Κυριακή, Αυγούστου 6

Φτάσαμε σχεδόν !


   Ο μπαμπάς μου, μας το έλεγε προς το πίσω κάθισμα, όταν κατεβαίναμε Θεσσαλονίκη με το πρώτο μας αυτοκίνητο, που δεν έτρεχε πολύ . Μας το έλεγε καθώς περιμέναμε να ανάψει το πράσινο στη γέφυρα του Αξιού, που ήταν μονής κατεύθυνσης και πήγαινε εναλλάξ. Πρέπει να του έκανε καλό να το λέει…   Ήμασταν σχεδόν εκνευρισμένοι αλλά η Θεσσαλονίκη άξιζε τον κόπο. Επειδή ήμασταν από τη Φλώρινα, νομίζω.
    Και οι δυο, κι εγώ και ο μπαμπάς μου, ξέραμε ότι δε φτάσαμε. Απλώς, αν άνοιγα αυτή τη συζήτηση εκείνη τη στιγμή, μπορεί να έτρωγα στο τέλος καμιά μπούφλα, το ήξερα και για αυτό σχεδόν έξυπνος, έβγαζα το σκασμό.
     Έτσι έμαθα να πλέω στη θάλασσα του σχεδόν. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε το θάρρος να μου πει ότι δε φτάσαμε !  Έκτοτε υπήρξα σχεδόν ενήλικας, σχεδόν ερωτευμένος, σχεδόν επαγγελματίας, σχεδόν μουσικός, σχεδόν ζωγράφος, σχεδόν εξουθενωμένος, σχεδόν απένταρος, σχεδόν υγιής, σχεδόν διάσημος, σχεδόν άσημος, σχεδόν συνεπής, σχεδόν καλά, σχεδόν ευτυχισμένος και σχεδόν αποτυχημένος. Σχεδόν ανισόρροπος, σχεδόν σοφός, σχεδόν έξαλλος και σχεδόν ζεν. Τόσες φορές που νομίζω πως ολάκερη η ζωή μου κυλάει περιμένοντας το φανάρι στη γέφυρα του Αξιού, σχεδόν στη Θεσσαλονίκη. Πολύ θα ήθελα να στήσω ένα ΣΧΕΔΟΝ σε ντενεκεδάκια, γράμμα γράμμα, το Σ, το Χ, το Ε, το Δ το Ο και το Ν και να πάω απέναντι να το πετροβολάω.  
     Όταν μια μάνα φωνάξει :  σχεδόν νύχτωσε, μαζέψου καμιά ώρα, η προειδοποίηση είναι τόσο αστεία για ένα παιδί που παίζει στα χώματα, που ξεχνιέται πριν ακόμη αγγίξει τα αυτιά. Εξάλλου τι θα πει, μαζέψου καμιά ώρα ; Είναι λάθος φράση !  Φταίει η μάνα.
     Όταν μια λεχώνα ψιθυρίσει στον άντρα της : σχεδόν κοιμήθηκε είναι για τους δυο τους καημένους τους  γονείς που ξενυχτούν, η πιο γλυκιά αγγελία. Το σχεδόν αγαπάει τις περισσότερες από τις λέξεις. Είναι μερικές φορές το κλειδί της αυτοκυριαρχίας. Μετά ακούγεται η τσιρίδα, όμως.
    Θέλω να καταλήξω… δεν ταιριάζει με όλες. Το σχεδόν. Δε δένει με όλες τις λέξεις… Δε λέμε σχεδόν απέκτησα παιδί, λέμε ; Δε λέμε σχεδόν προσελήφθην ! Δε λέμε σχεδόν πήραμε το κύπελλο, ιδιαιτέρως οι Μπαουκτζήδες. Δεν λέμε σχεδόν κέρδισα το λόττο. Δηλαδή μερικοί το λέμε... Όλοι γελούν. Δεν λέμε σχεδόν βγήκα απ’ το νοσοκομείο. Δεν λέμε ο μπαμπάς σχεδόν πέθανε. Δε λέμε ποτέ ότι το παιδί μας σχεδόν μπήκε στο πανεπιστήμιο. Δε λέμε στην κολλητή μας, χθες σχεδόν χώρισα. Δηλαδή μερικές το λέμε αλλά είναι γελοία αναγγελία. Και που είναι οι βαλίτσες ; Ε ; Παρ’ όλο που όλες αυτές οι έννοιες, ως καταστάσεις, είναι πιθανές, αποφεύγουμε να δέσουμε το σχεδόν με τις μεγάλες μας στιγμές και τις κομβικές μας αποφάσεις.
     Επειδή ύστερα επισυμβαίνει η ζωή... Έρχεται το πράγμα έτσι που πρέπει να πάρεις μια στροφή, αριστερά εθνική οδός, δεξιά ορεινός δρόμος, ίσια προς την ακτή, ή αναστροφή γυρίζεις πίσω, μια επιλογή που δε μπορείς σχεδόν να την πάρεις. Μπορείς ; Οι περισσότερες επιλογές μας, τουλάχιστον εκείνες που πυροβολούμε ή μακαρίζουμε, δεν είχαν μέσα τους σχεδόν.
    Οπότε, γιατί αποδεχόμαστε την έννοια του ;  Γιατί, μας κάνει καλό να το λέμε. 
    Να, τώρα εγώ, σχεδόν τελείωσα. Μοναχά μια ερώτηση θα κάνω...
    Στρέχετε να καταργήσουμε το σχεδόν ;
    Σκατά τελείωσα !!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;