Πέμπτη, Απριλίου 8

Φαντάσματα στο μετρό Θεσσαλονίκης ;








Νομίζω ότι είδα μερικά από δαύτα :
o Μιας εμμονής ότι όλοι πάντα μας κρίνουν.
o Του “εκλεκτικού” μας ρατσισμού.
o Της φοβίας για το σκοτάδι, για το λαγούμι.
o Της ηλίθιας ταχύτητας της εποχής μας.
o Μιάς “αναίτιας” τρομοκρατικής απόπειρας.
o Των κλισέ, αυτών των ακαταμάχητων προτύπων.
o Της φθοράς, της άνισης πάλης μας με το χρόνο.
o Της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου.

Έφτασα εκεί στην ώρα μου, πάντα έφτανα εγώ στην ώρα μου. Πόσο μάλλον στο πρώτο επίσημο δρομολόγιο με επιβατικό κοινό. Το Μετρό της Θεσσαλονίκης. Πολύ πρωϊνό 11-9-2013. Σταθμός ΝΕΑ ΕΛΒΕΤΙΑ.
Μοσχομύριζε κουλούρια και κάτω στα μάρμαρα θα μπορούσες να κοιτάξεις τη φάτσα σου, αν υποθέσουμε ότι είχες αυτή την ανεξήγητη επιθυμία. Μέταλλο και τζάμι το σκηνικό κι αυτού του θεάτρου. Δεν ήλπιζα σε κάτι πιο σοφιστικέ. Και στη Θεσσαλονίκη και στο Τόκιο οι ίδιες τάσεις. Δε χρειάζεται να κουράσουμε τα μυαλά μας. Νέα Ελβετία. Ο ασημί συρμός φαινόταν σα στο σπίτι του. Κοντόχοντρα πολύ γυαλιστερά βαγόνια με αστραφτερά καπέλα από νίκελ. Χώθηκα στο 3ο βαγόνι με το άνοιγμα της πόρτας. Πρώτος. Έπιασα ένα φαρδύ ξύλινο κάθισμα που μου φάνηκε σκληρό αλλά ανθεκτικό. Το τζάμι στα δεξιά μου μου ήταν χωρίς δαχτυλιές. Απορροφήθηκα από τα πρόσωπα των περίεργων έξω στην αποβάθρα. Δεν υπήρχαν ακόμη ζητιάνοι ούτε εκείνοι οι υπεραισιόδοξοι μουσικοί που συναντάς παντού στα τραίνα. Αλλά υπήρχαν ενδιαφέρουσες παρουσίες αν αναλογιστείς ότι ήταν Κυριακή πρωί και μάλιστα 7.30 ! Υπήρχε μια γυναικεία περιπολία της Δημοτικής Αστυνομίας που δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις. Πότε ομόρφυναν έτσι τα όργανα της εξουσίας ; Υπήρχε ένας πλανόδιος εφημεριδοπώλης. Υπήρχαν αρκετοί δημοσιογράφοι οι οποίοι δε μιλούσαν μεταξύ τους οπότε συμπέρανα ότι ήταν από διαφορετικά μέσα. Φωτογράφιζαν ασταμάτητα τις ιστορικές στιγμές. Ένας αέρας Ευρώπης. Ναι.
Ένας νεαρός με εξέταζε με εκείνο το αναιδές ύφος που μιλάει :
-Μπράβο σου μεγάλε, μπήκες εγκαίρως, θα σε γράψει και σένα η ιστορία σαν την πρόθυμη τροφή της λάμιας. Μια στιγμή διασημότητας σου αξίζει, ίσως να σε περιμένει και μια κάμερα στο τέρμα. Θα σε ρωτήσουν.. “ Πως σας φάνηκε το καινούργιο απόκτημα της πόλης ;” Κι αν φανείς αρκετά προετοιμασμένος η δική σου ατάκα θα παίξει στο βραδινό δελτίο. Μπορεί στο μνημείο σου κάποτε να γράψουν : Ο πρώτος που πάτησε το βαγόνι του NEO ΜETRO της Θεσσαλονίκης. Αυτό που το βάζεις !!!
Ανταπέδωσα το βλέμμα χωρίς αποτέλεσμα. Με κάρφωνε ακόμη…
Εκείνη τη στιγμή με έπιασε το άρωμα. Ήταν όρθια ακριβώς πίσω μου μια πλημμελώς ντυμένη βυζαρού με τα χέρια στα χερούλια. Το αντρικό λευκό φανελάκι στέναζε στον όγκο της. Οι ρώγες της ήταν δυό διακόπτες φαντασίωσης, δυό ακαταμάχητα κέντρα ενέργειας. Τότε μου έκοψε να τραβήξω τις νοητές ευθείες. Βρέθηκα στα μάτια του νεαρού απέναντι. Έτσι λοιπόν. Ούτε να με χέσει εμένα, όχι να κάτσει να πλάσει και σενάρια… Ο φοιτητής βρισκόταν στο δικό του ταξίδι. Κοιτούσε τα δυό βυζιά πίσω μου. Και εγώ επίσης. Σε άλλο ταξίδι… καθένας με τις προτεραιότητες που του επιβάλλει η κοσμοθεωρία του .
Κούνησε για μια στιγμή. Το βαγόνι και το ζευγάρι τα στήθη επίσης. Μετά με ένα γλυκό σφύριγμα ο συρμός ξεκίνησε. Το metro της πόλης έπαιρνε μπροστά… Οι σκέψεις με πλημμύρισαν και ακούμπησα το κεφάλι μου στο τζάμι. Το metro της Θεσσαλονίκης 11/9/2013. Ο πρώτος σταθμός περπατούσε προς τα πίσω…
Στα τελευταία παγκάκια της αποβάθρας δεν είχε ψυχή. Τι απαίσιο θέαμα, τρία άδεια παγκάκια στη σειρά ; Θα έπρεπε να είναι πτυσσόμενα.
Όπως και τα αισθήματα. Μα εμείς τα απλώνουμε σαν μπουγάδα με κάθε καιρό. Τι ολέθρια σπατάλη ! Θα έπρεπε να είναι πτυσσόμενα, ναι. Αν υπάρχει αποδέκτης της θαλπωρής τους να ανοίγουν και να απλώνουν την γοητεία τους. Αν πάλι όχι, να τα μαζεύουμε, να μη στέκονται έτσι ανώφελα σε δημόσια θέα περιμένοντας την φθορά ως και τον τελικό ευτελισμό τους…Τα αισθήματα που τα βλέπει ένας κρύος ήλιος είναι σαν τα κόκκινα μπλουζάκια. Ακαταμάχητα τις πρώτες μέρες, αδιάφορα σε λίγο καιρό και λυπηρά απομεινάρια στο φινάλε. Τα απομεινάρια των καλύτερων προθέσεών μας γίνονται στη συνέχεια λόγχες. Αδικαίωτα ως είναι και χαραμισμένα μετατρέπονται σε όπλα . Τέλος πάντων. Κοίταξα το ρολόϊ μου. Πέρασε ένα πράσινο φανάρι στον τοίχο. Τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα, τσιτωμένα και απροετοίμαστα μάλλον για το επερχόμενο κενό.
Το σκοτεινό ντουβάρι με συνέφερε ακαριαία. Μαύρος τοίχος, μαύρα καλώδια, μαύρα κιτία, διάσπαρτα ακαταλαβίστικα γκριζόμαυρα μικρά σύμβολα, σκοτάδι… Αυτό συμβαίνει λοιπόν στα METRO και είναι όλοι γυρισμένοι με τα μάτια προς τα έξω. Είναι ένα παιχνίδι για το μυαλό. Εκτυφλωτικό φως, πλατείες με εκατοντάδες ερεθίσματα, πρόσωπα, χρώματα, μηνύματα, εικασίες, ελπίδες και ξαφνικά ένα μαύρο τίποτα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πολλά δευτερόλεπτα παγωμένου μαύρου ντους, μια προσαρμογή στο τίποτα. Προσδοκία για την επόμενη στιγμή της ζωηρής αποκάλυψης, ανάποδο αγωνιώδες μέτρημα για το τέλος της αμηχανίας και εκεί, just in time ο επόμενος σταθμός. Συνεπής. Στην ύστατη στιγμή, πριν σε παρατήσει η πίστη σου και σε καταβάλει το μαύρο κενό, εκεί ξανά ορμά πάνω σου το νέο πολύχρωμο ντους με τα χρώματα, τα πρόσωπα, τα μηνύματα, τις εικασίες και σε επιδιορθώνει ! Μετά από μερικές ημέρες δοκιμών δεν έχεις πιά καμιά αμφιβολία ότι κάθε σκοτάδι το ακολουθεί φως. Κάθε σκοτάδι στο μετρό το ακολουθεί άπλετο και ευεργετικό φως. Αρκεί να έχεις πίστη και ελάχιστη υπομονή. Ενώ στη ζωή…στη ζωή δεν αρκεί η πίστη και η επιμονή. Θέλει και άλλα.
- Βούλγαροι ! άκουσα το μεγάφωνο και έψαξα ασυναίσθητα να τους δω... Είχε μέσα ξένους αλλά όχι τόσο χτυπητές βουλγάρικες φάτσες. Να, αυτός ο λαχειοπώλης πρέπει να ήταν σε Αλβανική φυλακή. ΟΥΠΣ !
Η κοπέλα που με έσπρωξε ήταν αρκετά συμπαθητική για να της συγχωρήσεις ένα σκούντηγμα. Ξαναγύρισα λοιπόν διψασμένος τα μάτια μου στην καινούργια αποβάθρα. ΒΟΥΛΓΑΡΗ… Α, φυσικά… Ένας σταθμός σε κόκκινο χρώμα. Απόπειρες μοντερνισμού. Ο κουτσός λαχειοπώλης με πλησίασε ενοχλητικά. «Μπα, μπα, μπάρε λχείο δελφέ» Τι αίσχος. Τράβηξα μέσα τα πόδια μου και έκανα πίσω ασυναίσθητα. Βρωμούσε. Με κοίταξε λυπημένα. «Γκα, γκα, γκαλημέρα» έκανε ο κεκές και πήγε παρακάτω. Η κοπελιά που με σκούντησε μου έγνεψε με μια συνωμοτική κατανόηση. Κι εγώ με μια αυτόματη αντίδραση χαμογέλασα στην απρόσεκτη άγνωστη με ζεστασιά. Οι όμορφοι και οι ενταγμένοι
αυτού του κόσμου παίρνουν περισσότερα από αυτά που τους αναλογούν. Πάντα. Μια δροσερή κοπελιά ξεκινάει τη μέρα της μερικά μέτρα μπροστά από τους άλλους , ε ; Από τι αφετηρία ξεκινάει τον αγώνα του ένας κουτσός κεκές που πρέπει να βγάλει ένα μεροκάματο ; Και μέσα από αυτή την κατάφωρη εναντίον του συγκυρία εκείνος μου απηύθυνε μια κοπιώδη καλημέρα. Η ευειδής ξανθούλα, με σκούντησε, δεν είπε συγγνώμη, δεν είπε καλημέρα, δεν είπε τίποτε που να αξίζει ένα ζεστό χαμόγελο, μα το εισέπραξε. Με αλλοιωμένα κίνητρα γύρισα να κάνω σινιάλο στο λαχειοπώλη. Είχε κάτσει δίπλα σε μια γριούλα και έτρωγε από το κουλούρι της. Εντάξει. Μπορούσα πλέον να αφοσιωθώ στην ομορφούλα. Χωρίς κάτι να σκιάζει την λαμπερή συνείδησή μου. Η κοινωνία έχει αντανακλαστικά και θα φροντίσει τους παρίες της. Η κοινωνία μας. Κάτι άψυχο αλλά κάτι τόσο βολικό σαν του αναθέτεις τις ευθύνες σου, τόσο βολικό γαμώτο.
Ο συρμός μπήκε στο σταθμό ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ. Τα φρένα ήταν υπέροχα. Δεν αγκομαχούσαν, δεν τσίριζαν. Οι γερμανοί κάνανε πάλι παστρική δουλειά. Ως προς αυτό, ούτε λόγος. Υπήρχε εδώ ένα κλίμα ανάρμοστο. Μια παρέα παιδιών θορυβούσε δυσανάλογα. Με μια ματιά κατάλαβα. Υπήρχαν πολλά αγόρια και ένα μόνο θηλυκό. Αυτή η αναλογία έφερνε το ξανθό μπασμένο σε πλεονεκτική θέση. Αρκούσε να κάτσει σταυροπόδι με την νεφελώδη υπόσχεση ότι ο βασιληάς της μαλακίας θα στεφθεί νικητής στο αγώνισμα που λέγεται «κέρδισε την μπουταρού». Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Μα, Πατρικίου ; Κάτι θα τους ώθησε να ονομάσουν τους σταθμούς με σοφιστικέ προσωνύμια. Ο χώρος ήταν διαδικαστικά κατασκευασμένος. Στενός και άχρωμος. Το τραίνο μάζεψε σα σκούπα τους λιγοστούς πρόθυμους και οι πόρτες έκλεισαν και πάλι. Σκούντηγμα, άδεια παγκάκια, φανάρι, σκοτάδι…
Μια αδιόρατη ανησυχία άρχισε να με καταλαμβάνει. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε υπόγεια. Πόσο μάλλον σε σκοτεινές σήραγγες. Δεν ήταν το καλύτερό μου αυτό το μέσο. Έψαξα με σχετικά νευρικές κινήσεις ένα θέαμα να μου αποσπάσει την προσοχή. Είχα αρχίσει να ιδρώνω.
Τότε τον πρόσεξα. Στο απέναντι κάθισμα είχε κάτσει ο άνθρωπος με το πιο παγερό πρόσωπο στην ιστορία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Το σκοτάδι του τοίχου τώρα ήταν τελείως διαφορετικό. Το χλωμό του πρόσωπο έγραφε πάνω στο μαύρο φόντο σαν μια προφητεία για κάτι αναπόφευκτο. Μου πέρασε από το νου για πρώτη φορά ότι ίσως ήταν βλακεία που έτρεχα να προλάβω το πρώτο δρομολόγιο. Θέλω να πω, ποτέ δε ξέρεις ποιοι άλλοι θα αποφασίσουν να κάνουν την τρέλα τους σε μια τέτοια συγκυρία. Και τότε το σχέδιό μου θα κατέληγε σε μια ζοφερή παταγώδη αποτυχία. Με τρόμαζε η εικόνα του προσώπου του…και έτσι έστρεψα πίσω να κόψω κίνηση. Άραγε τι άνθρωποι ήταν αυτοί που έκαναν την ίδια σκέψη με μένα; Να μπουν ξημερώματα εδώ μέσα; Τι άνθρωποι;
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που δεν προκαλούν ειδήσεις. Υπάρχει μια κατηγορία πλασμάτων που δεν προξενούν την προσοχή ή την συμπάθεια ή τον ανταγωνισμό, ή το ενδιαφέρον οποιουδήποτε. Η ασχήμια τους δεν είναι η τυπική ασχήμια κάποιου που χρειάζεται πλαστική εγχείρηση ή ένα στυλίστα. Όχι, όχι, είναι φυσιογνωμίες στις οποίες η ματαιότητα έχει λαξέψει κάθε ακμή. Το πρόσωπό τους είναι ανέκφραστο. Τα μάτια τους παραιτημένα. Τα χείλη τους δεν έχουν διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο πρόσωπο. Είναι ενσωματωμένα στην απάθεια που παράγει η μόνιμη θλίψη. Και η είδηση που μπορεί να παράγουν αυτοί οι άνθρωποι, θα είναι μια. Όταν αποφασίσουν να ανέβουν στο βήμα και να ζητήσουν το λόγο… τότε θα είναι η ώρα για πυροτεχνήματα. Ένα ρέκβιεμ. Ένα απονενοημένο διάβημα. Ένα ηχηρό γεγονός.
Τέτοιο ήταν το πρόσωπο που κοίταξα απέναντί μου. Ήταν τόσο οικείο που ανατρίχιασα. Ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου. Τινάχθηκα πίσω σαν συνειδητοποίησα ότι μέσα στις αντανακλάσεις και το γρήγορο μαύρο που περνούσε από δίπλα δεν είχα καταλάβει τι έγινε... Απέναντί μου δεν υπήρχε άλλος ! Υπήρχε μόνο ένα κάθετο τζάμι που στα τούνελ γινόταν καθρέπτης… Το σάστισμα κράτησε δυό δευτερόλεπτα. Φως έλουσε τα πάντα ξανά. Μια κλασσικού τύπου ταμπέλλα κρεμόταν μπροστά στο τζάμι. Το ηχείο επιβεβαίωσε : ΑΝΑΛΗΨΗ. Οι σκέψεις μου προσωρινά αποτραβήχτηκαν πίσω. Μαζί με το πάγωμα των ποδιών μου. Συνήλθα.
Τώρα πια υπήρχε κόσμος… Περνούσαν μπροστά από το παράθυρό μου βιαστικά και έμπαιναν στο ίδιο με μένα βαγόνι με ερευνητική διάθεση. Φαίνονταν χαρούμενοι. Φαίνονταν ανυπόμονοι να ξεκινήσουν. Φαίνονταν αισιόδοξοι ότι θα φτάσουν γρήγορα σε έναν προορισμό, no matter ποιόν. Το γρήγορα ήταν εδώ μια αιωρούμενη υπόσχεση. Τι είναι αυτό με την ταχύτητα σήμερα ; Τι είναι αυτή η ψύχωση ; -Τρέχα Τζένη ! φώναξε ένας ανιαρός λιμοκοντόρος.. Ο πιο γρήγορος άνθρωπος θα ανακηρυχθεί σήμερα το βράδυ ; Και μετά τι φήμη θα τον συνοδεύει, ε; Ο πιο γρήγορος μιας Κυριακής του Σεπτέμβρη. Ταχύτητα ταίζει τον κόσμο με μια υπόσχεση ότι η ζωή θα κρατήσει περισσότερο. Γιατί να κρατήσει περισσότερο; Για να έχουμε όλοι λόγω πιθανοτήτων πιά, μια ευκαιρία να συναντήσουμε την ευτυχία ; Από σύμπτωση; Τα ρολόγια πλέον δεν προφταίνουν να καταγράφουν. Και η ταχύτητα στρεβλώνει τα πάντα. Ένα γρήγορο κοίταγμα αρκεί να καταδικάσουμε ψυχές. Μια ευκαιρία για επικοινωνία, μια, αλλά ποτέ μια δεύτερη. Μια απάντηση που άργησε μια μέρα, όλα τελειώνουν. Ένα γρήγορο click σ’ ένα e-mail, μια λέξη που ξέφυγε, ένα πρόσωπο που κλαίει και συ δεν μπορείς να το κοιτάξεις στα μάτια και να ζητήσεις συγγνώμη. Μια σύνδεση που αργεί καθορίζει πόσο θα κρατήσει η κάθε ζαριά... Ίσως η ευτυχία να είναι η στιγμή που το ζάρι γκελάρει σα τρελό και δε λέει να ξαπλώσει κάτω για να δείς το νούμερο. Την ευτυχία τρέχετε όλοι να προλάβετε αδέλφια μου, ε; Ίσως να μη την βρείτε. Την έκπληξη όμως μπορώ να πω ότι εγγυώμαι προσωπικά…Θα την συναντήσετε συνεπιβάτες μου, ναι.
Πότε ξεκινήσαμε, πότε ακούστηκε το τσιριχτό ΦΛΕΜΙΓΚ δεν πήρα καν χαμπάρι. Ήταν που είχα γυρίσει προς τα μέσα. Έριξα μια ματιά στον πίνακα με τα λαμπάκια. Ευκλείδης, Παπάφη, Πανεπιστήμιο. 3 στάσεις. ΟΚ. Τα σακβουαγιάζ στα πόδια μου σάλεψαν. Κοίταξα κατάματα τον καινούργιο που κάθισε απέναντί μου. Ήταν παπάς. Παπάς ; Αει στα κομμάτια. Αυτός είχε χειρότερο πρόσωπο από το δικό μου. Και ήταν ντυμένος και σαν καρακάξα. Δεν είναι ώρα να εκσυγχρονιστούν ; Οι παπάδες σε όλο τον κόσμο δε χρειάζονται πλέον βούκινο για την παρουσία τους. Μπορούν να περάσουν την πολιτική τους ζωή με κανονικά ρούχα, ανάμεσα στον απλό κόσμο και να μην χάσει σε τίποτε η θητεία τους την ουσιαστικότητά της, θέλω να πω, στην εκκλησιά λειτουργός, στην κοινωνία άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Αυτή η προσκόλληση εδώ μου θυμίζει την ανάγκη των αστυνομικών στα Ανατολικά κράτη για μεγάλα, τεράστια ψηλά καπέλα. Αλλά δεν είναι και οι μόνοι τελάληδες οι παπάδες έτσι ; Όλοι μας περιφέρουμε τα μικρά μας σύμβολα και τα τρίβουμε στη μούρη των απέναντι ανύποπτων. Τα σηματάκια μας, τα υφάκια μας, τα σκουλαρικάκια μας, τα τατουάζ μας, τα γκάζετ που επιβάλλονται στον διπλανό μας με την παρουσία μας, πακέτα είμαστε. Δες το παπούτσι μου μεγάλε, πως σου φαίνεται το πουράκι μου; Κοίτα τι ρόδα σου παρκάρω στα μούτρα, ρίξε μια ματιά στις χρυσές κάρτες μου καθώς προσφέρω επιδεικτικά το μπουρμπουάρ μου… Οι παπάδες με πείραξαν ! Οι παπά….
- ΠΑΠΑΦΗ ! α, δε πάω καλά. Έμεινε μια στάση. Αφαιρέθηκα τόσο ; Έπρεπε να ξεκινήσω. Έσπρωξα με τρόπο τα σακβουαγιάζ κάτω από το κάθισμα. Όλα ήταν έτοιμα. Κοίταξα το ρολόϊ μου. 7.43 . Άπλωσα την εφημερίδα μου για να αποτρέψω τα βλέμματα από τις άλλες μου κινήσεις. Με τρόπο άνοιξα τα δυό φερμουάρ. Μετά σηκώθηκα και χαμογέλασα πλατιά σε μια νταρντάνα. Ανταπέδωσε ειρωνικά. Δε πειράζει μωρό μου.. Όλα εδώ πληρώνονται. Το τραίνο ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα. Τα δευτερόλεπτα της αναμονής πήραν να επιταχύνουν τους παλμούς μου. Έρχεται η δική μου ώρα. Οι πόρτες άνοιξαν μπροστά σε ένα ψηφιδωτό που έγραφε “Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης”. Οι επιβάτες δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να απολαύσουν την υπέροχα διακοσμημένη αποβάθρα. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν απεικονίσεις πάπυρων και παλιών βιβλίων. Και ο φωτισμός έμοιαζε με τις διακριτικές πλαφονιέρες που συναντάς στις καλές βιβλιοθήκες. Τα χρώματα ήταν ένα κράμα κόκκινου της γης, γκριζογάλανου και ώχρας. Βυζαντινές αναγωγές στα τελειώματα γύρω από την οροφή συμπλήρωναν το αριστούργημα. Μπορούμε λοιπόν. Μπορούμε να έχουμε το δικό μας ύφος. Την δική μας κουλτούρα. Όταν δεν αποτελεί βαρίδιο, η κουλτούρα που πνέει σε αυτή την πόλη γίνεται σύμμαχος για να πάμε λιγουλάκι παραπάνω.
Κατέβηκα με αργά βήματα και χωρίς να τραβήξω την προσοχή έσπευσα προς την έξοδο. Γύρισα και έριξα μια τελευταία ματιά. OK. Δεν τράβηξα την προσοχή κανενός. Ήμουν σίγουρα ο κατάλληλος άνθρωπος, τελικά. Κανείς δεν περιμένει από έναν άχρωμο πενηντάρη να προκαλέσει είδηση. ; Ένας μεσήλικας είναι το σωστό εργαλείο.Είμαι μεγάλος για να προκαλέσω το ενδιαφέρον μιας παρέας με φρέσκιες κοπελιές. Είμαι αρκετά νέος για να προκαλέσω τον οίκτο. Είμαι αρκετά ήπια ντυμένος για να προκαλέσω την αντίδραση. Και είμαι αρκετά παραιτημένος για να προκαλέσω την ματιά που λέγεται « έλα εδώ ». Σε τι χρησιμεύουν οι πενηντάρηδες ; Είναι τα οχήματα που μεταφέρουν το κάρβουνο από το λατομείο στο εργοστάσιο. Αυτό είναι. Δε χρειάζεται να είναι αστραφτερά. Αρκεί να αντέχουν βάρη. Αρκεί να αντέχουν βάρη.
Όταν ο συρμός ξεκίνησε προς το τούνελ υπολόγισα ότι είχε μέσα περίπου 150 άτομα. Στο βαγόνι που άφησα τους σάκους είχε καμιά εικοσαριά. Νέους, αν εξαιρέσεις τον παπά. Ίσως να τον χρειαζόντουσαν. Ο Ντέιβιντ & η Σάρα.. εννοώ. Έτρεξα στην επιφάνεια από τα τεράστια σκαλιά. Χρειάστηκαν ένα δυό λεπτά για να πιάσει σήμα το κινητό μου. Πήρα τον Ντέιβιντ. Μπιπ. Μπιπ…
- Αγόρι μου ; Ο συρμός ξεκίνησε από το ΑΠΘ. Έμειναν λίγα δεύτερα για το μπάχαλο. Τρέξτε και ο Θεός μαζί σας. Στο τρίτο βαγόνι, οι σάκοι στο κέντρο με τα φερμουάρ ανοικτά. Είναι γεμάτο κόσμο μορφονιέ… Όλα τέλεια. Καλή επιτυχία γιέ μου.
Κάτω στο τραίνο ο θόρυβος πρέπει να είχε χτυπήσει κόκκινο. Φανταζόμουνα το βαγόνι να σκοτεινιάζει αισθητά καθώς μπαίνει στο βαθύ τούνελ μέχρι το ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ. Η απόσταση γίνεται σημειωτών γιατί ο συρμός βυθίζεται καμιά δυό μέτρα σε μια “αναγκαία” κατηφόρα. Οι ιδιομορφίες της αρχαίας πόλης. Φανταζόμουνα τους επιβάτες να σιωπούν ένας ένας, να κοιτάζονται με απορία καθώς συνειδητοποιούν τι συμβαίνει. Κάποιοι πρέπει να τσιρίζουν, ιδίως τα χαζοκόριτσα. Και ένα ορμητικό κύμα από λάμψεις θα απλώνεται αυτή τη στιγμή σε όλο το βαγόνι. Σε όλο το βαγόνι. Η αστραφτερή πρωτότυπη έκπληξη ! Πρωί Κυριακής.Οκτώ παρά πέντε ακριβώς. 11η Σεπτεμβρίου 2013. Εεεεε ;


- Έλα ρε Ντέϊβιντ. Μη με τραβολογάς, αγάπη μου. Ήθελα να κάτσουμε λιγάκι στο κρεβάτι σήμερα, η σχολή κλειστή, η πόλη ήσυχη, τι ήταν αυτή η παρόρμηση να εγκαινιάσουμε το μετρό ; Και αυτά τα συνωμοτικά τηλεφωνήματα δυό μέρες τώρα ; Μπορείς να κοντοσταθείς λιγάκι ; Ντέϊβιντ. Ας πάρουμε το δεύτερο.
Ο Ντέϊβιντ έπιασε τη Σάρα από το χέρι και την παρέσυρε σχεδόν προς τις σκάλες του σταθμού Συντριβανίου. Μέτρησε με τα μάτια τα βαγόνια καθώς μέσα σε έναν γενικό πανζουρλισμό ο συρμός επιβράδυνε. Άνοιξαν οι πόρτες. Όλες. Και αυτές του βαγονιού 3. Ο κόσμος έδειχνε μια τρομερή αναστάτωση. Αστυνομία έτρεχε προς όλες τις μεριές. Η Σάρα αισθάνθηκε τα πόδια της να παγώνουν. Κάτι τραγικό έχει συμβεί.
- Ντέϊβιντ. Πάρε με από εδώ τώρα. Τώρα, με ακούς ; Ντέϊβ…. Η Σάρα κάρφωσε τα μάτια στις πόρτες των βαγονιών.
Και τότε ξεχύθηκαν από μέσα εκατό, ίσως περισσότερα άσπρα χοροπηδηχτά μικρά κουνέλια, όλα με ένα κολάρο που αστραπόσβηνε από λεντάκια που σχημάτιζαν τη φράση D loves S. Οι επιβάτες γελούσαν τώρα από απίστευτη έκπληξη σε όλη την αποβάθρα. Και ο Ντέϊβιντ γονάτισε για την κορυφαία του στιγμή. Έβγαλε ένα κουνελάκι από τη τσέπη, το έδωσε στα χέρια της καλής του και της έδειξε στα αυτάκια του περασμένο ένα μονόπετρο δακτυλίδι.
Η Σάρα δε μπορούσε πλέον να κρατήσει τα δάκρυά της.
- Ωωωω , Ντέϊβιντ αγάπη μου ! ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ !
Ένα απαλό χειροκρότημα απλώθηκε σε όλη την αποβάθρα.

1 σχόλιο:

εντυπώσεις ;