Παρασκευή, Νοεμβρίου 4

το γράμμα που δεν έφτασε ποτέ

   Όταν βλέπω μια υπερήλικη ντουλάπα , αναλογίζομαι τι εκπλήξεις μπορεί να φυλάχτηκαν για μένα , μέσα. Ποτέ δε σκέφτομαι ο ανόητος ότι είναι πιθανόν οι πόρτες της να έχουν σκεβρώσει τόσο, που αποκλείεται πλέον να ανοίγουνε.

    Λέξεις ... αράδες από γράμματα ανεξήγητα τακτοποιημένα κάθε φορά με άλλο νόημα, θέλω να πω, πόσες θερμοκρασίες μπορεί να αποκτήσει η ίδια λέξη, πες εσύ χαρά, πες εσύ θλίψη. Η χαρά, παγωμένη, χλιαρή, θερμή, κοχλάζουσα. Η θλίψη ως μελαγχολία, ως αποτύπωμα, ως ετημυγορία, ως μότο, ε ;

    Που λες, επιχείρησα να στα γράψω, όλα.. αγαπημένε, αγαπημένη, ιστορία μου. Σου έγραφα για μήνες, τόσο μου φάνηκε τότες ο χρόνος εμένανε, έσβηνα, έγραφα, έσβηνα. έγραφα... μια μέρα είπα θα στο στείλω... έπιασε βροχή, βγήκα να έλθω, η βροχή δυνάμωσε κι έκαμα πως μου έπεφταν οι σελίδες... μια μια, κάθε δέκα βήματα στη δημοσιά. Μπορεί και κάθε εφτά ή πέντε. Δεν μέτραγα τα βήματα. Τις σελίδες μέτραγα. Τις αποφάσεις να μην βρεθούν στα χέρια σου. Γιατί δεν αντέχω να βλέπω , όταν λαμβάνεις δικό μου γράμμα και δείχνεις , εμβρόντητος, εμβρόντητη , ιστορία μου αγαπημένη. 

   Κι έτσι μέτραγα. Να φτάσει ; Να μην φτάσει ; Να μην. Να φτάσει ; Να μην φτάσει ; Να μην.

   Δεν είχα επίγνωση εκείνη τη στιγμή ότι κάθε σελίδα που μούσκευε στο ρείθρο της ασφάλτου , κάθε πρόταση από κάθε σελίδα που μούσκ... κάθε λέξη από κάθε πρόταση από κάθε σελίδα που μούσκευε , δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά την δύναμη ή την συνθήκη να αναβλύσει από το μυαλό μου και να καθοδηγήσει το χέρι να την ξαναγράψει ώστε να ανακτήσει μια ορατή υπόσταση. Δεν είχα επίγνωση ότι πρόβαινα σε κάτι τελεσίδικο. Σε μια σειρά από προσωρινές επιλογές, θαρούσα. Όμως... όχι. Λάθος έκαμα. Όταν μια σειρά από τραύματα βρει το μονοπάτι να περάσει τον μαλάκα τον εσωτερικό μας επιμελητή και να φτάσει στο μολύβι, πιστεύουμε ότι έχουμε αποκτήσει μια δεξιότητα που θα είναι πάντα εκεί. Δεν καταλαβαίνουμε ότι αν δεν φτάσει στον τελικό προορισμό, δεν εξαϋλώνεται, αντιθέτως σαν το αμπέλι που δεν το κλαδεύεις, απλώνεται ως παρείσακτος και καταπατά και επιβάλλεται σε χώρο, που δεν ήταν για ρώγες και μέλισσες αλλά για να περνάει στις ώρες του άπλετο φως.

        Κι έτσι, το ρείθρο έγινε ένα μνήμα για τις προτάσεις και το σώμα μου μια ντουλάπα που μάγκωσε η πόρτα της. Κι έτσι το ρείθρο έγινε ένα μνήμα για τις προτάσεις μας και τα σώματά μας ντουλάπες που τους μάγκωσαν οι πόρτες.

   Σε ένα άδηλο σημείο του χρόνου αργότερα θα αναρωτιέμαι και, φαντάζομαι κι εσύ το ίδιο, γιατί δεν τα καταφέραμε καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;