Κυριακή, Μαΐου 4

Το τέταρτο σπουργίτι

     Παρ΄ολίγον να το πατήσω. Ήταν ένα ασήμαντο σε μέγεθος πλάσμα. Σχεδόν ένα με το κρύο πεζοδρόμιο. Ένα σκαλί από την αφάνεια. Το ακούμπησα λίγο με το παπούτσι, σαστισμένος. Εκείνο τινάχτηκε και πέταξε, ή καλύτερα πήδησε μια πιθαμή από το έδαφος και ξανάπεσε παρά εκεί αποκαμωμένο. Επιχείρησα να το σηκώσω στη χούφτα μου, δεν έδειχνε εμπιστοσύνη.
   Περπάτησα πέντε βήματα, δεν ήθελα να φύγω έτσι. Γύρισα. Κοίταξα μια το πουλί μια το ρολόϊ μου. Πήγα να φύγω. Τότε τα είδα. Τρία σπουργίτια κατέβηκαν από το διπλανό δέντρο και άρχισαν να το τσιμπάνε και να το σπρώχνουν με τα κεφαλάκια τους. Κάνανε μια σκουντιά έτσι και πετούσαν πάνω στο δέντρο. Και πάλι κατέβαιναν δίπλα του να το σπρώξουν να πετάξει. Εκείνο έκανε άλλες δυό απέλπιδες προσπάθειες και μετά χώθηκε κάτω από ένα κλειδωμένο μηχανάκι.
   Είχα καθηλωθεί πλέον. Πέρασε κόσμος, ούτε που το αντιλαμβανόταν εκεί στη σκιά, δέκα γραμμάρια φτερωτή μπαλλίτσα. Τα τρία ενήλικα επανήλθαν. Χώθηκαν κάτω από τη μηχανή και πάλι από την αρχή. Έλα Χριστιαννέ μου !!!
   Δεν χρειάστηκε πολύ. Το μικρό πήρε θάρρος. Βγήκε και ουπςςςς.... έκανε ένα πέταγμα , όσο ήταν αρκετό για να ανέβει στη μαρκίζα του πρώτου ορόφου ! Κάθησαν δίπλα του και τιτίβιζαν όλα μαζί τη νίκη.
   Περπάτησα άλλα πέντε βήματα. Ήθελα με κάποιο τρόπο να το αναλύσω αυτό που διεμήφθηκε μπροστά μου. Γιατί κατέβηκαν τρία ; Ποιό στερεότυπο εξυπηρετούσε ο μύθος ; Καλά το μικρό έπεσε από ατύχημα στο δρόμο. Ένα, θα ήταν η μαμά του. Άλλο ένα ο μπαμπάς, αν σκεφτούμε με ανθρώπινη λογική. Αλλά το τέταρτο σπουργίτι της ιστορίας ;     
   Σκέφτηκα τους τρεις σωματοφύλακες. Δε μου κάθησε καλά.Ένα, η μάνα... δυό...
   Περπατούσα πλέον με ρυθμό. Η πόλη περνούσε δίπλα μου αδιάφορη καθώς προσπαθούσα να χτίσω ένα μύθο. Και δε χρειάστηκε να το παιδέψω πολύ. Η μεγάλη δικαίωση του αλτρουϊσμού δεν έρχεται από τη μάνα και τον πατέρα. Έρχεται από τον τρίτο άνθρωπο. Από εκείνον που θα κοντοσταθεί δίπλα σου, σαν πέσεις, χωρίς να μπερδεύει τα κίνητρά του με το ένστικτο της δικαίωσης της δικής του προσπάθειας, της τεκνοποίησης και της ριζωμένης βαθειά αγάπης με τα πολλαπλά της κίνητρα. Ο τρίτος άνθρωπος είναι ο φίλος. Εκείνος που θα κοντοσταθεί μόνον για να σου δώσει ένα χέρι, να σηκωθείς, και κατόπιν θα συνεχίσει τη μέρα του, εκείνος είναι η δικαίωση του αλτρουϊσμού. Ποτέ δε θα σκεφτεί ότι έφαγε τα νιάτα του για να σε κάνει άνθρωπο. Απλά σου έδωσε ένα χέρι.
    Ας πάρουμε κανά τηλέφωνο εκείνους. Τους τρίτους ανθρώπους της ζωής μας.
    Παρ' ολίγον να το πατήσω. Ήταν ένα ασήμαντο σε μέγεθος πλάσμα. Μου χάρισε μια τεράστια δεδομένων των αναλογιών παρόρμηση. Τηλεφώνησα και βγήκα για καφέ με έναν καλό παλιό μου φίλο. Δεν μιλούσα. Άκουγα. Άκουγα τον πόνο του, τις χαρές του, τα στοιχήματά του. όταν μπορούσα του έδινα μια γνώμη. Αλλά κυρίως άκουγα.
   Στο τέλος γύγαμε και ξέχασα να του το πω.... Τι ποιό ;  Το περιστατικό ντε... Αυτό.
   Το τέταρτο σπουργίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;