Δευτέρα, Ιανουαρίου 6

όλα είναι μια στροφή

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ

     Το εφηβάκι κοιτάζει τα πρόσωπα της οικογένειας γύρω από το μαγκάλι. Δεν βλέπει βεβαιότητα για την απόφαση ούτε στα μάτια του πατέρα, ούτε στη γλώσσα του σώματος της μητέρας. Βλέπει φόβο, βλέπει εμμονή, βλέπει παραίτηση. Τώρα μένουν λίγες ώρες. Τα χρήματα έχουν αλλάξει χέρια και τα κάρβουνα είναι στα τελευταία τους. Τέτοια ώρα αύριο βράδυ, τίποτα σε αυτό το δωμάτιο δε θα θυμίζει εστία. Τα χάραμα πλησιάζει ανελέητα, όπως βαδίζει το βόδι προς μια μυρμηγκοφωλιά.

    Σηκώνονται, έχει πλέον χαραυγή. Αγκαλιάζονται. Σπεύδουν να μαζευτούν στο ντόκο. Προσταγές που εκτοξεύονται τσάμπα. Κοιτάζονται συνομωτικά, σιωπούν, διορθώνουν τα σωσίβια πάνω από τα μπουφάν. Τους αραδιάζουν. Μικρά και ανήμπορους στο αμπάρι . Αντράκια όξω. Το εφηβάκι κάθεται κοντά στη πρύμνη. Δεν μιλάει κανείς, εκτός από τους γλάρους. Ένας αμπντάλης δίνει μια στο καϊκι με ένα καδρόνι και φέρνει έξω το παλαμάρι. Στο πρώτο άνοιγμα αριστερά φαίνεται το τελευταίο κομμάτι στεριάς, ένα ακρωτήρι. Το εφηβάκι μετρά ανάσες. Ο αδελφός του του σφίγγει το χέρι και τα δάκρυα τρέχουν μέσα απ' το γιακά. Δεν έχει να του πει τίποτα. Εκείνος θα μείνει. Το εφηβάκι παίρνει μια βαθειά ανάσα και αφήνεται πίσω στο νερό. Σχεδόν χωρίς γδούπο. Κανένας δεν ειδοποιεί κανέναν. Όλοι κοιτάζουν τα πόδια τους. Η μάνα βάζει το χέρι στο στόμα και τα μάτια της ανοίγουν σαν δυό ηφαίστια. Πνίγει την κραυγή της και στρέφει το βλέμμα στο μεγάλο γιό. Εκείνος της γνέφει ότι τίποτε δε μπορεί τώρα να αλλάξει, σηκώνοντας ελάχιστα τους ώμους. Ο διακινητής στο τιμόνι καταλαβαίνει. Δεν τον ενδιαφέρει, το παραδάκι είναι στο σπίτι του.

   Όλα είναι μια στροφή. 

   Σε δέκα λεπτά το εφηβάκι στεγνώνει στο βραχάκι από έναν ανελέητα γνώριμο ήλιο, κάτω από τον οποίο δεν έχει μοίρα. Έχει όμως πόδια στη στεριά και στεγνά ρούχα. Σε τέσσερις ώρες ο καπετάνιος διακινητής επιβιβάζεται στην υπηρέτρια και βάζει πλώρη για πίσω. Το καϊκι μένει μεσοπέλαγα και όλοι πιάνουν ό,τι μπορεί να χρησιμεύσει για να τους δουν. Δυό βεγγαλικά εκτοξεύονται. Το Ιταλικό ξερονήσι φαίνεται στο βάθος. Τώρα πρέπει να φτάσουν. Κανένας δε κοιτάζει πίσω. Εξάλλου, πίσω, και να θες πλέον, δε μπορείς να δεις τίποτα. 

    Μόνο ένα ζευγάρι μάτια αρνούνται να κοιτάξουν εμπρός. Της μάνας. Είναι στραμμένα προς εκείνο το κομμάτι του κορμιού της που έμεινε πίσω. Δεν υπάρχουν λέξεις να.

  Από το βραχάκι στη Λιβύη δυό ώρες δρόμος προς την Ιταλία με τα μάτια γίνονται δυό λεπτά. Τα μάτια των εφήβων σπεύδουν όταν είναι να δουν τη μάνα. Από το καϊκι κοντά στη Λαμπεντούσα προς τη Λιβύη άλλες δυό ώρες δρόμος , μέχρι τα μισά, γίνονται με τα μάτια σε δυό δεύτερα. Τα μάτια της μάνας καλπάζουν όταν είναι να δουν το παιδί. Το βλέμμα της μάνας φτάνει πρώτο το λοιπόν, καταμεσίς στη Μεσόγειο και περιμένει για δυό λεπτά το βλέμμα του γιού να καταφτάσει. 

  Συναντιούνται. Συντεταγμένες 35°20′32″N 12°14′31″E / 35.50167°N 12.54528°E / 35.5167; 12.5728. Δε θα το λησμονήσουν ποτέ. Μια δίνη ταράζει τα σκοτεινά νερά. Μετά τίποτα. Μόνο μια εικόνα στην μνήμη. Το εφηβάκι τη στιγμή που αφήνεται πίσω να γλυστρίσει από το καϊκι στη θάλασσα. Μια εικόνα με την οποία μια μάνα πρέπει να συνεχίσει τη ζωή της. 

  Όλα είναι μια στροφή. 

  Ο καθένας την αποφασίζει μονάχος του.       


ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ 

   ...κι αύριο μέρα είναι : _____________