Παρασκευή, Απριλίου 10

μιας και ρώτησες



        Είμαι καλά. Ευχαριστώ που ρωτάς. Συνήθως δε με ρωτάνε. Μονάχα τα δικά τους μου λένε και μετά γυρίζουν την πλάτη και φεύγουν. Και να σου πω, αν ήταν και δείχνανε έστω ξαλαφρωμένοι δε θα με πείραζε, αλλά τους βλέπω φεύγοντας που κλωτσάνε πέτρες.
      Και εσύ κλωτσάς πολύ καλή μου. Πέτρες, θέλω να πω, σαν και τη καρδιά μου.
      Είμαι καλά, γενικά. Τι να πω, δηλαδή. Παλιά ήμουνα καλύτερα. Η καρδιά μου ήτανε μαλακότερη. Έμπαινα σε όλες τις καταστάσεις αλλιώς. Με περίσσεια και μεγαλοσύνη. Και όλα ήτανε πιο απλόχερα. Και τα δοσίματα και οι ανταμοιβές. Και δε μιλάω μονάχα για τον έρωτα. Μιλάω για όλα. Για τις συνεργασίες, για τα ομαδικά στοιχήματα, για την πολιτική και για τις αταξίες, για τα χαλάσματα και τις ολονυχτίες της συγγνώμης. Είχανε άλλη γλύκα τα πράγματα. Και δεν πέφτανε κλωτσιές, μονάχα χτυπήματα στη πλάτη.
     Και εσύ κλωτσάς πολύ καλή μου. Πέτρες, θέλω να πω, σαν τη καρδιά μου.
     Ψηλαφώ με. Δε βρίσκω πολλά σημεία εύπλαστα. Ολάκερα μπλοκ από αποφασισμένες συμπεριφορές. Είναι σα να σου δίνουν ένα τετράγωνο για ανάπλαση και να σου λένε : Δε θα πειράξεις ούτε έναν όγκο, ούτε ένα κιλό μπετόν δε θα γκρεμίσεις. Τι να αποκάνεις ; Να βάλεις τριφύλλι γύρω απ’ την ασχήμια ; Να βάλεις. Αυτό.
     Και εσύ κλωτσάς πολύ καλή μου. Πέτρες, θέλω να πω, σαν τη καρδιά μου.
     Πως τα κατάφερες μωρό μου να μείνεις ως τα πενήντα με μαλακιά καρδιά ; Τι άλεσμα της έριξες ; Εγώ την πιάνω και είναι κοτρώνι. Δεν έχει μείνει τίποτα. Θεωρώ την προδοσία δεδομένη κατάσταση, θεωρώ την μικρότητα επερχόμενη, την έχω βάνει μέσα σε έναν όγκο από τσιμέντο γιατί φοβόμουνα τα απόβλητά της ότι είναι πυρηνικά, ολέθρια, της καρδιάς μου που αγαπούσε κάποτες πολύ βαθειά τα απόβλητα, δεν είναι ωφέλιμα για κανέναν. Φέρνουν τον κόσμο σε αμηχανία. Μερικοί μου λέγανε να ζητήσω βοήθεια από επαγγελματία, μα το θεό σου λέω, κάποτες έστειλα δυό τρία κείμενα αγαπησιάρικα και στομφώδη και βαρύγδουπα, από την καρδιά μου όμως κατευθείαν βγαλμένα, από την καρδιά μου όμως κατευθείαν βγαλμένα και έτσι μου είπε η γκόμενα… Ίσως πρέπει να αναζητήσεις επαγγελματική βοήθεια.
    Και εσύ κλωτσάς πολύ καλή μου. Πέτρες, θέλω να πω, σαν και τη καρδιά μου.
    Μετά που λες το πήρα απόφαση. Κρατάω εκείνα που κυρίως είναι τα ανυπέρβλητα και τα αμείλικτα κλεισμένα στο δικό μου το εργαστήρι. Προτιμώ να τα πάρω μαζί μου φεύγοντας απ’ εδώ, που θα φύγω όσο νούπο, παρά να τα απλώσω να ασχοληθούμε πολλοί μαζί. Γιατί δεν πιστεύω πλέον στο ενδιαφέρον των άλλων. Στην καλοσύνη των ξένων που θα ‘λεγε ο Τατσόπουλος. Στο ενδιαφέρον των απέναντι να σκύψουν να σκαλίσουν να ξεχορταριάσουν και να ποτίσουν, δεν πιστεύω πλέον. Και τους αφήνω ήσυχους να κλωτσάνε πέτρες.
    Και εσύ κλωτσάς πολύ, καλή μου. Πέτρες, σαν τη καρδιά μου.
    Έκαμα που λές, συζήτηση πολλάκις και διεξοδικότατα. Και με επαγγελματίες. Και μου είπανε πολλές φορές. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Να μη τρέφω αυταπάτες, μου είπανε. Να μην νομίσω, ποτέ να μη νομίσω, ότι αν περιγράψω στον άλλονε τι ακριβώς είναι αυτό που με πληγώνει, που με χαρακώνει, που με διαλύει, που με συνθλίβει, εκείνος θα κάτσει κάτι τις μικρό να αναθεωρήσει. Και να χτίζω γύρω μου, όχι γέφυρες αλλά τοίχη. Έτσι με συμβουλέψανε οι επαγγελματίες. Εγώ πάντα πίστευα στον ερασιτεχνισμό. Είμαι σε πολλά ικανός αλλά σε τίποτε επαρκής. Και δημιουργούσα γύρω μου πολύπλευρα γεγονότα. Θέλω να πω, όχι ολοκληρωμένες ιστορικές πρεμιέρες αλλά γεγονότα. Και αυτό, που ήτανε το μόνο δυνατό μου σημείο, με συμβουλέψανε και το έκοψα μαχαίρι. Ή το τέλειο ή τίποτα, πλέον. Αν δεν μπορώ να τελειώσω κάτι να παρουσιαστεί και να πάρει άριστα με τόνο, να μη το δείχνω πουθενά, με συμβουλέψανε. Και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Να κλωτσάω τοίχους.
     Και εσύ κλωτσάς πολύ, καλή μου. Πέτρες σαν την καρδιά μου.      
     Ή το τέλειο ή τίποτες. Δεν έχει ο κόσμος υπομονές για αναμονές. Η προσδοκία είναι πιο κάτω από την ελπίδα και αυτή με τη σειρά της πιο κάτω από το φρόνημα. Και όλα τα σκεπάζει ο φόβος. Έτσι μου είπανε οι επαγγελματίες. Ο φόβος είναι χρήσιμος. Είναι εργαλείο ο φόβος. Ποιός θέλει ακόμη μια πανωλεθρία ; Γι αυτό σου λέω ωραία μου Ελένη της ζωής. Έτσι που σε βλέπω φοβάμαι. Παρ΄όλο που είμαι μέχρι επάνω γεμάτος από αυτά που μου δώσανε οι ειδικοί, αναστολείς αυθορμητισμού σε μικρά λευκά χαπάκια, ένα κάθε πρωί, με ένα πλήρες ποτήρι νερό, καταφέρνω ακόμα και φοβάμαι για σένα, αφού πρώτα προλάβω να φοβηθώ για μένα, ωραία Ελένη μου. Ρωτάς αν είμαι και τρελός... Όχι, όχι, αυτό το προλάβαμε. Εγώ και οι επαγγελματίες. Μονάχα φοβάμαι.
     Σταμάτα να με κλωτσάς. Φοβάμαι μη χαλάσεις τα παπούτσια σου. Τα παπούτσια σου μη χαλάσεις φοβάμαι .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;