Κυριακή, Ιουνίου 29

οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί

      Στέκομαι μπροστά στη γνωστή διάβαση. Ζέστη, πρωϊ, νύστα, υγρασία. Βόμβος μηχανών με φρέσκια μπόχα.

      Καμαρώνω τις τέλειες άσπρες λωρίδες πάνω στο μουντό φόντο της ασφάλτου. Πάντα θαυμάζω τη ρηξικέλευθη αντίθεση. Πάντα θαυμάζω το θρασύ λευκό.
      Ο χρόνος στο σύστημά μου είναι ελαστικός. Όταν είμαι απορροφημένος από ένα γεγονός, μετράει με ρυθμούς που προδίνουν αυτισμό.  Ένα τέρα, δύο τέρα, τρία τέρα, τέσσερα ρο… και οι άσπρες λωρίδες γεμίζουν μοκασίνια, πέδιλα και σταράκια. Ένα  πολύχρωμο πλήθος ξεχύνεται κατά πάνω μου. Πόση ώρα αδημονούν, θα σε γελάσω, δε ξέρω και πως μετράει η ώρα στο κεφάλι σου. Μάλλον, αρκετή.
      Βάζω το πόδι στη διάβαση. Μετά πάλι μου συμβαίνει. Καθηλώνομαι κάτω από το φανάρι εκστασιασμένος από το θέαμα του πλήθους που ξεχύνεται. Φέρνω πίσω το πόδι μου, τα δυό μου σκληρά παπούτσια είναι ξανά άψογα ευθυγραμμισμένα στην αφετηρία, σα χέρια σπρίντερ που αναμένει την πιστολιά. Αποστρέφω τα μάτια από τα πόδια μου για να μην εκνευριστώ, υπάρχει ακόμα εκεί στο αριστερό σκαρπίνι μου, ακριβώς στην μύτη, ένα βλαμμένο μαύρο σκουπιδάκι.
        Κοιτάζω. Τους ...εκείνους.  Έρχονται κατά πάνω μου χωρίς να με αντιλαμβάνονται, θέλω να πω, τα μάτια τους είναι επίτηδες εστιασμένα γύρω μου, σε διάφορα σημεία, εκτός από τα δικά μου. Κανένας δε με κοιτά. Το λέω γιατί έχω αποφασίσει να περάσω μόλις κάποιος με κοιτάξει κατάματα, όχι να με προσέξει, να με κοιτάξει. Γιατί ; Δεν είμαι κι εγώ κάποιος ; Γενικά, θέλω να περνώ μόνο σα με κοιτάζουν κατάματα. Αλλιώς δε θέλω...

     Νεαρή κοπέλα. Λυμένα Νάϊκι, στραβοπατημένα . Κίτρινες σόλες. Πιό πάνω,σε ροζ απαλό, κοντά ξεχειλωμένα καλτσάκια. Το ένα κορδόνι έξω, στο πλάϊ. Γάμπες πολύ χοντρές. Κορίτσι που περπατάει άτσαλα, βάζοντας άλλο βάρος στα δεξιά βήματα, όχι κουτσό, στα πρόθυρα μιας κάκωσης μάλλον, κορμί παχύ που τεντώνει τα παρδαλά ρούχα, μπράτσα υπέρβαρα, με δίπλες που τραντάζονται ευχαριστημένες σα τα μάγουλα ενός γέρικου μπουλντόγκ που σε καλωσορίζει με όση ουρά του έδωκαν, πρόσωπο με απορημένα μάτια και όλα τα υπόλοιπα, πολύ ρουζ, πάρα πολύ ρουζ για πρωί, μπούκλες ξανθό μαλλί με τη μαύρη ρίζα δυό δάχτυλα, εκφραστικά υπερανεπτυγμένα σκούρα φρύδια από κάτω, χαρούμενη διάθεση με μια πρόδηλλη αποφασιστικότητα να περάσει απέναντι, ξέροντας γιατί. Οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί.
     Γέρος. Λινά πλυμένα με λύσσα άδεια ρούχα. Ανοιχτόχρωμα. Και τα ρούχα κι όλα. Πρόσωπο που πλύθηκε σε λάθος πρόγραμμα. Ξέξασπρο. Μάτια χωμένα σε βαθειές θήκες, κόγχες, σκιερές, αποτρόπαιες, βλέμμα που δεν αναμένει πια εκπλήξεις, καρφωμένο στο πράσινο φανάρι με μια απαίτηση. Να τον περιμένει... Ο χρόνος αδυσώπητος. Παρ' όλα αυτά στο χέρι ρολόϊ. Ρολόϊ βαρύ για εκείνο το ισχνό χέρι, μπρασελέ ρετρό. Μπράτσο σα ψωμί τυλιγμένο άτσαλα σε πολύ χαρτί, η επιδερμίδα με ζάρες, ιδιαιτέρως ψηλά, κοντά στα ριγέ κολαρισμένα μανίκια του κοντομάνικου πουκάμισου, κάθε ζάρα και μια εποχή, χάρτης, γεωφυσικός, σα τον κορμό καρυδιάς που βαρέθηκαν να ανεβαίνουν μυρμήγκια. Βήματα αβέβαια στο ξεκίνημα, βιασμένα, κάθε ένα κι ένα ολάκερο εγχείρημα. Διάθεση τραγικά ξερή, δήλωση, επίμονη στάση κορμιού, αποφασιστικότητα να περάσει απέναντι πάλι ξέροντας γιατί. Αλλιώς ούτε που θα σηκωνόταν από τη καρέκλα τέτοια ώρα. Οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί.
    Ξένος. Αβέβαια βήματα, επιτηδευμένα βιαστικά, αλλαγή κατεύθυνσης στη μέση της διάβασης, σα να διαλέγει με ποιους θα διασταυρωθεί, εκείνους που δεν τον κοίταξαν επιτιμητικά καθώς περίμεναν, κι άλλη αλλαγή κατεύθυνσης, μια ματιά δίψας προς μια κοπέλα που προσπερνά, μια ματιά αλήτικη και τόσο ντόμπρα μαζί, συστολή, επίγνωση, χέρια χωμένα όπου να 'ναι, φαρδιά καφέ μοκασίνια με φθαρμένες λεπτομέρειες, πολύ καθαρά, άσπρες κάλτσες πολύ καθαρές, παντελόνι γεμάτο σκληρά πόδια, άτσαλο σύνολο με νευρική συμπεριφορά, κορμί βαρύ, κόκκαλο βαρύ, ορμή φτιαχτή σα δήλωση ότι ξέρει γιατί περνάει απέναντι, έχει κάνει διατριβή για τους λόγους που περνάει απέναντι, ζει μονάχα για να περνάει απέναντι.Οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί.
     Παρέα μαθητών. Περισσότερη φασαρία λιγότερη ουσία. Η ελαφρότητα της νιότης σε τρία παρτσακλά σύνολα. Σταράκια και οι τρείς. Κινητό στο χέρι και οι τρείς.  Τρόπαιο. Και ομιλία με όρεξη, λόγια περισσότερα από εκείνα που είναι να λεχθούν, περίσσεμα και σπατάλη ενέργειας υπέροχη να την παρακολουθείς. Τα χέρια ακολουθούν τα λόγια. Τα χέρια έχουν όρεξη. Τα κορμιά πάλι, αυτό είναι το περίεργο, τα κορμιά σε σύνολο δε φαίνονται να ακολουθούν τη γενική εικόνα. Κορμιά που αρνούνται την κατάσταση, που έρχονται λίγο πίσω από τα βλέμματα και τις δηλώσεις, με μια δήλωση καχυποψίας. Αν περάσετε απέναντι ελπίζω να ξέρετε που πάτε ! Οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί.
     Όμορφος μεσήλικας, που "έχει τον τρόπο του". Τέλειος χαρτοφύλακας σε ένα ήσυχο καφέ δέρμα, ασορτί με τα αψεγάδιαστα δετά σουέτ παπούτσια. Αγέρωχος. Βήμα σίγουρο. Τα μάτια του χαμηλά, λίγα μέτρα μπροστά του σα να μετράει τις λωρίδες. Το δεύτερο χέρι χαλαρά στη τσέπη, χωρίς να διαταράσσεται το στρωτό περπάτημα. Κοστούμι λευκό, ένα παστέλ μπεζ της γης μάλλον, πολύ διακριτικό, καλοραμμένο. Ρολόϊ αρκετών εκατοντάδων ευρώ. Ματογυάλια με τον ένα βραχίονα έξω στο ένα τσεπάκι του σακακιού. Ρίχνει ματιά δεξιά του στη χοντρούλα και αποστρέφει το βλέμμα. Νομίζω με ένα μειδίαμα απόρριψης, δε παίρνω κι όρκο. Δυο λωρίδες πριν τον τερματισμό το ύφος του αλλάζει απότομα. Μια παγωμένη σκέψη τον τρέπει σε φυγή. Γυρίζει και τρέχει πίσω, από εκεί που ξεκίνησε. Το κουστούμι δείχνει από πίσω αστείο καθώς τραντάζεται από ένα τρέξιμο τόσο άτσαλο σα να είναι η πρώτη δοκιμή για τροχάδιν. Κοντοστέκεται, κοιτάζει την ώρα, τρίβει το κεφάλι του με ένα ανήσυχο ύφος, κάνει μια δεύτερη σκέψη. Στήνεται πάλι μπροστά στις άσπρες γραμμές. Τώρα έχει ένα ηττημένο ύφος , νομίζω πως με κοιτάζει με την άκρη του ματιού και ψάχνει αμέσως απεγνωσμένα ένα τρόπο να δείξει συγκροτημένος. Είναι φανερό πως το πρωϊνό του γαμήθηκε.

     Ένα τέρα, δύο τέρα, τρία τέρα...Το φανάρι ξαναγίνεται Γρηγόρης. Απέναντι κόσμος μαζεύεται φίρδιν μίγδιν πάνω από ένα πεσμένο πλάσμα. Ένα περιστατικό που το έχασα. Μερικοί κρατούν το κεφάλι τους. Μια κοπέλα με κοιτάζει παρακλητικά. Κατεβαίνω στην φρέσκια άσφαλτο και τρέχω απέναντι χωρίς να πατήσω ούτε μιά ρίγα. Κάνω πέρα τον κόσμο να δω. Ο όμορφος μεσήλικας, ο αγέρωχος, είναι σωριασμένος στο δρόμο, χτυπημένος από λεωφορείο. Ο χαρτοφύλακας είναι πατημένος από τις ρόδες. Ο οδηγός σιγοκλαίει κρατώντας σκληρά τα μαλλιά του. Μια γραία σιγομουρμουρίζει παρακλήσεις. Ένας κατά δήλωσή του γιατρός κρατάει το κεφάλι του όμορφου μεσήλικα. Είναι ακίνητο και ήρεμο το σώμα του, η φυσιογνωμία του έχει κάτι το αποτρόπαια θετικό. 
     - Κάντε πέρα , φωνάζει ο γιατρός. Ο άνθρωπος ξεψύχησε. Πέρασε απέναντι. Τέλος. Παρακαλώ, δεν έχει τίποτε να χαζέψετε. Παρακαλώ. Βοηθείστε με να τον φέρουμε στο πεζοδρόμιο κύριε... δε ξέρω γιατί, όταν τα πράγματα ζορίσουν οι άνθρωποι εμένα κοιτούν.
     Σκύβω και πιάνω το χέρι του νεκρού. Ο γιατρός του κλείνει τα μάτια και σκεπάζει το πρόσωπό του με ένα καπέλο. Αισθάνομαι την παλάμη του όμορφου μεσήλικα, ζεστή, φιλική, σαν μια παλάμη που την τείνεις σε φίλο. Μου φαίνεται ότι ήξερε καλά τι έκανε.
Μου φαίνεται ότι ήθελε να περάσει απέναντι. Και μου φαίνεται ότι ήξερε και γιατί.

     Οι περισσότεροι που περνούν απέναντι μη νομίζεις ότι ξέρουν γιατί.

1 σχόλιο:

  1. Είμαι από τους "εκείνους" Ένα κομμάτι από τα τέρα(τα) των διαβάσεων. Μετρώ χαμένα βλέμματα, οπισθοχωρώ στις προκλήσεις. Απολαμβάνω, κάποιες φορές να με "διαβάζουν" Από απέναντι. Με το ένστιχτο του Περικλή...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;