Κυριακή, Φεβρουαρίου 26

θάλασσα αρμύρα και ζεστό κουλούρι, μέρος Ι

   Πιάνω από Δελφών. Εκεί στη γωνία με τα πλισέ βρακιά. Ποιές έχουνε 65 ευρώ για κιλότα ; Τέλος πάντων... Να 'χαμε και το ... κοκό εξασφαλισμένο, να πω. Α να , κατά φωνή το παρθενόπον... Θου κύριε... 


    -Γειά σου Μαριάννα. 
-...
    -Καλά ;  Πότε γύρισες ; Σου πέρασε ;  
-...
    -Μπότσαρη  και Συνδίκα. Όλη τη βδομάδα. Εσύ ; 
-...
    -Ντάξει είσαι ….Άντε, να προσέχεις .
-...
    -Άμα δεις τη Νατάσσα, έχω νέα να της πεις. Για τον έτσι. Ντάξει… να ‘χαμε να λέγαμε.
-...
    -Άντε, τράβα. 

    Κατηφορίζω. Μου αρέσει να πιάνω από πάνω και να τελειώνω στη θάλασσα. Γενικά αν δεν υπήρχε αυτό το απίθανο πράγμα, να τελειώνω τις πλευρές μου και να με αγκαλιάζει αυτή η ερωτιάρα, όλη η δουλειά θα ήτανε μαρτύριο σκέτο. Παρακατιανή που τη λένε... Αλλά είναι τούτη η γλύκα. Ακόμα δυο τετράγωνα, ακόμα τέσσερα τετράγωνα, ακόμα λίγα μέτρα, καλωσόρισμα πάλι ! Ο Θερμαϊκός για μένα δεν είναι καρτ ποστάλ. Είναι το πρωϊνό μου φιλαράκι. Γκομενάκι.  Ας πιάσω την κυρα Όλγα.Οι βασίλισσες μας μάραναν...
      Τι μεγάλα καθαρά τζάμια. Για μένα τα καθάρισαν ;  Ίσια το κορμί, λέμε ! Φτού σου !
Έλα ρε Λίζα, δείχνεις υπέροχα στο κίτρινο. Να το βάλεις και στο γάμο του Μπουτάρη.
        Δεν αντιστέκομαι στις βιτρίνες, εγώ. Οι βιτρίνες της πόλης, αυτή την ώρα, εφτά το πρωί, είναι όλες καθρέφτες. Μπορεί να μην έχω πολλές πολυτέλειες, αλλά έχω χορτάσει να κοιτιέμαι. Κατά κάποιο τρόπο, προετοιμάζομαι για τούτη τη πασαρέλα, επίτηδες, κάθε πρωί. Πλέκω την κοτσίδα μου με άλλο κέφι.Αφού θα με βλέπω, όλη μέρα.
     Παλιά το μαζεμένο μαλλί, δε μου άρεζε. Τώρα, ένεκα της δουλειάς που μου έδωσε ο Δήμαρχος, σαρώνω πεζοδρόμια, παρεμπιπτόντως,  το μαλλί το κάνω μια μακριά πλεξούδα που πηγαινοέρχεται  παίζοντας με το «ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» που γράφω στην πλάτη, σαν υαλοκαθαριστήρας ένα πράγμα. Φοράω και το πλεχτό σκούφο της θείας της Ελπινίκης, εκείνο το χαρούμενο πορτοκαλί με καφέ λαχούρια. Μούρλια. Τι να πω, μου αρέσω.  Όταν περάσει κανά γκομενάκι, ρίχνω τη πλεξούδα ομπρός. Τσιμπάνε !
    - Γειά κυρ Μένιο ! καλά ; Καλάμια θα με πεις... Έτσι που 'γινες. Το i-phone σε μάρανε...
     Με κοιτάζουνε... όχι, πιάνει η μπουγιά μου. Κι είναι κι αυτό το λαμπερό, ε ;
     Μου φτιάχνει το κέφι. Το καινούργιο κίτρινο τζάκετ του Δήμου, δε το πήρανε όλες. Μερικές με κοιτάν με λίγη μοχθηρία, αλλά δε θα κάτσω να σκάσω. Μου φτάνει που εγώ αισθάνομαι καλά. Για να πω το κρίμα μου, πάντα μου άρεσε να με ζηλεύουνε λίγο. Κάθε φορά που καταφέρνω να ξεχωρίσω, ψάχνω αυτά τα βλέμματα. Και με τα αγόρια και με τα κορίτσια. Ιδιαιτέρως όμως με τα κορίτσια που το βλέμμα τους γίνεται εχθρικό. Μου αρέσει να μην περνάω απαρατήρητη. Μερικοί λένε πως τους οδοκαθαριστές δε τους κοιτάζει κανείς, ότι είναι χαρακτηρισμένοι αόρατοι, σα τους ρακοσυλλέκτες. Εγώ αόρατη δεν είμαι, όχι εγώ πάντως. Σήμερα η Ναυσικά μου έριξε και δεύτερη, και τρίτη ματιά, η γεροπουτάνα.
     -Πρέπει να πάρω ένα ζευγάρι καινούργια γάντια. Ενάμιση ευρώ, τα ψιλά ΟΚ.
     Αχ, βαθειές αναπνοές, μούρλια. Δόξα τω θεώ. Η υγρασία μπαίνει από τα ρουθούνια μου σαν τη νικοτίνη εμένα, η πρωινή υγρασία είναι χάδι στα σωθικά μου. Γούστα είναι αυτά. Έχει κάτι από τη θάλασσα της πόλης, που έρχεται κατευθείαν με το πρωινό αέρι χωρίς παρεμβάσεις. Δε μυρίζει τσίκνα αυτή την ώρα , δε μυρίζει καμμένα λάστιχα, δε μυρίζει φθηνές κολώνιες η πόλη, μυρίζει μοναχά θάλασσα. Αρμύρα και κουλούρια.  Κανένας δεν μυρίζει την πόλη τόσο φρέσκια όσο εγώ. Αλλού χάνεις, αλλού κερδάς.  
     -Λες να μπήκανε του Γενάρη ; Που είναι η κωλόκαρτα ;  Αααα.. Οκ. Το μεσημέρι.
     Έλα ρε αρχόντισσα Δούκισσα ! ώπα...τα ακουστικά μου είναι λίγο του κώλου αλλά  δε θα τα σκάσω τώρα και για ακουστικά. Και πολύ μου πέφτουνε. Αρκεί που έχω μουσική. Η μυρωδιά και η μουσική είναι το υπόλοιπο παρεάκι μου. Δε χρειάζεται να κοιτάξω κανένανε στα μάτια, δε ψάχνω επικρότηση για τη δουλειά μου, μονάχα με το συνάφι μου νταραβερίζομαι και αυτό, αν κι όταν έχω κέφια. Όπως σήμερα. Σήμερα είμαστε καλά. Αύριο ότι γίνει. Μαγκανοπήγαδο, ρεεεεε. Μαζί μας θα τα πάρουμε ;
     Τι κάνανε πάλι τα σκατόπαιδα… Δε ξέρουνε να πιούνε, τους πίνει… Τι σίχαμα !
     Να 'τη πάλι η θάλασσα. Αυτή η στροφή απ' το μουσείο με τρελαίνει.. εδώ δες ομορφιά !!!
     Τα μαύρα πουλιά, είναι πάλι εδώ. Θέλω να πω, δεν είναι και τα ομορφότερα πλάσματα οι κουρούνες, είναι όμως ένα υπερθέαμα το πρωί πάνω από το πάρκο. Πετάνε άναρχα σε ένα κοπάδι πουλάει τζάμπα καλημέρες στην πόλη, σα τους τελάληδες με το σαλέπι. Πρέπει να τους τη δίνει η ανατολή. Ούτε στο δημοτικό, ζωντόβολλα πριν την προσευχή δεν είχαμε τέτοια ζωώδη ενέργεια, σαν αυτή που έχουν οι κουρούνες στην πόλη, μόλις η αύρα τις ξεσηκώσει από το λήθαργο.  Τραγουδήστε λίγο ρε, τι παράφωνες που είστε γαμώτι μου.. Σα ξαδέρφες του Καρβέλλα. 
     -Ξεχάστηκες Λίζα.
     Έχει καιρός να με πιάσει επόπτης στο στόμα του. Τελευταία φορά ήμουνα άτυχη, να μην αφήσω να με ξαναπιάσουνε να χαζεύω. Αφού εγώ είμαι πρωινός τύπος. Τι θα γίνω αν χάσω αυτή την πανδαισία ; Πρέπει να έχω το νου μου. Εμπρός, σκούπιζε. Να βγεί η δόση...
    - Άμα με ρωτήσεις αν πήραμε τη δόση, ως χώρα λέω, μιλάμε άγνοια...στη κοσμάρα μου.  
    Αυτό το καδράκι με τη μπαλαρίνα τώρα, ποιος χαζός το κατέβασε για πέταμα ;  Αχ δε θα τέλειωνα ποτές αν έπιανα να κουβαλήσω ό,τι γουστάρω εδώ κι εκεί. Αλλά , ωραία είναι η καριόλα. Και το μάτι βαμμένο μαύρη σκιά, τις κορδέλες στις ποδάρες, έκφραση κάτσε καλά Χαράλαμπε. Θα το πάρω η μουρλή. Θα το κρύψω εδώ πίσω και θα το πάρω στο σχόλασμα. Τι ποδάρες όμως.... οι δικιές μου κι άλλες τόσες !
     Να , τώρα, αυτά τα μικρά πράγματα μου κάνουνε τη γιορτή. Δεν έχω και μετοχές θα με πεις, ότι δεν έχω, δεν έχω. Αλλά κι αυτός που έχει, καλύτερα την έχει ; Άσε καημένε ! Άσε μας απ΄ εκεί πέρα.
    -Μαστρο Μήτσο, με γειά το ποδήλατο. Κουφαλίτσα !
     Αυτός εδώ πρέπει να έχει πολλά φράγκα. Άσε τώρα σε τα μας. Την έχει την άλλη σώκλειστη κορόϊδο και όλη μέρα στη γύρα. Ποιος τον ταϊζει ; Θα μας βγεί με καμιά πολυκατοικία ολάκερη ενοίκια…. 
     Τέλος πάντων, τη σκούπα σου εσύ. Καμιά μέρα θα την καβαλήσω μα την αλήθεια και θα κάνω μια ουουουουουπ και θα πετάξω μακριά. Μακριά. Αφού στο τέλος όλοι θα πετάξουμε μακριά, γιατί νομίζουμε ότι δε μπορούμε σα τα πουλιά... Τα πουλιά... Τα πουλιά. Αδιόρθωτη είσαι ρε καπουΛίνα... Να κι ο Αντωνάκης.... Ο Αντώναρος δηλαδής...
      - Γειά σου μανάρι μου. Δώσε ένα στριφτό. Τι θέλει η ψυχή να ταξιδέψει. Δυό μάτια αντρίκια κι ένα φούμαρο, ε ; Φουουουου.  Ά να , γειά σου. 

1 σχόλιο:

εντυπώσεις ;