Τετάρτη, Απριλίου 18

Τι 'ναι ρε μούργο ;

        Δευτέρα 16 Απρίλη. Tο μεσημέρι aναχωρεί από τη λίμνη Κερκίνη, κι ένα δειλινό γεμάτο μαβιές υποσχέσεις ανοιξιάτικης μπόρας απλώνεται σα νικητής. Σε περπατώ απ’ το χέρι, καταρχήν καχύποπτη.
       Οι μικρές σου σκιές ακόμη θαμπώνουν την κρίση σου. Είσαι σφιγμένη. Είναι κι αυτός ο σκύλαρος, πέρα στο καλύβι του Σέργιου, που κάνει να σηκωθεί να σε τσεκάρει, αλλά βαριέται κι όλας. Σε νιώθω πως λύνεσαι, από τον τρόπο που ελαττώνεις το σφίξιμο στα δάχτυλά μου. Πάντα είχα εμπιστοσύνη σε αυτό το ..αναλογικό πιεσόμετρο.
        Δεν υπάρχει ήχος από κύματα, δεν υπάρχει ήχος από βάρκες, δεν υπάρχει ήχος από τίποτα, είναι ενός μαγικού λεπτού σιγή που μας καλωσορίζει. Το μυαλό σου ωρύεται. Δεν θέλει να ενδώσει στην απραξία, αμάθητο από γαληνεμένες παύσεις. Ας είναι…
       Αυτός ο ουρανός, είναι αλήθεια, θα μπορούσε να είναι πηγή μελαγχολίας μέσα στην πόλη.  Μα εδώ βρίσκει το ρόλο του. Επόπτης, διακριτικός, σαν σκηνοθέτης που αγαπά τους ηθοποιούς, σπέρνει πινελιές χαράς και οδύνης και σε αφήνει να κάνεις τις επιλογές σου. Μια φορά, δεν μπορείς να τον πεις ανεπαρκή ή διεκπεραιωτικό . Αυτό όχι.
       Και η σιωπή. Δεν είναι ακριβως μια σιωπή. Είναι η διακριτική παρουσία όλων των χρήσιμων θορύβων. Είναι θέμα αυτορύθμισης, είναι η κουλτούρα της φύσης. Είναι σιωπή για εμάς, ένα πάρτυ για ένα ζουζούνι, μια θεία λειτουργία για ένα άνθος. Τέτοια σιωπή. 
       Ύστερα σπάζει κι αυτή με ένα τσούρμο μικροσκοπικούς θεατές που φαίνεται να αλλάζουν ξαφνικά θέσεις. Η ταξιθέτρια απέτυχε παταγωδώς, αν κρίνω από τη γενική δυσθυμία. Κάνουν μερικά δεύτερα χαμό, μετά ηρεμούν, τώρα βλέπουν όλοι καλά, είναι έτοιμοι για την πρεμιέρα μας. Σε παρασύρω στην ακρολιμνιά, πρωτοεμφανιζόμενη σε κλασσική παράσταση. Κάνεις αίσθηση μάλλον. Τα φώτα δεν έχουν χαμηλώσει αλλά το μικρό σούσουρο επανέρχεται. Πετάς ένα βότσαλο. Η πρώτη σου δειλή ατάκα.  Γίνεται δεκτή με γενικευμένα χαχανητά. Βατράχων ασύστολα γέλια.    
       Θεατές αθέατοι κοάζουν, κόλακες από χέρι ,σκωπτικοί απέναντι στην αμηχανία σου, μπροστά στην ανθρώπινη παρουσία, με δυό λέξεις , πώς να το πεις , θετικά ενοχλημένοι. Το διασκεδάζουν, στο θέατρο πάντα χωράει, μιας στιγμής αυτοσχεδιασμός. Μα  σου δίνουν και να καταλάβεις ότι δεν πλήρωσαν όλο το εισιτήριο για πάρτη σου. Ανάγωγοι.
      Εσύ κάπως ενοχλημένη. Δεν έχει σημασία που αισθάνεσαι έτσι. Θα ενσωματωθείς.Το βλέπω πως αρνείσαι να αντισταθείς, αγάπη μου. Το βλέπω πως ενδίδεις.
      Σε γυρίζω προς τα χείλη μου. Δεν είσαι έτοιμη. Αλλάζω γνώμη και σε παίρνω να καθήσεις στις δυό άδειες καρέκλες. Πρώτη θέση στην απογευματινή της Κερκίνης. Βραχάκια Α1, Α2. Ρίχνω μια ματιά. Κανείς δεν μου κάνει νόημα " πιασμένες "..
           Αρχίζει. Χωρίς ένα γκονγκ της προκοπής.
           Ένας τεράστιος λευκός βαρύτονος , ένας αυτοκρατορικός πελεκάνος, πλαταγίζει τις πορτοκαλί πατούσες του και με δυό δυνατά φτερουγίσματα απογειώνεται αφήνοντας ένα ρίγος μυτερό στο νερό. Κάνει έναν μεγαλόπρεπο κύκλο, σα να φωνάζει σσσσςςςςς σε όλους. Οι θεατές εκστασιάζονται. Εσύ πάλι μου σφίγγεις απότομα τα δάκτυλα. Αλλιώς τώρα. Τα μάτια σου γίνονται σα της λίμνης. Υγρά και γαληνεμένα μαζί.
         Ρίχνω μια ματιά πίσω μας. Το κάνω πάντα πριν σε φιλήσω. Χαίρομαι που κρατούν κάτι τέτοιες παιδικές προφυλάξεις. Δε χαίρομαι με αυτό που με περιμένει.... 
       Ένας τεράστιος για πρώτη πράξη ποιμενικός, με κοιτάζει κατάματα από δυό μέτρα απόσταση. Θα προτιμούσα το μπαμπά σου. Του ρίχνω μια ικετευτική ματιά. - Δεν την έχω καν φιλήσει. Με καταλαβαίνει αμέσως. - ΟΚ. Διπλώνει τα δυό πίσω πόδια, μετά απλώνει εμπρός τα άλλα δυό, σηκώνει αυτιά και αφήνει ένα τεράστιο χασμουρητό , εκείνη την ποταπή επίδειξη γναθικής ανωτερότητας που δε σηκώνει αμφισβήτηση. - Εσείς φιληθείτε. Εγώ θα βλέπω…
      Τα δέντρα λούζονται εδώ. Βγάζουν τα χέρια τους ψηλά , μέσα απ’ το γκρι νερό, κι απλώνουν την ομίχλη σαμπουάν στα μαλλιά τους, αργά, ερωτικά, με ιεροτελεστίες αθώες, σα να μη τα βλέπει κανείς. Μα τα βλέπουν τα σκιάχτρα. Κάτω από καφέ καπέλα με ρηχά γείσα, ηδονοβλεψίες χωρίς μακρόπνοα σχέδια, παριστάνουν τον γόη. Με ρούχα παρτάλια…
    Ο δικός μας ηδονοβλεψίας έχει στρωθεί σαν να πλήρωσε πρώτης θέσης. Του ρίχνω μια εντελώς αναποτελεσματική ματιά δυσφορίας.
    Και τότε , καθώς ένα κοπάδι πάπιες πλησιάζει τα πόδια σου, σε γυρνώ προς τα χείλη μου ξανά. Είσαι έτοιμη και υγρή σα κρεμ καραμελέ.
   Αφήνω να περάσουν μερικά λεπτά για να κρυφακούσω τα σχόλια. Φαίνεται πως έχουν ξαναδεί φιλί, γιατί το μόνο που φτάνει στα αυτιά μου είναι σπασμωδικά κοακοσούσουρα χωρίς κανέναν ενθουσιασμό. Ένας κορμοράνος προσγειώνεται στα καλάμια που φυτρώνουν στο ιδιότυπο θεατρικό μας σανίδι. Τινάζεται και μαζεύει τις φτερούγες. Είναι ερωτευμένος σα γυναίκα που θέλει να ξαναφιληθεί, αν κρίνεις από τον τρόπο που κορδώνει το κορμί του.
    Τραβώ ένα τσιγάρο που αξίζει να το καπνίσεις. Ανάβω δυνατά. Είναι για τους δυό μας.
Είμαι όσο ευτυχισμένος επιτρέπουν τα όρια που μου έχω βάλει.
    Και τότε, νιώθω την ανάσα του, ο σκύλος έχει πλησιάσει κουνώντας αργά την ετυμηγορία του, σκύβει στο χέρι που του απλώνω με δέος και μου ρίχνει μια χλιαρή  τραχιά γλυψιά. Για μια στιγμή το επεξεργάζομαι και νομίζω, νομίζω πως είμαι λίγο πιο ευτυχισμένος από όσο μου επιτρέπουν εκείνα τα όρια. Δεν έχω λόγια. Καταπνίγω ένα δάκρυ και του απευθύνομαι :
    Τι ‘ναι ρε μούργο ;

4 σχόλια:

  1. Με οδήγησε σε μιά βραδιά Άνοιξης, θάτανε Μάης, που τέσσερα πόδια ακουμπούσαν το χλιαρό νερό της λίμνης του Αη Βασίλη με νοτιάδες μυρωμένους και υγρούς να τελαλίζουν την καταιγίδα. Απέναντι, στα χωριά που τρεμόσβηναν λυχναράκια φτωχά μπροστά στις πομπώδεις αστραπές και τους ήχους του κεραυνού, εμείς σωπαίναμε, και φοβόμασταν ν αγγίξουμε ο ένας τον άλλο, έστω κι άν η επιθυμία ήταν ανυπόφορη.
    Τι μου θύμισες!!!....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μα δεν την έβρισκες ανυπόφορη ; Αχ την άτιμη . Πίνω στα ανεκπλήρωτα και μυθοποιημένα μας φεγγαρόλουστα λάθη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι εύθραυστες αυτές οι στιγμές που πάνε τα όρια μια ανάσα παρακάτω...
    Σα να βλέπω το σούρουπο στα μάτια σας, την απαλότητα της ήρεμης ευτυχίας. Κοντά, κοντά μου είναι. Θεατής σε σταγόνες χρόνου που η ψυχή ξεφεύγει νιώθω. Κράτα το χέρι της, περίμενε το "λύσιμο", γεύσου μικρές αιωνιότητες δίπλα της...
    Ο μούργος θα καμαρώνει, αγκαλιάζοντας τον άνθρωπο που ξεφεύγει την τραγικότητά του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπέροχο κείμενο, σ' ευχαριστώ Περικλή. Αλλά...
    Πώς είναι δυνατόν να βάζεις όρια ευτυχίας; Τι είδους αυτοτιμωρία είναι αυτή που επέλεξες για τον εαυτό σου; Ποιαν ενοχή ικανοποιείς; Όρια στην ευτυχία δεν πρέπει να υπάρχουν. Μόνο όρια στη μελαγχολία θα έπρεπε να ορίζουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;