Σάββατο, Ιουνίου 3

τρελαίνομαι για τη χώρα μου



τρελαίνομαι

για τη χώρα μου

τις μύγες

τι τις μύγες ;

ααα, ναι. . . που τις χτυπάω χαλώντας το Αθηνόραμα

και μετά , ούτε που ψοφάνε

τρελαίνομαι

όταν ρίχνει τη βροχούλα με τη λάσπη, 
από την Αφρική

εμείς δε βγάζουμε δικιά μας επειδής

και οι κοπέλες με τις εσπατρίγιες πιτσιλιούνται σε ωραίες στάσεις 
του ΟΑΣΘ

μεταξύ τους, 
με άλλους, μοναχές τους, εκείνες τις ατίθασες τις πιτσιλιές

για 17 minutes ΝΣΡ μέσω Εγνατίας

για 17 ημέρες μάταια περιμένοντας

ώσπου ξάφνου σκάει μύτη το un expected

με τις εκατό ρόδες, όλες στη σωστή νερολακούβα

και τις μουσκεύει, ερωτικά, εκεί, ανάμεσα στα σκέλια τους,

ανάμεσα στα στήθια τους, πατόκορφα,

ένα αστικό σε επίδειξη εργασίας

τρελαίνομαι
με τη χώρα μου

καθώς γεμίζω τα ρουθούνια μου το απόγιομο
στην πόλη του έρωτα και της πολίτικης κουζίνας
των εκατό αγοριών που το σπουδάζουν το τσιγαριαστό
με μυτερό ωραίο μούσι, φτιάχνοντας σούσι

καθώς γεμίζω τα ρουθούνια μου το απόγιομο
τη μυρουδιές προχθεσινών και βάλε σκουπιδιών

εκλεκτών θαλασσινών και κύπελων προφιτερόλ

και καρπουζιών με το μαχαίρι

τρελαίνομαι 
να αποφεύγω το ίχνος που άφησε στο πέρασμά της,
εκείνη , αχ εκείνη 
πριν από μένα, για μένα εκείνη, η άνωθέν μου

του πέμπτου

τα βήματά μου δίπλα στα δικά της

στο ασανσέρ

στην είσοδο με το μωσαϊκό

στην άσφαλτο με το χθεσιναβραδινό χαντάκι του αερίου

με το μετέωρο βήμα του πελαργού, που με έφερε

λες και δεν είχα μάνα εγώ

και τελικά να μην πατάω ούτε μια φορά

πάνω στα κόκκινα ίχνη, νικητής, θριαμβευτής

ούτε μια φορά, πάνω στο καρπουζόζουμο

που έτρεξε από την ελαττωματική σακούλα Αρβανιτίδη
θεός σχωρέστον

και την πρόδωσε, πόσα κουκούτσια έφτυσε απ’ το ζόρι

πώς αλαφροπερπάτησε, πώς διέλαθε της προσοχής μας

εξάγοντας ολούθε τσίκνα

αχ, τι όμορφα

τρελαίνομαι

Κυριακή, οχτώ και τρία το πρωί ακριβώς

ο Βλαδίμηρος, το καλό παιδί, να ομορφαίνει το περιβάλλον

παλιά αυτοκίνητα, αλέτρια, αλομίνια συλλέγοντας

απ’ την πλατεία

Αριστοτέλους εκ Σταγείρων

και Βλαδιμήρου εκ Σταγείρων

εξ όσων η ντουντούκα διαλαλεί, απόγοννος αυθεντικός

Ελλήνων, και αυτός, και εγώ και ο χρυσαυγίτης 

ο γεμάτος κάλλος,

ο κακοφορμισμένος  

ο κάλος στο στενό παπούτσι του έθνους

το αγορασμένο απ’ την κουβέρτα εκεί στη νέα παραλία

που εκπέμπει διαδικτυακή 4G, for me την ποδαρίλα  

πασπαλισμένη μισοφαγωμένους γύρους με εσάνς πατσά

και φρέντο εσπρέσο καπουτσίνο

τρελαίνομαι

για τη χώρα μου

τρελαίνομαι

πουθενά αλλού δε θέλω έτσι να ζήσω

μη με τραβάς

πουθενά σου λέω

μη με τραβάς …σε λέω ρεεεεεεεεε
θα πάρω τον Σαββίδη

εσύ, ο άσπρος με τη ρόμπα

τι τσόκαρο είναι αυτό

κιτρινισμένο

άσε με κάτω

δε θέλω  ένεση

δε θέλω ένεση

δε θέλω έν

τρελαίν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;