Σάββατο, Ιουνίου 20

εφτά σεπτά





     Εφτά συντροφιές, μήτε λίγες μήτε αρκετές. Νωρίς ακόμα είναι.

     Δεν είμαι μόνος μου όταν είμαι μοναχός. Τις περισσότερες φορές πιο μόνος μου είμαι ανάμεσα στον κόσμο.  Δεν είμαι ζώο αγέλης. Φτιάχτηκα αλλιώς. Εσύ πως νιώθεις όταν όλα ησυχάζουν ; Δεν είναι λύτρωση ;

     Η συντροφιά μου νούμερο ένα είναι ο κουμπαράς με αυτά που φύγανε. Είναι με το κλειδάκι του χαμένο, αλλά κανένας χέρι δεν απλώνει… όλοι νομίζουνε ότι τον είχα σφραγισμένο πριν πετάξω το κλειδί. Ότι μάλλον θέλει σπάσιμο… Εγώ όμως, τον ήθελα τελείως ανοιχτό. Απλά απιθώνω το καπάκι.  
     Η συντροφιά μου είσαι εσύ όταν δε το παίρνεις πρέφα ότι είσαι εδώ. Το νούμερο δύο. Αν το έπαιρνες πρέφα θα σε απόδιωχνα όμως. Δε σου δίνω το ελεύθερο να έρχεσαι όποτε σου καπνίσει. Εγώ σε φέρνω. Όποτε σε αποθυμώ. Ποτέ χωρίς σπουδαίο λόγο. Άδικο ; Να το δεχτώ. Δίκαιο για μένα.   
     Η συντροφιά μου είναι τα μάτια σου, τότες μωρό μου  που δακρύσανε, τα κοίταξα, τα κοίταξα κι ούτε σκουπιδάκι σου ‘φταιγε, ούτε ο βοριάς. Τα μάτια σου τα ξέρω σαν την όχθη λίμνης που τα παιδικά μου χρόνια χάλασα να την οργώνω, ξυπόλυτος, αχτένιστος και λερωμένος. Μετά δεν έκλαψες ποτές.
     Η συντροφιά μου είναι το σχέδιο βήτα που δε το ξέρει μέχρι στιγμής κανείς. Ούτε η ζωή ! Ε, δεν είμαι και αφελής να την εβάλω μες στο κόλπο. Εκείνη ξέρει το άλφα.  Εσύ ξέρεις το άλφα. Αυτοί ξέρουν το άλφα. Εγώ όμως, εγώ πώς να στο πω, ξέρω λίγο βαθύτερα. Γούστο μου, εντάξει ;   
     Η συντροφιά μου είναι οι ορμόνες μου. Οι φιλενάδες μου. Ποτέ δεν απόχτησα καλύτερη παρέα. Είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα μου. Δε θα τις φορέσει ποτές κανένας άλλος. Θα τις πάρω μαζί μου στο τέλος, αφού.  Με ένδοξο ή όχι τρόπο, όταν θα φύγω δε θα τις αφήσω εδώ. Είμαστε πακέτο.
     Η συντροφιά μου είναι τα τραγούδια και τα αφηγήματα. Τα τραγούδια από τις καρδιές των άλλων και τα αφηγήματα από τις στιγμές των άλλων.  Μιλάνε. Ακούω. Πλάσματα υπέροχα με μοιραίες αναμνήσεις. Ο άνθρωπος λατρεύει να μοιράζεται. Ευλογημένη η στιγμή που έμαθα να αφουγκράζομαι χωρίς ποτές να τους διακόπτω. Τις περισσότερες φορές φροντίζω να μη φαίνομαι. Αλλιώς τη λέν την ιστορία τους τα πλάσματα, όταν δεν είσαι εκεί.
     Η συντροφιά μου είναι το μυαλό μου το ασυγκράτητο, ένα μυαλό άρρωστο από τα πάθη, αλκοολικό για το άγνωστο, απείθαρχο και ρωμαλέο. Τι θα έκανα χωρίς αυτό το σεπτό όργανο ; Θα είμουν ήρεμος σαν λάχανο.

     Εφτά σεπτά για συντροφιά και είμαι πλήρης. Εφτά μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου. Δεκατέσσερα αν τα ανοίξεις για να γλύψεις σοκολάτα. Εκατόν εφτά μπουκίτσες αν τα φας με βουλιμία.   

     Άναψα ένα ρεσώ. Εσύ είδες μια φλογίτσα. Ο άλλος μύρισε του σπίρτου το μπαρούτι. Πολλοί το κοίταξαν που λιώνει. Εκείνη ζέστανε τα χέρια της. Και εγώ χωρίς κουβέντα άλλη να πω, θα το φυσίξω, θα το σβήσω, θα καβαλήσω  τον καπνό και θα πετάξω. Η φλόγα είναι το αίτιον. Και ο καπνός που θυμωτός και ατίθασος απλώνεται και άναρχα σκαρφαλώνει, ένα άτι υπαίτιον. Για ένα ταξίδι τη φορά. Ουδόλλως αναίτιον. 

     Ώπα...  Μισό λεπτό, ακούω μια ρούμπα…   

    


   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;