Κυριακή, Αυγούστου 20

Άναυδος




         Τρία ανήλικα κι έξι σακούλες Jumbo έχουν καβατζάρει στρόγγυλο σαλονάκι στη μεγάλη σάλα του Blue star για τη Φολέγανδρο. Δεν κυαλάρω άδεια θέση και τους την πέφτω…  

-Whats up folks?   

- Same shit, different day. Κρατάμε καρέκλες για τα πουρά, εμείς Αθήνα άρχοντες αλλά δε μας αφήνουν το κλειδί μη κάνουμε και καλά το σπίτι στάβλο.

- Δε κατεβάζετε τώρα κανά δυο τσαντούλες πάτωμα που 'ναι και φρεσκοβουρτσισμένο ;

- Δε παίζει !

- Να τις κατεβάσω εγώ ;

- Its up to you , πατέρας τριχωτός φρικαρισμένος, άμα σκάσει μύτη βγάλε άκρη. 
Άναυδος.

Κόβω δρόμο, στρίβω στις σκάλες για κατάστρωμα, βρίσκω ντάνα δωδεκάδα πλαστικές, αρπάζω μια, γυρνάω μέσα και την πέφτω δίπλα στο αμούστακο το τσούρμο, φορτωμένος, να σκάσει μύτη ο ενήλικας να κάνω σαματά.

- Εδώ βρήκατε να πιάσετε ;  ακούω πίσω μου…δε σας είπα παράθυρο ;  σκάει μύτη μια πιθανώς υπεύθυνη πρώτου βαθμού για το αμούστακο μπουλούκι.

- Θείτσα coolάρισε, έχει καλό wifi, πέσε και παίρνε.

-Αν ακούσει η μάνα σου πως μιλάς θα σε πάρει ο διάολος, εσένα.

Η θείτσα βγάζει παπούτσι σούμπιτη κι απλώνει πόδι φουλ στο μύκητα σε δημόσια θέα.

- Θα χρειαστούμε κι άλλες δυο, συμπληρώνει, Τασούλα φέρε εκείνη τη πολυθρόνα με το γελοίο καπέλο, το κάθε τσόλι απ’ την Αγγλία παρατάει ένα καπέλο και  πουλάει τουπέ εκτός έδρας , να μη χέσω.

- Θείτσα κουλάρισε λέμε, postάρω hot material, μη μου την HSDPAC τάρατε.

Γυρίζω τη γύφτικη προς το παράθυρο, αναζητώ γωνίτσα να τη σύρω, με τούτη την ομήγυρη εγώ δε θα τη βγάλω καθαρή γιατί, και τότες  μου χτυπάει την πλάτη ένα …..μπαστούνι. Ταράζομαι, γυρνάω και κόβω γιαγιά, μάνα της θείτσας οπωσδήποτε, κομμένο κεφάλι, ίδο νούμερο κυλότα, να μου λέει :

- Να αφήνετε χώρο να περνούν οι ηλικιωμένοι, δεν είναι η αυλή σας εδώ !

Άναυδος.

Η γιαγιά βολεύεται ανάμεσα στη Σίτσα και τα τρία εγγόνια που έχουν ακριβώς την ίδια έκφραση αηδίας. Ανταλάσσουν βλέμμα «έλεος».  Το αυτί μου πιάνει κλικ φωτό, η πιο μικρή έχει βγάλει κοντινή τους μύκητες της θείτσας. Χασκογελάνε. Η θείτσα λέει στη γιαγιά :

- Χαρούμενα είναι που πάμε όλοι μαζί, στο έλεγα εγώ. Τζάμπα κόνξες κάνανε.

-Έλα Τασούλα, λέει η γιαγιά σε μια κυρά που σέρνει άλλες τρεις σακούλες Zara. Σου έχουμε κρατήσει καναπέ. Νικολάκη, τράβα τα ξερά σου, ήρθε η μαμά.

Ο Νικολάκης αλλάζει σταυροπόδι το αριστερό δεξιά και λέει :   

 - Προσγειώσου. Χίλιοι καλοί χωράνε.

Γυρίζουμε όλοι προς το κυλικείο, γιατί ακούγεται ένα τζέρτζελο. - Ο μπαμπάς… λέει η μικρή, ένας in did γεμάτος τρίχα κουνάει χέρια πόδια και ο μπάρμαν του χαμογελά ειρωνικά. Ξεκινούν ανακοινώσεις, ο καβγάς τελειώνει, το σούσουρο ολοένα μεγαλώνει και δε μπορώ να μην στραφώ να δω, ποιος είναι ο τριχωτός με όλο αυτό το παιδομάνι…

- Φρέντο 4,50 € , σιγοβρίζει ο γίγας και προσγειώνει δυο νερά, τρία φρέντο, δυό μπακέτες, ένα κουτί μπισκότα, είκοσι χαρτοπετσέτες 2 cola light και οχτώ ποτήρια πλαστικά με δέκα καλαμάκια.

- Κάτσε Τάσο μου, ηρέμησε, έχουμε πάρει και δικά μας.

Τους κοιτάω με κάποιο δέος… και με βλέπει !

- Μάστορα, μεγάλη οικογένεια, μεγάλα βάσανα, χαμογελάει και βλέπω «δόντι λείπει».

- Νεύω θετικά… Ξαναγυρνάω προς την άλλη και ετοιμάζομαι να σύρω τη καρέκλα αλλού.

- Να σε κεράσουμε και κάτι, μάστορα, μου λέει, Πίτσα βγάλε τα τυροπιτάκια καλέ μη ντρέπεσαι ! Δικοί μας είμαστε όλοι !

-Ευχαριστώ, δε …

-Δε το συζητάω, κάνει και μου βάζει πλαστικό πιατάκι εμπρός.

Άναυδος.

-Ελάτε, έχουμε δρόμο λέει η Πίτσα και μοιράζει πιάτα στα μωρά.

-Ίσα μωρή χαρχάλω, ψόφα, ακούγεται να βγαίνει από το στόμα της μικρής.

- Τι είπες ; κάνει ο πατήρ. Τι είπες ρε στη μάνα σου.

-Όϊ στη μάνα μ’ ρε. Στέλνω ένα Post νηφάλιο και η άλλη με ρωτάει, τι τρέχει ; δεν έχεις life , και της λέω εγώ καριόλα είμαι στο δρόμο για τη Μύκονο και μου κάνει σιγά μη πας Αγία Βαρβάρα. Που να της μαγκώσει το ip και να μείνει κοτέτσι.

- Ααααα, κάνει ο father, και μου κάνει νόημα ότι τάχατες κατάλαβε.

-Που να βρείς αυγά από κοτέτσι, λέει η γραία. Όλα του εργοστασίου είναι.

-Γιαγιά βλέπε τηλεόραση, συμβάλλει στη συζήτηση ο Νικολάκης. 
  Ο τριχωτός by the name Τάσος, έχει πλησιάσει πάλι το κιλυκείο. Γυρίζει προς τη θείτσα επιδειχτικά και φωνάζει να το ακούσουν όλοι : 
  - Τασία έχει κρουασάν 40 ευρώ ! 
   Ακούω χάχανα, δε μπορώ να μη γελάσω, αλλά ούτε και να μείνω εδώ μπορώ... 

Βλέπω χώρο απέναντι, στης αεροπορίας και κόβω δρόμο. Καλό ταξίδι εύχομαι στο γκρούπ και τους αφήνω στο group therapy.

- Άμα πεινάσεις έλα, λέει ο γίγας. Δικοί μας είμαστε.  
Και τότε μου απευθύνεται η μικρότερη απ' όλες με το tablet...
- Κύριος, μη στέκεσαι ορθός, μας έχεις κόψει wifi !!! 

Άναυδος.  

2 σχόλια:

  1. Λατρευω την σκωπτικη κοφτη περιγραφη σου και το ανακατεμα της βρωμογλωσσας με τα "μοντερνα' νεολαιιστικα abbreviationς...Συγχωρα με αλλα εισαι φοβερος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;