Κυριακή, Μαΐου 16

Αύριο, αύριο θα 'ναι για όλους, πρώτα ο Θεός


Οι αχτίδες Του σκόρπησαν στο δωμάτιο σαν τα παιδιά που ορμούν στην αυλή μόλις ακούσουν το σχολικό κουδούνι. Μέσα από τις γρίλιες και τις κακοτεχνίες των παραθύρων, εκείνες έφτιαξαν γιορτή.
Ο Loni τεντώθηκε προξενώντας αρκετή δυσφορία στο στρώμα του. Ύστερα άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε το σβησμένο γλόμπο με τη χοντρή χλωμή κοιλιά, το ξεχαρβαλωμένο κομοδίνο του με τις κίτρινες φυλλάδες αγγελιών, το μισογεμάτο μπουκάλι μπύρας της χθεσινής βραδιάς. Η καρέκλα κάτω από το παραθύρι ήταν έτοιμη. Το τασάκι στο περβάζι. Η μυρωδιά στο δωμάτιο είχε ψήγματα νυχτολούλουδου, τσιγαρίλας και ποδαρίλας αλλά ο Loni ήξερε να απομονώνει πράγματα. Απ’ έξω μια δεκαοχτούρα γκουγκούφκιζε επίμονα για να σηκώσει την εργατιά.
Ο Loni τράβηξε το χοντρό πάπλωμα για να βγουν τα πόδια του στη δροσιά. Πάντα ξυπνούσε πρώτα τα πόδια του. Ήταν δυο ισχνά πόδια εξηνταοκτώ ετών που έδειχναν σαν δυό πόδια ογδόντα έξι ετών. Λύγισε τα δάκτυλά του για να ακούσει εκείνη τη διακριτική παράκλησή τους να τα αφήσει μια μέρα στο χουζούρι τους. Τσικ τσικ τσικ, κλακ, τσικ… Δεν παρέλειψε να τα κανακέψει : Εμπρός ποδαράκια μου. Πάμε τώρα ;
Σήκωσε αργά το κορμί του και τράβηξε μια τζούρα πρωϊνής αύρας. Ο Loni κοιμόταν πάντα με το παράθυρο μισάνοιχτο. Έτσι μεγάλωνε το τετράγωνο δωμάτιο, του άλλαζε σχήμα και το ένωνε με το σύμπαν. Το παντζούρι του άνοιξε τρίζοντας από ευχαρίστηση που θα ρουφήσει φως. Και για το Loni το φως ήταν ένα πλήρες και θρεπτικότατο πρωϊνό. Δόξαζε το Θεό για τη καινούργια μέρα και δε το ‘κανε για να τον καλοπιάσει…
Στο νεροχυτάκι του μικρού μπάνιου αποχαιρέτησε ότι τσίμπλα περίσσεψε από χθες και μετά μούσκεψε με τις παλάμες του τα επίμονα κατάμαυρα μαλλιά του μέχρι να αισθανθεί κάθε ρίζα τους να σκιρτάει. Περπάτησε νωχελικά τα έξι βήματα μέχρι το μπρίκι. Ύστερα βυθίστηκε στις σκέψεις του καθώς ανακάτευε αργά το μίγμα για τον καϊμακλίδικο τούρκικο που στη περίπτωσή του ήταν αλβανικός.
« Τελείωσε το χαρτί, σώνεται και η ζάχαρη, ψωμάκι, χμ αυτά έχουν προτεραιότητα σήμερα, πρώτα ο Θεός. Κι αν περισσέψει κάτι, καπνό.»
Ο καφές έπιασε να μυρίζει και τα ρουθούνια του τέντωσαν. Πήρε να χαμηλώνει τη φωτιά στο μπρικάκι, ώσπου έμοιαζε με αναπτήρα σε χέρια λερωμένου εργάτη. Ο καφές πρέπει να φουσκώνει πάντα αργά. Έριξε με μαστοριά λίγο καϊμάκι στο φλυτζάνι με τα κίτρινα χείλη, ξανά στη φλόγα, ξανά στο φλυτζάνι, ο Loni απόλαυσε αυτή την πρωϊνή τελετουργία σα καλλιτέχνης που βάζει τις τελευταίες πινελιές στο έργο της ζωής του. Κι έπειτα, πριν να σβήσει το μπρίκι, έσκυψε και άναψε το τελευταίο χθεσινό στριφτό. Πάντα άφηνε ένα στριφτό για το πρωϊ που τα χέρια θα τρέμουν από την ανυπομονησία. Πάντα άφηνε κάτι για αύριο, που η ψυχή θα τρέμει από την προσδοκία. Μια ευχή, μια υπόσχεση και μια ανακοίνωση χαράς. Σήμερα θα είναι η μέρα σου καλύτερη. Σήμερα.
Κοίταξε την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη καρέκλα με συμπάθεια.
- Έρχομαι, έρχομαι καλή μου. Στο παραθύρι σου θα κάνουμε πάλι την πρωϊνή μας κουβεντούλα Έπιασε το φλυτζάνι με μαεστρία για να μη καεί και σύρθηκε ανάλαφρα σπρώχνοντας μιά τη μία και μιά την άλλη παντούφλα προς το φως. Και κάθισε πάνω στην Τριζούλα με διακριτικότητα. Ήταν η μόνη του παρέα από τότε που έφυγε Εκείνη.
Αφοσιώθηκε στην κίνηση κάτω στο μικρό παρκάκι της οδού Ιουλιανού. Δυό άντρες διαπληκτίζονταν ήδη για μια θέση πάρκιγκ. Και φαίνονταν κι οι δυό να αισθάνονται οι πιο τσατισμένοι στον πλανήτη. Τα παιδιά περνούσαν με τις τσαντούλες τους και με ηττημένες φάτσες. Δεν έδειχναν όρεξη για πολλά πολλά. Στα μαγαζάκια απέναντι οι έμποροι έβγαζαν πραμάτεια στα πεζοδρόμια. Η δική τους φάτσα ήταν σαν των Οβριών στα κάτεργα του Ράϊχ. Ο Loni είχε ξαναδεί φυσιογνωμίες γεμάτες απόγνωση. Αυτές του φαίνονταν κάπως λίγο ψεύτικες. Δεν μπορούσε να καταλάβει και πολύ. Αν ζεις στην Ελλάδα και έχεις κάθε πρωί ένα μικρό μαγαζάκι να σε περιμένει για τη βιοπάλη σου, αν έχεις τον ήλιο απάνου στο κεφάλι σου και χιλιάδες περαστικούς έξω από τη πόρτα σου, κι αν ο καφές είναι φρεσκοκομμένος στο κουτάκι δίπλα στο μπρίκι σου, τι άλλο διάολε θα μπορούσε να σε κάνει πιο αποφασισμένο να ισορροπήσεις τις ανησυχίες σου και να καλωσορίσεις τη μέρα ; Τι άλλο ;
Έριξε μια ματιά στο φτωχικό δωμάτιο. Ο Loni ζούσε ολομόναχος από την ώρα που ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει την οικογένειά του να ορθοποδήσει πάνω στους Άγιους Σαράντα. Τα τρία από τα αδέλφια του ήταν εδώ. Άλλο ένα Γερμανία. Τους έγραφε γράμματα. Ο ένας έστελνε στον άλλο κουράγιο. Αναστέναξε βαθειά και τράβηξε μια βαθειά τζούρα . Ύστερα έστειλε τριγύρω σχήματα από καπνό. Έψαξε με τα μάτια τεκμήρια δυστυχίας μέσα στο δωμάτιό του. Δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ήταν έτοιμος για τη μέρα που ξεκινούσε. Ήταν έτοιμος κάθε μέρα αυτός. Έτσι είχε μάθει.
Απέναντι ήταν κρεμασμένο με μαεστρία το σιδερωμένο άσπρο του πουκάμισο. Και η κόκκινη πλεχτή γραβάτα πάνω στο τραπεζάκι. Ο Loni απόλαυσε τον υπόλοιπο καφέ ρουφώντας με θόρυβο τις γουλιές και πλαταγιάζοντας τη γλώσσα του. Ύστερα ξυρίστηκε με επιμέλεια και ντύθηκε σα γαμπρός. Οκ. Όχι σα γαμπρός. Σαν χαρούμενος. Σαν νέος…
Στα πεζοδρόμια της πόλης οι Ελληνες σπρώχνονταν ήδη ιδρωμένοι. Όλοι έτρεχαν. Ο Loni ξεκίνησε το πρωί του από το δεξί πεζοδρόμιο της Ολύμπου. Περπατούσε αργά. Μπήκε πρώτα στο μαγαζί με τα χρώματα.
_ Καλημέρα κύριε Γιώργο. Τι κάνεις ;
- Γειά σου φίλε, καλά.
- Καλές δουλειές και γερός να είσαι. Κύριε Γιώργο το παιδί μου είναι μπογιατζής. Να σου αφήσω μια καρτούλα, ένα τηλέφωνο, είναι πολύ καλό και καθαρό παιδί. Να του βρούμε λίγο δουλειά κύριε Γιώργο..
- Ντάξει φίλε, άσε εκεί τη κάρτα, φχαριστώ , κάτι θα γίνει. Έλα Μάκη ; Πες να μου βάλουν άλλα 12. Σήμερα ναι ;
- Καλές δουλειές, να είστε καλά κύριε Γιώργο.
Ο Loni έτεινε το χέρι για να χαιρετήσει. Πέρασαν δυό δευτερόλεπτα αμηχανίας και το ξαναμάζεψε. Πίσω. Δεν πείραζε και τόσο. Πάει καιρός που η περηφάνια δεν ήταν προτεραιότητα. Οι χειραψίες ήταν απούσες σε αυτή τη μεριά του πλανήτη όταν είσαι εμφανώς κατώτερος.
Βγήκε και μπήκε στο διπλανό κουρείο.
- Καλές δουλειές, καλημέρα κύριε Αναστάση.
- Γειά σου μεγάλε !
- Όλα καλά ;
- Σκατά μεγάλε , τα ξέρεις.
- Κύριε Αναστάση χρειάζεσαι στην οικοδομή κανέναν να καθαρίσει ; Το παιδί είναι άνεργο κύριε Αναστάση. Νέο παιδί. Κάτι να βρούμε για να μη ζητιανεύει. Δουλειά.
- Μη κουνιέσαι ρε Μάκη, θα σε κόψω. Μεγάλε καλημέρα, καλημέρα.
- Να είστε καλά κύριε Αναστάση.
Πήγε να απλώσει το χέρι. Είδε του αλλουνού με ψαλίδια, σκιάχτηκε. Πως έχουν γίνει έτσι. Δεν κοιτάνε κανέναν στα μάτια ; Κανέναν ; Βγήκε.
Τρίτο μαγαζί στη σειρά ήταν το supermarket του Θανάση. Ο Loni αποφάσισε να ψωνίσει ζάχαρη για να πιάσει κουβέντα. Καλημέρισε..
- Κυρ Θανάση πως είσαι ;
- Καλά, καλά, τα ίδια κυρ Λεωνίδα. Έτσι δε σε είπαμε ;
- Δε πειράζει, Loni είναι, να ‘σαι καλά που με θυμάσαι πάντα.
- 80 λεπτά, θέλεις τίποτες άλλο ;
- Όχι, σήμερα μόνο αυτό κυρ Θανάση, συγγνώμη. Ξέρεις ο γιός μου
- Λεωνίδα μη μ’ αρχίζεις πάλι το τροπάρι πρωί πρωί, εδώ τα παιδιά μου δεν έχουνε δραχμή, εσείς τι περιμένετε σ’ αυτόν τον σκατότοπο ; Και με δυό πτυχία το καθένα μεγάλε.
- Πρώτα ο Θεός κύριε Λεωνίδα, έχει για όλους, τα δικά σου έχουν όλη αυτή τη μαγαζάρα, ένα ψωμί καλό να βγάλουνε πιστεύω…
- Μαγαζάρα, μαγαζάρα, άμα δε πάμε φυλακή, άσε με ρε φίλε. Άμε να κάνουμε καμιά δουλειά, δε βγαίνει άκρη με τις κουβέντες.

Ο Loni πέρασε τρεις ώρες γεμάτες καλημέρες με απλωμένα χαμόγελα και ματαιωμένες χειραψίες. Τα δόντια του ήταν κατάλευκα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μιλούσε καλά Ελληνικά, χωρίς αποτέλεσμα. Είχε πολύ καλή διάθεση, είχε εκείνη τη γλύκα που μεταδίδει ένας άκακος και πράος ηλικιωμένος που εννοεί τις καλημέρες του. Χωρίς αποτέλεσμα.
Κάθισε στις 2 σε ένα κουτσουλημένο παγκάκι βάζοντας μια εφημερίδα για να φυλάξει το καθαρό παντελόνι. Παρατήρησε τους Έλληνες. …
Πήγαιναν και έρχονταν θυμωμένοι. Αυτό ήταν. Υπήρχε κάποιος λόγος που ήταν θυμωμένοι σήμερα. Συμβαίνουν αυτά. Δεν έβλεπε τηλεόραση ο Loni αλλά ήξερε τα νέα από τις φάτσες των ανθρώπων. Πρέπει να ήταν πολύ πολύ άσχημα, τα νέα τώρα τελευταία.
Κάποια στιγμή είδε τον Γεωργιανό στο απέναντι παγκάκι. Ο Γεννάδιος ήταν γείτονας και έτρεφαν αμοιβαία εκτίμηση και επίγνωση της μεγάλης φουρτούνας που περνούσε η δική τους γενιά απόκληρων από τον τόπο τους. Ο Γεννάδιος του έγνεψε να έλθει για κουβέντα.

- Τι κάνεις σήμερα ; είπε ο Loni.
- Είναι πολύ καλύτερα τα πόδια μου. Και η κυρα Ζβετλάνα ετοιμάζει κάτι που μου έχει σπάσει τη μύτη. Βγήκα γιατί δε μπορώ να περιμένω.
- Τι έχουν πάθει αυτοί εδώ ;
- Έρχεται το Δ.Ν.Τ. λέει. Θα τους βάλει να κάνουν οικονομίες. Δεν είναι μαθημένοι αυτοί.
- Οι μπαμπάδες τους δεν είναι που ήταν πρόσφυγες σε όλο τον κόσμο ;
- Οι παππούδες τους. Αλλά από τότε πήγανε μπροστά. Μπήκαν στην ΕΟΚ. Τώρα ακόμη και στην Αμέρικα μπαίνουν για βόλτα. Πήρανε σπίτια και εξοχικά, πήρανε δάνεια πολλά, είναι πιο λεύθεροι, έτσι λένε.
- Τι να σου πω. Δε μου φαίνονται και τόσο ξεβολεμένοι. Από τον τρόπο που κινούνται θέλω να πω, ούτε λεωφορείο δε παίρνουν οι πολλοί. Δεν μπορείς να περάσεις στη πόλη από τα στριμωγμένα αυτοκίνητα.
- Τι τα θέλεις Loni, ο άνθρωπος κοιτάζει πάντα ομπρός. Εσύ πως είσαι ;
- Πάω καλύτερα. Έχω πάρει δυό σκάλες και ένα θυρωρείο το βράδυ, θα τα καταφέρω. Μου λείπει πολύ η άτιμη. Έφυγε ξαφνικά, Αυτό είναι το μαράζι μου. Μα έχω να σκέφτομαι το παιδί. Και έχω λίγους φίλους.
Ο Loni σηκώθηκε και έπιασε να γυρίζει από το απέναντι πεζοδρόμιο.
Αυτή τη φορά αποφάσισε να κοιτάζει στα μπαλκόνια των πρώτων ορόφων αυτού του στενού πνιγερού δρόμου. Ήταν γεμάτα πράες φυσιογνωμίες.
- Γειά σου Loni. Να σου πετάξω ένα γαρύφαλλο ;
- Γειά σου και σένα κυρα Λένη. Ήρθε η κόρη σήμερα ;
- Όχι, ούτε σήμερα ούτε χθες. Έχει τα ζόρια της κι αυτή. Μα δε την κακίζω. Ανέβα να σου κάνω καφέ.
- Ευχαριστώ, πρέπει να γυρίσω. Να ‘σαι καλά κυρα Λένη.
Δε πρόκανε να κάνει δυό βήματα και ξανάκουσε το όνομά του.
- Ε Loni , πάνω μας θα πέσετε πάλι στα προκριματικά.
- Τι κάνεις κυρ Μανώλη ; Κολλημένος με τη μπάλα είσαι ;
- Τέσσερα θα σας ρίξουμε αυτή τη φορά. Και θα κεράσω μπύρες.
- Κέρνα εσύ τις μπύρες και τα πειράγματα κι ας φάμε και οχτώ.
Περπάτησε λίγα τετράγωνα παρατηρώντας τους ηλικιωμένους πάνω στα στενά μπαλκόνια αυτής της ζωντανής πόλης. Άλλος πότιζε γλάστρες κι άλλος τάϊζε με στοργή τα περιστέρια. Καθείς με την παρηγοριά του. Μοναχά ένα κοινό χαρακτηριστικό είχανε αυτοί οι απόκληροι της ζωής. Έδιναν απλόχερα χαμόγελα και καλημέρες. Μέσα στη μοναξιά τους την οποία μόνο αυτοί μπορούσαν να περιγράψουν και να αποτιμήσουν, ήταν πάντα έτοιμοι να μοιράσουν λίγη καλή διάθεση και ένα πρώτα ο Θεός.
Ο Loni έπιασε να μοιράσει τις υπόλοιπες κάρτες του παιδιού. Πάλι.
Δεν λύγισε η θέλησή του μέχρι που σουρούπωσε. Μετά γύρισε στο μικρό δωμάτιο για να περιποιηθεί τα ρούχα του. Η Τριζέλα τον περίμενε δίπλα στο παράθυρο. Το μάτι του πήγε κάτω στο δρόμο. Μια γριά πείραζε τα περαστικά μωρά για να τα κάνει να χαμογελάσουν. Ο κόσμος γύρευε ένα δείγμα χαράς με κάθε τρόπο. Μια φάτσα μωρού έφτανε για μια μέρα… Έχετε προσέξει πως κοιτάνε οι γριές μέσα στα καρότσια με μωρά ; Ξέρετε γιατί ; Για να πάρουν κουράγιο ότι η γκριμάτσα ενός αυθόρμητου γέλιου δεν έχει εκλείψει εντελώς από το ρεπερτόριο των συνανθρώπων.
Ο Loni άνοιξε το ράδιο και κάθισε στην Τριζέλα του. Το τσιγαράκι τώρα θα συνόδευε το κατευόδιο σε μια αποδοτική μέρα. Είχε μοιράσει εκατόν πενήντα κάρτες. Τη Δευτέρα θα ερχόταν ο γιός του να τον δει. Έπρεπε να φτιάσουν κι άλλες. Θα τον πάρει αύριο τηλέφωνο.
Γύρισε και κοίταξε την κυρά Λενιώ του στο κάδρο. Της είπε λίγα τρυφερά για να τη καθησυχάσει. Εκείνη έπρεπε να κοιμάται ήρεμη.
Σουρούπωσε περισσότερο. Έξω μόνο. Ο Loni Bolano από τους Άγιους Σαράντα σήκωσε τα χέρια σε μια δοξολογία στο Θεό. Ζήτησε κουράγιο και ευχαρίστησε για το πιάτο το φαϊ που σιγόβραζε. Αύριο πάλι μέρα θα ‘ναι. Καλημέρα. Και ίσως αυτοί οι Έλληνες να ξυπνήσουν καλύτερα. Πρώτα ο Θεός. Υπομονή χρειάζονται και κατανόηση όλοι. Και οι Αλβανοί και οι Έλληνες. Έχουν τις εμμονές τους, έχουν τα ποθημένα τους, έχουν στο μυαλό τους άλλα πράματα. Μα θα τα φέρει η τύχη για όλους. Αύριο πάλι με χαμόγελο στο δρόμο. Γερός να είμαι. Εγώ και το παιδί μου.
Πρώτα ο Θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;