Σάββατο, Ιουλίου 29

όραση αδιόρθωτη, νόστιμη γεύση

   Βλέπω ένα χέρι. Για την ακρίβεια μια παλάμη που κρατάει αναμμένο τσιγάρο. Την κάτοχο την κρύβει μια γκρί σκούρη σιδερένια πόρτα. Κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Γράφουν : είσοδος προσωπικού. Πλαϊνό συνοικιακού ζαχαροπλαστείου. Σχηματίζω την εικόνα μιας νεαρής εργαζόμενης που λουφάρει τσιγαράκι. Η πόρτα είναι άσχημη. Η νεαρή που λουφάρει τσιγαράκι στο κλιματιστικό είναι μούρλια. Δε τη βλέπω ! Τη φαντάζομαι να πλησιάζει το στόμα της στο χάραμα της πόρτας, να στέλνει στο σύμπαν τολίπες καπνού. ( πως τα λέω, πως τα λέω ). Σκέφτομαι το άλλο της χέρι να πληκτρολογεί λόγια χειραγώγησης προς ένα αγόρι. Τα μάτια της να αλλάζουν μικροεκφράσεις με τις λέξεις. Τα χείλια της να σουφρώνουν σε κάθε χοντρό ορθογραφικό λάθος. Να μην τα διορθώνει. Όχι τα λόγια, τα ορθογραφικά της στο sms.
     Βλέπω δυο γλουτούς. Η ...κάτοχος περιμένει : το ΑΤΜ, να αποφανθεί. Πόσα να της δώσει. Τα πόδια της διασταυρώνονται εναλλάξ ανυπόμονα, για όσα θα τους επιτραπούν με εκείνα τα χαρτονομίσματα να βιώσουν. Η ...κάτοχος σηκώνει το χέρι της χαϊδεύοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω. Είναι μακριά κι ατίθασα, θέλουν βάψιμο, δε τα διορθώνει. Σκύβει να δει τα γράμματα του pin και ο ποπός της είναι μούρλια. Το ΑΤΜ είναι άσχημο. Παίρνει το χρήμα και για λίγο αποσβολώνεται μπροστά στη μηχανή. Μετά ξασταυρώνει τα πόδια και γυρίζει να φύγει. Είναι η σειρά μου να βγάλω χρήματα. Γυρίζω να ρίξω μια τελευταία ματιά. Άγαρμπο περπάτημα, αγορίστικο. Δε το διορθώνει.
     Βλέπω ένα ξυπόλυτο πόδι. Είναι έξω από το παράθυρο ενός χακί Lada Niva. Η κάτοχος έχει ένα καφέ κύπελο ή ένα κύπελο καφέ, στο χέρι. Το Lada μουγκρίζει στο φανάρι. Δεν βλέπω ποιός οδηγάει δίπλα της. Το πόδι έχει μερικά μικρά μαύρα νύχια. Έχει έντονο κουντουπιέ και φαίνεται ευχαριστημένο. Οι πεζοί της διάβασης το κοιτάζουν επιτιμιτικά. Δε το διορθώνει. Φαντάζομαι το στήθος της όταν φτάσει στο κάμπιγκ. Θα είναι από εκείνα τα στήθη που δε τα νοιάζει αν ξεπροβάλλουν από το μακώ, καθώς εκείνη σκύβει να μαζέψει μαργαρίτες. Η κάτοχος δυναμώνει το ράδιο καθώς το φανάρι πρασινίζει. Ξεχύνονται. Παίζουν οι animals. Δε το διορθώνει.
    Βλέπω μια ολόκληρη γυναίκα να διαλέγει ροδάκινα. Φαίνεται καθαρά το πρόσωπό της, στο τζάμι του μανάβικου. Στο κάτοπτρο. Φαίνομαι κι εγώ που το κοιτάζω, το πρόσωπό της. Δεν έχει αντιληφθεί ακόμη αυτήν τη λαθραία αλληλεπίδραση. Αφήνει πίσω το ένα ροδάκινο ρίχνοντάς του εκείνο το βλέμμα απόρριψης. Είναι άσχημη. Αφήνει πίσω και τα υπόλοιπα ροδάκινα. Το μάτι της πέφτει δίπλα. Στα... σταφύλια. Είναι όψιμα. Της προκαλούν το ενδιαφέρον. Ανασηκώνει ένα μικρό τσαμπί και το πρόσωπό της φωτίζεται. Μέσα στο στόμα της πρέπει να γίνεται γιορτή από την αναμονή. Είναι όμορφη. Αφήνει τα σταφύλλια σχεδόν με τρυφερότητα μέσα σε μια άσχημη χαρτοσακούλα. Δυό ρώγες εξέχουν. Δε τις διορθώνει. Σκουπίζει το στόμα με την ανάστροφη. Τότε με βλέπει. Πάει να κρύψει τα σταφύλια. Της λέω,  μη τα διορθώνεις.
    Βλέπω μια γραία να τεντώνεται ανάγωγα. Θέλει να κόψει ένα μπουμπούκι από μια τριανταφυλλιά, πίσω από τα κάγκελα. Στο άλλο της χέρι, κρατάει κλαράκια πράσινα, τα λάφυρα της βόλτας. Είναι άσχημα. Εκείνη είναι όμορφη. Πολύ όμορφη για την ηλικία της. Δε το διορθώνει.
    Έχω μια όμορφη γεύση στο στόμα. Είναι παράξενο που μια άλλη αίσθηση, η όραση, καθορίζει τη γεύση που μου αφήνει η μέρα. Είναι παράξενο. Δε το διορθώνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;