Τρίτη, Μαρτίου 10

άμα το στράτευμα γυρίσει στις ταβέρνες χαιρέτα μου τον πλάτανο, ψεύτη Γιάννη ( με 2 ν )



     Ο στρατός είναι παραταγμένος. Το φρόνημα υψηλό. Ένα σούσουρο γίνεται σιγά σιγά κουτσομπολιό και τελικά κυρίαρχο θέμα συζήτησης. Που είναι ο στρατηγός ;
     Ξοδεύτηκαν τόνοι από μελάνι για να προκληθεί αυτός ο πόλεμος. Που είναι το γαμημένο το μέτωπο ; Εμπρός δεν υποτίθεται ότι είναι ο εχθρός ; Λάθος παραταχθήκαμε ;
     Στρατηγέ, στρατηγέ, στρατηγέ … πλήθος αρματωμένων έτοιμων για όλα σχηματίζει μια τεράστια κραυγή. Ήρθε η ώρα. Νυν υπερ πάντων ο αγών … Στρατηγέ, στρατηγέ …
    Μερικοί από τους αξιωματούχους έχουν αρχίσει να πακετάρουν τα όπλα τους για να γυρίσουν στα χωράφια. Στα χείλια τους τρέμει το νέο : Λάθος συναγερμός.
    Τότε δυο λοχίες κουβαλούν στο πεδίον έναν μεθύστακα με γερτούς ώμους, κατά τα άλλα φορτωμένο συρίτια και κορδόνια να δείχνει σαν στρατάρχης. Ένα ρίγος διαπερνά το πλήθος των στρατιωτών και ακολουθεί πλήρης σιγή. Τώρα θα μας μιλήσει :     
     Ο στρατάρχης παίρνει ένα γλυκό χαμόγελο και φτύνει στα πόδια του μια φλούδα από φιστίκι. Έχει λόξυγκα. Κορδώνεται όσο να καταλάβουν ότι κάτι θα πει και ξεκινάει.
-          Δεν υπάρχει πόλεμος ! Πίσω εκεί, μέσα στο κάστρο μας, οι οχτροί που σας λέγαμε τα πίνουν με τους παππούδες και τους σερβίρουν οι γυναίκες σας. Και το κρασί (χικ) κινδυνεύει να τελειώσει. Πρέπει τάχιστα να γυρίσουμε πίσω. Δεν υπάρχει για την ακρίβεια ούτε κάστρο. Ούτε ηλικιωμένοι να υπερασπιστούμε ούτε (χικ) καν γυναικόπαιδα. Ο πόλεμος που λέγαμε δεν είναι πόλεμος. Μια αντιρρησούλα στη μοιρασιά ήτανε, αφορούσε τις  ποσότητες του νερού που κατεβάζει το ποτάμι, εμείς θέλαμε το μισό νερό για τα χωράφια, μας εξήγησαν ότι τα χωράφια μας δεν είναι γόνιμα και δε χρειάζεται να σπαταλάμε νερό για να βγάζουμε αυτά τα λιανά ζαχαρότευτλα αφού εκείνοι θα μας δίνουν ζάχαρη με το δελτίο. Έτοιμη ζάχαρη. Καταλάβατε ; Έτοιμη ζάχαρη ένα κουταλάκι τη μέρα, είναι αυτό που θα ήθελε ο κάθε απλός άνθρωπος, ούτε θερισμός, ούτε κουβαλήματα ούτε σωροί σπαρτά για να τα κάψεις ούτε μεροκάματα του μόχθου, τίποτες. Σίγουρα πράματα. (χικ)
  Οι φαντάροι κοιτάχτηκαν. Σε στάση προσοχής μπορούσαν μονάχα να κοιταχτούν. Μετά ήσυχα διαλύθηκαν. Άλλος προς εκεί που υποτίθεται ότι υπήρχε ο εχθρός, άλλος προς το κάστρο με το φαγοπότι κι άλλος για να λιώσει τα όπλα και να βγάλει τα τελευταία του νομίσματα.
       Λένε πως αν ο λαός κάψει τα όπλα, δε θα ξαναγίνει πόλεμος. Το πολύ πολύ μετά να βλέπεις τους υπηκόους να πλακώνονται στο ξύλο μεταξύ τους. Για ένα κουταλάκι από έτοιμη ξεκούραστη ζάχαρη. Συντεταγμένο στράτευμα ποτέ δε θα το βρεις ξανά. Αλλά ο στρατηγός αυτό δεν το σκεφτότανε καθόλου, τούτη τη στιγμή. Είχε βάλει εγκαίρως τη γυναίκα του να του μαζέψει ζάχαρη. Είχε ένα πιθάρι στο κελάρι. (χικ)
    Οποιαδήποτε ομοιότητα των προσώπου με τον Γιάννη το Δραγασάκη είναι τυχαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;