Κυριακή, Ιουνίου 14

τη φλούδα σου και τα μάτια σου



   Το μαξιλάρι μου. Tο νιώθω απόψε άγριο, σα φλούδα ακτινίδιου. Είναι που βαρέθηκα πάλι να ξυριστώ. Το ηθικό μου πάλι, αυτό το νιώθω σα φλούδα σάπια. Από τη φλούδα καταλαβαίνεις το φρούτο. Από τη φλούδα το αποστρέφεσαι ή το ζηλεύεις και το ορέγεσαι. Κατά μια έννοια με μια πρώτη ματιά είμαι λοιπόν για πέταμα.  Αρχίζω και ανασύρω τα ενσταντανέ της ημέρας που, όπως όπως πάλι, βγήκε. Τα ξεδιαλέγω... 
  10.15’  Ένα δεκάχρονο αγόρι μπαίνει στο μαγαζί με τον ...εξηντάχρονο πατέρα του. Ρίχνουν μια ματιά και μουρμουρίζουν σχόλια στα Ρώσικα.  Εκείνος φαίνεται άτολμος. Το ξανθό παιδί με πλησιάζει και στηλώνει τα μεγάλα μάτια του καταπάνω μου. «Ο μπαμπάς μου ήρθε από τη Ρωσία. Θα σας μεταφράζω εγώ, γιατί δεν μιλάει ελληνικά» μου λέει. Τα ελληνικά του αποτέλεσμα καλής φοίτησης σε δημόσια σχολειά. Η φλούδα του λάμπει σαν του κερασιού. Ακολουθούνε διάλογοι, απορίες και διευκρινίσεις, που το μικρό μεταφράζει με απολαυστικό τρόπο στον σκεφτικό ασπρομάλλη και στο τέλος  με ευχαριστεί πολύ. Είναι δέκα χρονώ και δέκα πόντους ψηλότερο από την ώρα που ‘ρθε. Το λένε Αρτούρο.
    8.13’ Ένας ψαρομάλλης ηλικιωμένος με νηφάλεια έκφραση και ήμερες βαθειές ρητίδες  κοντοστέκεται στην πόρτα μου, με το τσάι του στο χέρι. Με κοιτάζει κατάματα και μόλις του χαμογελάω ανταποδίνει. «Περικλή, όλα θα τα φτιάξουμε, μην ανησυχείς. Άμα βλέπω να χαμογελάς, εγώ εντάξει είμαι. Πάω τη βόλτα μου. Μη στενοχωριέσαι. Ένα τσάι κι ένα καλημέρα είναι αρκετά. Έχω μια φλούδα λεμόνι στη τσέπη. Μια χαρά.Τα υπόλοιπα θα τα φτιάξουμε». Του κάνω το νόημα της νίκης σα ρομπότ. Μετά, συνέρχομαι. Σηκώνομαι και πάω να τον αγκαλιάσω. Στο μυαλό μου η γυναίκα του, η κυρία Χριστίνα που κάνει χημειοθεραπείες. Τον ρωτάω αν ....όλα εντάξει. No news - good news. Μια από τις πιο αγαπημένες μου κυρίες της περιοχής, μια συνταξιούχος δασκάλα. Αγώνας με ανώτερο αντίπαλο. Ο κύριος Σωτήρης με επαναφέρει. «Χαμόγελο, Περικλή, χαμόγελο». Η φλούδα του λάμπει σα φρεσκοκομμένου κόκκινου μήλου. Και είναι εβδομήντα χρονών.
   11.42’  Η τρελομικρή του Στέλιου από το δίπλα μαγαζί, το bike society,  μπουκάρει μέσα καβάλα στο ποδήλατο. Όλο μαζί το μέγεθος, είναι τσέπης. Το μαλλί της τριπλάσιο από το κεφάλι της, κατσαρό ψιλό ψιλό και σηκωμένο σα φρικαρισμένου καρτούν. Οι φακίδες της σαν προσυγκέντρωση συναυλίας, παρέες εδώ και εκεί. Τα ματάκια της σαν γατιού, διαπεραστικά και υγρά. «Ήρθα να συζητήσουμε » κάνει ! Είναι στη Δευτέρα Δημοτικού και ήρθε καβάλα στο ποδήλατο να συζητήσουμε. Η φλούδα της είναι εξωτική, θα μπορούσες να φτιάξεις χυμό νέκταρ με τη φλούδα της. « Ο αδερφός μου πήρε κύπελο στη ποδηλασία », μου κάνει ξερά, χωρίς κάποιο ίχνος ικανοποίησης. «Εγώ θα τρέξω απόψε στην open. Μπορεί να νικήσω. Κοίτα το ποδήλατό μου… » Τώρα λάμπει ολάκερη. Τη λένε Δανάη. Και είναι έξι χρονών.
   13.00’   Ένα τεράστιο golden retreaver αδιαφορώντας για την πελατεία μου χώνεται και ανεβάζει τις ποδάρες του στο ταμείο. Είναι ιδρωμένο και η γλώσσα του στάζει πάνω στον πάγκο. Με κοιτάζει με απαίτηση. «Που είσαι ρε Πάκο ;» του φωνάζω. Έρχεται αμέσως γύρω γύρω και ξαπλώνει, πενήντα κιλά θεριό στο πάτωμα με τα πόδια στον αέρα ! Το χρώμα του είναι σα της σαμπάνιας. «Χάϊδευε τώρα» προστάζει. Το κεφάλι του ακουμπάει στα παπούτσια μου σαν να βρήκε φουσκωτό μαξιλάρι. Ένα αυτί από εδώ, ένα από εκεί. Η φλούδα του είναι ώριμης μπανάνας. Θέλεις να την καθαρίσεις με τα δόντια για να μείνει η γεύση της στα χείλη σου. Ο Πάκο είναι εφτά χρονών. Ένας μεσήλιξ.
    9.20’  Το ηλεκτροκίνητο αναπηρικό του κυρ Θανάση σταματάει μπροστά στη πόρτα μου. Διστάζει να μπει, την άλλη φορά για να στρίψει μέσα του βγήκε το λάδι. Τραβάει από το καλαθάκι το σημείωμα. «Τέσσερις βίδες 5Χ35 με κεφάλι φακή και σταυρό, γκρόβερ παξιμάδια ροδέλλες τα γνωστά» λέει με χαμόγελο. «Και ταίριαξέ μου ένα κατσαβίδι της προκοπής». Μου κλείνει το μάτι. «Που θα το κρύψω από τη γκρινιάρα γιατί όλο μου λέει ότι έχω άλλα δέκα ίδια» … Ο άντρας είναι άντρας, μάστορας, fixer, no matter what, ο Θανάσης μαστορεύει ακατάσχετα στο σπίτι του. Είναι στην αγορά όλη μέρα. Κάνει το αμαξίδιο λιγάκι πίσω «Να περνάει και κανένας πελάτης» εξηγεί. Η φλούδα του είναι σαν σύκου. Μαζεύει τις μέλισσες και υπόσχεται. Οι περαστικοί του κάνουν συχνά ερωτήσεις γιατί θέλουν να συγχρωτιστούν με έναν μειονεκτούντα που είναι γεμάτος ενέργεια. Η υπέρβαση του είναι βιταμίνη για όλους. Είναι εξήντα χρονών.
    14.45’   «Ήρθα !» φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί πριν μπουκάρει ο rock Λευτέρης ! Τινάζομαι πάλι από το σκυφτό γράψιμο.. «Πανάθεμά σε πόντιε» του λέω… Γελάει με τη ψυχή του… «Κάθε φορά σου κόβω τα ύπατα, ε ;» καμαρώνει. «Judas Priest νέο c.d. βάλε το μαραφέτι το γιουτιούμπι να τσεκάρεις. Τη Δευτέρα φεστιβάλ progressive metal στου Παύλου Μελά, θα φορέσεις τα σίδερα και θα πάμε. Τρέλλα, τρέλλα… έχω μαλάκες να πληρωθώ από τα Χριστούγεννα, και όχι αυτά, τα προηγούμενα !, αυτά, υγείαν έχουμε, η γυναίκα μας μας τα πρήζει, ο Θάνος εδώ τα ξύνει αντί να γίνει αεροπλάνο να δει τι θέλει η πελατεία, σας βλέπω πεσμένους..» Δε σταματά να μιλάει ούτε την ώρα που έχει πια βγεί από το μαγαζί. Η φλούδα του Λευτέρη είναι σα της αγριοφράουλας, τσιμπάει και μοσχομυρίζει. Χαρά στα παιδάκια που θα μεγαλώσουν με αυτόν τον τρελάρα μπαμπά. Είναι τριάντα πέντε χρονών. 
    18.23' Τσεκάρω τα e-mail μου. Το ένα γράφει ευχαριστώ. Από άνθρωπο που αγαπάω. Τα υπόλοιπα είναι αδιάφορα. Φεύγουνε κάδο. Ένα δεν είναι κανένα. Σκέτη γλύκα. Αύριο πάλι μέρα θα 'ναι. Θα δούμε. Κάτι θαυμάσιο θα γίνει. Τα αδιέξοδα είναι κρίμα να πληγώνουν τη φλούδα. Τη φλούδα μας και τα μάτια μας. 
    23.55’ Το μαξιλάρι μου είναι σα φλούδα ακτινίδιου. Βαρέθηκα πάλι να ξυριστώ. Ταιριάζω τα μάγουλά μου στο δέρμα του και μια γλυκειά φαγούρα με αγαθιάζει. Η κοιλιά μου είναι τώρα ζεστή. Πως γίνεται οι σκέψεις να ζεσταίνουν την κοιλιά ;  Τα πόδια μου ανακουφίζονται από τη γύμνια τους. Το σβέρκο μου έχει χαλαρώσει. Δακρύζω λιγάκι. Χασμουριέμαι. Σκουπίζω τα μάτια μου. Είμαι πλήρης.
    23.59'  Τσεκάρω τα λαμπάκια στο ρολόί. 
    Μετά δε θυμάμαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;