Δευτέρα, Ιανουαρίου 4

Επισκέπτες...



- Από πού ήρθες ;
- Γιατί ρωτάς ;
- Χρειάζομαι μια κατηγορηματική επιβεβαίωση.
- Κρύωνες πάλι. Το ίδιο και εγώ.
- Τυχερέ !
- Τυχερός που κρύωνα ;
- Όχι, τυχερός που έχεις κάπου να επιστρέφεις, όποτε θες.
- Και λοιπόν ; Τι σε κρατάει εσένα και δεν … ;
- Εγώ είμαι άλλο. Εγώ πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Πρέπει να τελειώσεις ; Πρόκειται για εκκρεμότητα ;
- Όχι, όχι αυτή η λέξη.
- Εμμονές ;
- Να τελειώσω. Ακόμη ανασύρω δυνάμεις για ξόδεμα. Να τελειώσω. Όσο βρίσκω δυνάμεις λειτουργεί ο τρόμος της αλλαγής.

Η Ρεβέκκα του γύρισε την πλάτη και σηκώθηκε αέρινα. Απόθεσε τα ρούχα της σε διάφορες παράλογες θέσεις στο δωμάτιο. Περπάτησε προς το μπάνιο αφήνοντας θερμά αποτυπώματα από τις πατούσες της στα κρύα πλακάκια. Μέχρι να κρυώσουν οι κόκκινες πατούσες έτριψε τα βρεγμένα με παγωμένο αόρατο νερό χέρια της στο μέτωπο και τους κροτάφους της. Μετά κατάφερε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές. Πόσο καιρό είχε να πάρει δύο ή τρεις βαθιές εισπνοές ; Περπάτησε ανάποδα τις πατούσες της για να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η ζέστη ήταν ολοφάνερη. Για τις επιστροφές ενδείκνυται ο ίδιος δρόμος.

- Ρίχνε κάτι στα νώτα σου. Συνέχεια το ξεχνάς. Μια μπέρτα, μια ματιά..
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να μου μιλάς.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να με ακούς.
Η Ρεβέκκα κάθισε πάνω του και τον έσφιξε στα χέρια της. Ήταν μυώδης και ζεστός. Αναλόγως…Και το στήθος του ήταν φουσκωμένο από θαλπωρή. Μόνο τα μάτια του την απωθούσαν. Σκέτο λευκό, χωρίς κόρες, ασπράδι που δεν καταλάβαινες τι κοιτάζει. Μάτια λίμνες με όχθες λερές, μοναχά η καταχνιά θα ταίριαζε για να φτιάξει δύο φρύδια. Από έξω κροτάλισε μια αποφασισμένη ψιχάλα. Μα δεν την έβλεπε, εκείνη.

- Να θυμηθώ να ανοίξω τη κουρτίνα. Τέσσερα χρόνια μαγκωμένη, δε πρόκανα να ανέβω στη καρέκλα να την λύσω.
- Με κάνεις και βαριέμαι. Τι σκέφτεσαι να κάνεις μ’ αυτόν ;
- Ακόμη μια φορά να μιλήσεις και θα σε στείλω πίσω, τ’ ακούς ;
- Νομίζεις. Δε με ελέγχεις πια.
- Αρκεί να χτυπήσω με τη παντόφλα μου οποιοδήποτε σημείο στο τοίχο.
- Θα τον ξυπνήσεις. Και θα τον υποστείς. Αφού με προτιμάς.
- Αυτή η παντόφλα ήταν πάντα ανάρμοστη. Έπρεπε να κινούμαι παντού ξυπόλυτη. Οι πατούσες σου που λατρεύω…υπάρχουν ακόμη παντού. Τα πόδια μου τις ανιχνεύουν. Ακόμη και στο χαλί.
- Το χαλί πρέπει να μένει τεντωμένο. Πολύ συχνά το σηκώνεις. Και όλα από κάτω μερικώς να τα αφήνεις …τακτοποιημένα first in last out. Η δέουσα μέθοδος της αναβλητικιάς ερωμένης. Μα, κοίταξέ τον πως κοιμάται. Σαν μωρό.
- Φύγε. Φύγε αμέσως τώρα. Ακούς ; Αει στα κομμάτια βλαμμένε.

Η Ρεβέκκα άπλωσε το ένα χέρι της στην ήβη της και το άλλο στη θηλή της. Ψαχούλεψε λίγο τα σημεία ανακούφισης. Τίποτα. Μετά άρπαξε με τα δόντια τον αντίχειρά της και τον δάγκωσε μέχρι να πονέσουν τα δόντια της. Τίποτα. Σηκώθηκε και πήγε στο ντουζ. Άνοιξε παγωμένο το νερό για να νιώσει κάτι. Τίποτα. Μάλλον ήταν κι αυτή μια από δαύτους. Γύρισε να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Στο κρεβάτι της που ήταν μούσκεμα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε εκείνος. Υπήρχε μονάχα υγρή αγωνία. Στριφογύρισε με απόγνωση. Και τότε έπεσε από το στρώμα. Από παιδί είχε να πέσει έτσι.
Άνοιξε τα μάτια και τρόμαξε.

Ο Μάρκος την κοίταζε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ήταν ήδη ξυρισμένος και χτενισμένος άψογα σαν νεοσύλλεκτος.
- Όλη σου η δραστηριότητα κατευθύνεται προς το ακαταλόγιστο !
- Εσύ με ξέντυσες ; Δε θυμάμαι. Νομίζω πως είχα γίνει στουπί.
- Φεύγω. Κοιμήθηκες άθλια. Και γω επίσης, δεν είχα επιλογή.
- Στο καλό να πας, αντράκι. Με συγχωρείς για χθες. Ήμουν πτώμα.. Το βράδυ θα επανορθώσω. Θέλεις να ανοίξω ένα κόκκινο ;
- Άνοιξε ότι νομίζεις. Αρκεί κάτι να ανοίξεις εσύ αυτή τη φορά…

Ο Μάρκος έσυρε τα βήματά του μέχρι τα παπούτσια του. Στα πλακάκια οι βηματησιές του δεν αποτυπώθηκαν. Ήταν δυό πόδια παγωμένα. Ο πάγος δε χαράζει τον πάγο. Τις περισσότερες φορές, φυσικά.

- Πάρε ομπρέλλα καλέ μου. Δε θέλω να βραχείς και συ…
- Εμένα λες ; Εμένα λες να μη βραχώ ;

Με νωχελικές κινήσεις φόρεσε τη καμπαρντίνα του. Της έδειξε την κλειστή ομπρέλα σαν τρόπαιο και την ξανακρέμασε στο γάντζο, πίσω από την ανώφελη πόρτα. Με πιο αποφασιστικές κινήσεις μπήκε στο ασανσέρ.
Τα ασανσέρ της πόλης έχουν καθρέπτες. Τα περισσότερα, βεβαίως.
Ήταν εκεί ! Ο άλλος ήταν εκεί πίσω από το ακάθαρτο κρύσταλλο. Οι κόρες του διασταλμένες και εκρηκτικά κόκκινες. Η οργή έκανε τις φλέβες του λαιμού του τραχειά τεντωμένες. Χορδές θυμωμένου κοντραμπάσου.
- Ηλίθιε. Νεκρέ.
- Άσε με, δεν ήρθε η ώρα. Θα την παρατήσω.
- Ηλίθιε. Τι περιμένεις. Η γυναίκα είναι ήδη φευγάτη. Όρνιο είναι.
- Άσε με σου λέω να πιάσω μια μόνο μέρα τη φορά. Τόσο αντέχω. Τόσο σηκώνει η κράση μου. Θα έλθει η ώρα.
- Ηλίθιε. Αν μπορούσα θα ανατίναζα το καθρέφτη να σου χώσω τζάμια σε όλο το αρωματισμένο σου πρόσωπο αηδιαστικέ.
- Άσε με. Έχω αποθέματα ακόμη. Πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Να τελειώσεις ; Τι να τελειώσεις εσύ, τελειωμένε ;
- Ε κ κ ρ ε μ ό τ η τ ε ς. Που να ξέρεις, τι σου λέω τώρα. Δρόμο !

Ο Μάρκος γύρισε βίαια προς την πόρτα. Απέστρεψε τα μάτια του από τον άλλον. Μα για λίγα βήματα τον πήρε μαζί του, σα σάκο στη πλάτη γεμάτο χειροβομβίδες. Μπήκε στο βρώμικο από τη ψιχάλα αμάξι. Πάλι τσάμπα το πλύσιμο. Έκλεισε τη πόρτα με σκοπό να τη συνθλίψει. Ο άλλος τρόμαξε και γύρισε να κρυφτεί. Θριαμβευτής… Ο Μάρκος ξεκίνησε σαν αφιονισμένος. Λίγο έλειψε να σωριάσει την καγκελόπορτα με τον προφυλαχτήρα του.

- Μπαμπά, πονάει η κοιλιά μου. Γιατί τρέχεις σαν τρελός μπαμπά ;
- Ax..
Του κόπηκαν τα ύπατα. Κοίταξε το μωρό στο πίσω κάθισμα. Για πρώτη φορά το αντιλήφθηκε σήμερα. Κι όμως, του είχε φτιάξει τα σάντουιτς με κάθε επιμέλεια, το είχε βοηθήσει να δέσει τα παπούτσια του. Δε θυμόταν τίποτα. Έκοψε λίγο ταχύτητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει.
- Τι έχεις πρώτη ώρα Ναταλί;
- Πατριδογνωσία. Ήμουν και προχθές διαβασμ..
Ο Μάρκος γέλασε τρανταχτά με όλο του το μέσα. Δεν άφησε το κέλυφός του να προδώσει τίποτε. Του κώλου την εθνικοφροσύνη την σερβίρουν εγκαίρως. Μετά σε ρίχνουν στους λύκους πασπαλισμένο με αίμα όλων των προηγούμενων…
- …. και δεν μου έδωσε άλλη ευκαιρία. Ήταν άδικο μπαμπά. Σήκωνα το χέρι σε κάθε ερώτηση. Νομίζω ότι κάτι έχει μαζί μου.
- Τι ; Τι ερώτηση ;
- Δεν με άκουγες πάλι ;
- Τι ήταν άδικο ;
- Άσε. Φτάσαμε. Κατεβαίνω. Γειά
- Γειά σου μωρό μου. Να φας το σάντουιτς. Έβαλα μπριζόλα καπνιστή..

Η μικρή έκλεισε την πόρτα να την συνθλίψει. Έσυρε τα βήματα προς το κιτρινισμένο αδιάφορο κτίριο. Μαζί με άλλα κοντά πλάσματα. Μαζί με άλλα βουβά κοντά πλάσματα. Κανένα δεν είχε όρεξη για αστεία. Είχαν ένα ύφος κάποιου που παίρνει στα σοβαρά τα πράγματα. Από τα δέκα. Το τελευταίο σχολικό σταμάτησε μπροστά στον χωμάτινο αυλόγυρο. Έξι παράθυρα με πρόσωπα. Αφη(ρη)μένα. Κοτσίδες ανόρεχτες. Μούτρα μέσα σε παλάμες σκεφτικά.
Το αμάξι του μπαμπά ξεκίνησε. Μόλις επιτρεπόταν η μικρή γύρισε να δει. Πάλι δεν έσπασε το τζάμι. Αύριο πιο δυνατά. Η ίσως όχι.. Μη του χτυπάς την πόρτα. Την άλλη φορά άστην ανοιχτή να σκυλιάσει. Τούρκος θα γίνει, να κάνει το γύρο να τη κλείσει.
- Μη χτυπάς τη πόρτα του μάταια Ναταλί μου. Την κατάλληλη στιγμή θα του ανατινάξουμε το αμάξι. Ίσως τότε ξεβουλώσουν τα αυτιά του. Τι κρετίνος. Θα έπρεπε να τους κάνουν στείρωση εγκαίρως.
- Άσε με και συ. Όταν σε παρακαλάω το βράδυ να έλθεις να με κρατήσεις αγκαλιά που φοβάμαι , εξαφανίζεσαι.
Το άλλο παιδί χαμογέλασε πικρά με τα κίτρινα δόντια του. Ήταν τελείως φαλακρό αλλά σχεδόν τρυφερά ελκυστικό. Είχε ατημέλητα διάφανα νύχια με λερωμένες άκρες.
- Κανείς δεν ξέρει ότι φοβάσαι. Πρέπει να τους το πεις. Να σου κάνουν παρέα. Να σου πούνε κανένα παραμύθι να σε παίρνει ο ύπνος.
- Αυτά είναι για τα μωρά. Εγώ φοβάμαι τι θα απογίνω. Μαλώνουνε σα τα σκυλιά μόλις νομίσουν ότι αποκοιμήθηκα. Και γω σε χρειάζομαι τότε να με πάρεις αγκαλιά, σαν μωρό. Μωρό έπρεπε να είμαι ακόμη. Γιατί με βιάζετε να μεγαλώσω ;
- Κανείς δε σε βιάζει. Γεννιέσαι γέρος. Συναισθηματικά ώριμος αλλά ανεπαρκής για να τους αντιμετωπίσεις. Σπάνια έχεις την ευκαιρία να αναπτυχθείς φυσιολογικά. Συνήθως σου αφήνουν ένα πακέτο κουσούρια.

- Μη κτυπάς τη πόρτα γαμώ τη μάνα σου, μαλακισμένο. Είπε ο έξαλλος..
- Μη χτυπάς τη πόρτα μωρό μου είπε ο Μάρκος. Μη χτυπάς μια πόρτα που θα αναγκαστείς να ξανανοίξεις.
Μια ακόμη φορά αισθάνθηκε άθλιος. Για λίγο. Μέχρι την 1η στροφή. Οδήγησε μέχρι τη θέση του στο πεντακάθαρο πάρκιγκ και μετά έσυρε το κορμί του μέχρι το γραφείο 234 στους αποστειρωμένους διαδρόμους. Η γραμματέας του ορόφου μίλησε μέσα από ολόλευκα σφιγμένα δόντια.
- Σας περιμένει. Ο τμηματάρχης είναι στις μαύρες του. Επάνω.
Τα δικά της νύχια ήταν η αποθέωση της ευφάνταστης φροντίδας.
- Επάνω. Μάλιστα. Ανεβαίνω αμέσως. Τι ευδόκιμο ξεκίνημα ημέρας…

Πλησίασε σε αργή κίνηση φθονώντας την σκοπίμως βαριά πόρτα. Την άνοιξε ωστόσο.. Μαζεύοντας όλη του την αυτοκυριαρχία κοίταξε με… ενδιαφέρον προς τον χοντρό με το πιο ξινό χαμόγελο στο κτίριο.
- Περάστε, και κλείστε, απαλά παρακαλώ τη πόρτα πίσω σας. Κύριε Μαρκόπουλε , Μάρκο ;
- Μάρκος , ναι.
- Μάρκο τα νούμερά μας είναι τα χειρότερα που έχω αντικρύσει. Σας απασχολεί κάτι;
- Γιατί να με απασχολεί κάτι. Είναι ένας ονειρεμένος κόσμος.
- Χα, πρωϊνό χιούμορ. Το καλύτερο του είδους. Κάτι συγκεκριμένο ; Κύριε χμ, κύριε..Μακρόπουλε σας κάλεσα για να σας συμβουλευτώ. (sic)
- Με απασχολεί ότι και του χρόνου θα έχουμε συρρίκνωση στο κλάδο.
- Ο κλάδος είναι κάτι ομιχλώδες κύριε ..Μπρακόπουλε. Η φίρμα είναι κάτι με ύλη και την κρατάμε με τα χέρια μας δεμένη στο λιμάνι. Οι ανεπάρκειές μας είναι οι άγκυρές της. Αλλά δεν μου αρέσουν τα κατηχητικά..
- Αν νομίζετε ότι αποτελώ κι εγώ βαρίδιο να σας διευκολύνω με…
- Δεν είμαι εδώ για να νομίζω. Είμαι εδώ για να προτείνω. Χρειάζεστε κάποιο , πώς να το θέσω, νέο κίνητρο για να σηκώσετε τα μανίκια σας ;
- Χρειάζομαι νέα μανίκια. Τα παλιά έχουν χωθεί στις μασχάλες. Αν μου επιτρέπετε θεωρώ ότι οι περικοπές πρέπει να αρχίσουν από τα έξοδα παραστάσεων της διοίκησης. Είμαστε σαν δημόσια επιχείρηση σε κομουνιστική χώρα. Μια πυραμίδα που επιβλέπει και ρουφιανεύει τους λιγοστούς που εργάζονται κάτω, στο πραγματικό εργοτάξιο.
- Θα το θεωρήσω ως την υπογραφή σας στα σημερινά μας πρακτικά. Δεν υπήρξατε πρωτότυπος. Καλή σας μέρα και απαλά παρακαλώ την πόρτα.

Ο Στέφανος παρακολούθησε τον Μάρκο να απομακρύνεται με τα σκληρά τεντωμένα χέρια και το κυρτό σώμα. Όλοι είχαν από πίσω την ίδια όψη. Όλοι τώρα τελευταία, όσοι έφευγαν από το γραφείο του επάνω ορόφου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως κρατιούνται λεπτοί. Βρήκε μια ρηχή δικαιολογία … Σηκώθηκε και έβαλε στον εαυτό του καυτό καφέ χωρίς ζάχαρη και γάλα. Ήταν η ποινή του, κάθε φορά που έπαιζε το καθίκι. Ένας πικρός. Πάτησε τη μνήμη 1 στο απίστευτα ακριβό τηλέφωνο και πήρε μια προκαταβολική ανάσα.
- Κύριε διευθυντά είδα έναν έναν όλους τους σημαντικούς. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις. Ήταν ένα ξάφνιασμα από την ύφεση. Μένω με την βεβαιότητα ότι πάμε σε μια δυναμική χρονιά. Το προσωπικό είναι ικανό και αποφασισμένο. Μπορείτε να είστε αισιόδοξος. Είμαι και εγώ πραγματικά αισιόδοξος. Θα είμαστε μια εξαίρεση στο κλάδο.
- Θέλω να διώξεις ακόμη ένα 5% φέτος. Μπορείτε εκεί κάτω. Και δε θα ξεχάσω να σε ανταμείψω για αυτό το λεπτό χειρισμό. Ξεκίνα.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν μου είναι βάρος. Υποχρέωσή μου. Καλή σας μέρα. Καλή σας μέρα. Χαιρετισμούς στην κυρία Μιράντα.
- Θα τους διαβιβάσω. Στέφανε, ελπίζω να μη βρεθώ προδομένος. Σε πιστεύω, αλλά είμαστε όλοι στη βροχή χωρίς ομπρέλα. Το πιάνεις ;
Ο Στέφανος ρούφηξε αρκετό καφέ για να καυτηριάσει τη συνείδησή του. Οι φωνές δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Βούιζε όλο το μυαλό του σαν σταθμός του μετρό σε ώρα αιχμής. Και μύριζε εκείνο το συνονθύλευμα σκόνης, καμμένων λαδιών, υγρασίας και κάτουρου. Δε μπορούσε να το αποδιώξει. Σηκώθηκε και έβαλε κολόνια στα δάχτυλα. Τα έχωσε στη μύτη του. Για λίγο νόμισε πως άλλαξε την ατζέντα. Μετά την αναγνώρισε πάλι με φρίκη. Αρωματισμένα κάτουρα. Θα προτιμούσε να είναι ένα φάντασμα. Κοίταξε το είδωλό του στη σβηστή οθόνη. Έσπευσε να την ανοίξει μα η φωνή πρόλαβε. Ήταν της σκιάς πίσω από την οθόνη…
- Νομίζω ότι θα χρειαστείς εκείνο το γαμημένο ρούμι.
- Όχι. Όχι πάλι. Άσε με. Αφήστε με όλοι σας.
- Μάλιστα. Ξεροσφύρι θα τη βγάλουμε σήμερα…
- Φύγε. Πήγαινε σε ένα μπαρ και άσε με να δουλέψω δικέ μου.
- Βάλε λίγο στον καφέ ! Και χύσε λίγο κάτω.
Ο Στέφανος έριξε μια δολοφονική ματιά στο μπουκάλι. Έγραφε με δήθεν διακριτικά γράμματα «Εταιρικό δώρο υψηλόβαθμων» . Έριξε λίγο στο καφέ και πολύ στο γραφείο. Έτρεμε. Χρειάστηκαν μόλις δυό γουλιές για να γεμίσει το δωμάτιο φωνές…Γυναικείες , αντρικές, θυμωμένες…
- Εσείς θα απολυθείτε κύριε τμηματάρχα ; Και αν όχι για πόσο ακόμη ;
- Εμένα Στέφανε ; Εμένα πετάτε πρώτον έξω ; Είμαι αχρείαστος τώρα;
- Δεν πειράζει κύριε Μαρκόπουλε. Κάτι θα βρεθεί. Είμαι νέα ακόμη.
- Είναι τελεσίδικο αφεντικό; Θα με χωρίσει η άλλη μετά από αυτό.
- Το ξέρετε ότι έχω τρία παιδιά κύριε τμηματάρχη ; Τι θα απογίνω ;
- Δεν χρειάζεται να μου το πείτε κατάμουτρα. Κατεβαίνω να μαζέψω. Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και η φίρμα σας.
- Τι να γίνει… ήρθε η σειρά μου. Σας εύχομαι εσάς καλύτερη τύχη.
Σας εύχομαι καλύτερη..Θα με χωρίσει...Καλύτερη τύχη.Καλύτερη…εσάς..φίρμα σας

Σωριάστηκε στη καρέκλα. Αισθανόταν ότι κουβαλούσε μια άφθαρτη μωβ συντριβή, ότι θα ζούσε αιώνια ειδικά αυτός από όλους για να την υπομένει ώσπου να μη νιώθει τίποτε πιά. Ούτε χαρά ούτε θλίψη. Πάνω που έσφιξε τα αυτιά του με λύσσα για να σταματήσει τις φωνές χτύπησε το τηλέφωνο.
_Ναι, έλα Νίκη. Προσπαθώ... Πες μου. Ναι. Θα είναι την Τετάρτη στην αντιπροσωπεία οπότε προλαβαίνουμε. 10 μέρες από το γάμο. Ξέρω , τις μετρούσες στον ύπνο σου. Ναι καλή μου. Καμπριολέ. Αν και διαφωνώ. Είπαμε θα γίνουν όλα όπως τα φαντάστηκες. ΟΚ…στηκε. Καλά. Όπως τα φαντάστηκε η κορούλα μας. ΟΚ. Μια την έχουμε. (Γαμώ) Τι ; Γαμάτο κόκκινο λέω, ναι. Αφού στα έχω πει, άσε με να δουλέψω. Έλα… Ξέρεις, καμπριολέ δεν είναι το καλύτερο για τα μέρη μας. Ψιχαλίζει επίμονα κάθε δυό ώρες. ΟΚ. Δε ξαναμιλάω, έλα σε αφήνω. Καλημέρα.
Ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο και τα μάτια του με τις ιδρωμένες παλάμες του. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στο ρούμι.

Η Νίκη έκλεισε το τηλέφωνο και αφοσιώθηκε στο παράθυρο. Οι ψιχάλες ήταν πράγματι επίμονες. Ειδικά από αυτή τη μεριά του σπιτιού όπου ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία. Η μάνα της δε πρόφτασε να ζήσει χαρά από κόρη. Ίσως αυτή να προλάβει.
Σηκώθηκε και έφερε από τη ντουλάπα το κουτί με τα κειμήλια της μάνας. Ψαχούλεψε μικρές μπιζουτιέρες, αλυσίδες με σταυρουδάκια, ένα ρολόϊ του μπαμπά, μικρές ξέθωρες γκρι φωτογραφίες. Ώσπου τα δάκτυλά της άγγιξαν την βαριά καδένα. Ήταν μια κλασσική ασημένια αλυσίδα, αρκετά μαυρισμένη, πολύ φθαρμένη για να περάσει απαρατήρητη. Δώρο από την προγιαγιά σου είχε πεί η μάνα. Την έσωσε από το σπασμένο μπαούλο της προσφυγιάς…
Η Νίκη πάγωσε. Δεν ήταν το αντικείμενο. Ήταν η ποσότητα των συμβολισμών που κουβαλούσε. Για δυό λεπτά η θερμοκρασία του μυαλού της και της καδένας εξισώθηκαν. Την τύλιξε στα δάκτυλα και δάκρυσε… Γύρισε και κοίταξε το σταβά κρεμασμένο κάδρο.
-Δέκα μέρες. Δέκα μέρες ακόμη. Αν δεν αλλάξει γνώμη το σκατοκόριτσο.
- Δεν ήταν ανάγκη αυτό, ε ;
- Αυτό, ποιο ;
- Να τη πεις σκατοκόριτσο. Ξέρεις, μου μοιάζει.
- Ναι, πήρε όλα τα χούγια σου. Κελεπούρι. Αχ ρε μάνα.
- Ακούς τις ψιχάλες ;
- Δε χρειάζεται, πονάνε τα κόκαλά μου.
- Οι ψιχάλες είναι ο οδυρμός των αδικοχαμένων. Δε πρόλαβα…
- Μάνα σκάσε θα ανοίξω τηλεόραση.
- Αν δεν ήσουν σουρλουλού θα είχα δεί ένα δυό εγγονάκια. Μα με την τρέλα σου κατάφερες και έμεινες στο ράφι ώσπου να με τελειώσεις.
- Ανυπόμονη ήσουν. Αυτό είναι όλο. Και με γάνιασες. Ορίστε. Όλα θα γίνουν τέλεια. Και θα σε μνημονεύσουμε στα πρώτα μας βαφτίσια.
- Κάνε ότι θες. Εσύ είχες όλες τις επιλογές. Για τον εαυτό σου. Ότι θες.
Μονάχα να ξέρεις. Αυτά που δίνουμε μας γυρνάνε πίσω. Δανεικ….

- Γειά, μαμάκα !

Click.
Ο Γιούρι Γκέλερ απόψε σε κάτι μοναδικό. Στις δέκα η ώρα ακριβώς θα ακούσετε τον Αβραάμ Λίνκολν να συζητάει με τον Τζων Μπούθ για τις διαφορές του με το Νότο. Μήπως υπάρχουν φαντάσματα ; Μείνετε μαζί…
Click.

- Ρε άμε στο διάολο και σεις. Ας γράψω τις προσκλήσεις. Προς τον κύριο Αθανασάκο, Χαράλαμπο… ωχ. Πέθανε αυτός. Χριτςτςτςτς..
Θεός συγχωρέστον.
Πάμε παρακάτω.
Προς οικογένεια Μάρκου και Ρεβέκκας χμ..Μπρακοπούλου, ενταύθα.
Θα μας τιμήσετε ιδιαίτερα…


Κάτω από τις γρίλιες της θέρμανσης υπήρχε δραστηριότητα. Η σύναξη της Τρίτης είχε έναν καινούργιο καλεσμένο.
- Θα είσαι ο ΧΑΘ214 και για λίγο καιρό πρέπει να είσαι τυπικός.
- Θα προτιμούσα το Μπάμπης..ή έστω Αθανασάκος κοφτό..
- Δεν εκφράζουμε προτιμήσεις και απόψεις εδώ. Περνάμε στα βασικά.
1. Δεν τους επισκεπτόμαστε ποτέ εκτός έδρας. Μόνο στη ρουτίνα τους.
2. Δεν μπορούμε να χειραγωγήσουμε τις αποφάσεις τους.
3. Συναισθηματικές εμπλοκές κάνουν κακό στους σκοπούς μας.
4. Υπηρετούμε την αλήθεια κυνικά και αποφασιστικά.
5. Δεν είμαστε φύλακες άγγελοι. Είμαστε αδικαίωτες συνειδήσεις.
6. Εστιάζουμε τις πιέσεις μας στους συναισθηματικά ανώριμους.
7. Μόλις μας επικαλεστούν υποχρεούμαστε να παραστούμε.
8. Μπορούμε ωστόσο να μείνουμε σιωπηλοί.
9. Προσοχή στα κινητά. Ανοικτό blue touth μας κάνει ευάλωτους.
- Ακούω απορίες.
- Υπήρχε μια 10η εντολή, καλά θυμάμαι ;
- Ναι. Ου μοιχεύσεις.







____________________________________________________________

Οι ρόλοι...

Ρεβέκκα : πρόκειται για μια ανένταχτη ή αν θέλετε εσείς ανισόρροπη που τυπικά συζεί με τον άντρα και το παιδί της αλλά συνδιαλέγεται με το παρελθόν της.

Μάρκος : Πρόκειται για έναν καθηλωμένο ή αν θέλετε εσείς ενταγμένο στο σύστημα που ως τάχατες θύμα των περιστάσεων διστάζει να αλλάξει κάτι προσμένοντας το τίποτα.

Ναταλί : Πρόκειται για ένα παιδί μικροαστικής οικογένειας που με το ζόρι κρατάει τη συνοχή της. Σύντομα θα μισήσει όλους τους θεσμούς.

Στέφανος
: Πρόκειται για έναν πρωταγωνιστή ή αν θέλετε εσείς για ένα γρανάζι του συστήματος. Θα πεθάνει χωρίς να δημιουργηθεί κανένας ιδιαίτερος ντόρος.


Νίκη : Πρόκειται για μια γυναίκα ή αν θέλετε εσείς για ένα είδος γυναίκας. Οι αλληλουχίες των γεννεών συντάσσονται με το μητρικό καθήκον σε μιά θριαμβική ουτοπία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;