θα τα κάνουμε επειδή Εκείνη θα λείπει. 'Ηθεισται να λειτουργούμε στη κόντρα, η Εκείνη να φεύγει και οι Εμείς να σηκωνόμαστε.
    Εκείνη θα κάνει ένα τσεκάρισμα όλο το πλανήτη και αν εμφανιστεί το βραδάκι θα είναι σοφότερη κατά τρακόσιες εξήντα μοίρες. Αν δεν εμφανιστεί θα ευλογούμε τα σύννεφα και τα γένεια μας. Ο ύπνος μας θα είναι ελαφρύς και τα όνειρα σκέτα. Αν όμως έρθει !  Θα μας ξανα κοιτάξει αφ’ υψηλού και θα βάλει τα ερωτήματα της ολονυχτιάς :
    Θα μας ρωτήσει αν αλλάξαμε κάτι. Θα μας ρωτήσει αν ο μύθος μας ράγισε και πότε θα τον κάνουμε θρύψαλα. Δε θα ‘ναι ευχαριστημένη με το ημερολόγιο καταστρώματος και θα μας βάλει να γράψουμε είκοσι φορές το «πιστεύω». Θα μας δώσει τις επόμενες δέκα εντολές. Μια από αυτές, η πρό τελευταία, θα είναι «ού φονεύσεις». Εμάς το μυαλό μας θα πάει κατευθείαν στο τελευταίο θύμα της βλακείας μας και θα αρχίσουμε τις ανασκευές. Θα μας ψελλίσει την τελευταία εντολή. «Ουκ αυτοχειρίαν διαπράξεις». Εμείς δε θα δώσουμε βάση γιατί έχουμε χριστιαννικόν ηθικόν υπόβαθρον. Θα ανακατέψει τις προτεραιότητες και θα μας παραδώσει κακήν κακώς στην επόμενη ημέρα. Και σα μουσίτσα θα φύγει λίγο πριν αρχίσουν τα δύσκολα.
     Η κουφάλα. Η καργιόλα. Η άθεη. Η να μη της πω καμιά κουβέντα.

2 σχόλια:

  1. Αφού είναι να φύγει, τι στην ευχή έρχεται και μας αναστατώνει; Η να μη της πω καμιά κουβέντα, ευλογημένη να είναι... που επιμένει να έρχεται..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;