Πέμπτη, Απριλίου 21

Ν αμην μπαίνουν



   Πέρασε το χέρι του στη μέση της.
Αυτή αφέθηκε. Της φάνηκε αρμόζον.. προς στιγμής.  
  -  Με λένε…  
- Σσσσσσςςςςςς.
Του ‘κλεισε το στόμα με τα ακροδάκτυλα.
-Ξέρω πως σε λένε, κουτάβι.
  - Έχεις δίκιο. Τι νόημα έχει..
- Όχι, έχει, έχει δε λέω, μόνο, να, τώρα προέχει ποιος είσαι, όχι πως σε βάφτισαν, καταλαβαίνεις ;

  Το χέρι του έτρεμε. Την ακουμπούσε αλλά διστακτικά, σαν να δοκίμαζε αν καίει. Ήταν αδύναμος, ισχνός, με σβηστά γαλανά μάτια, σα Χριστός στο σταυρό.
- Με λένε μόνη.
    - Και μένα, και μένα με λένε Μόνο.
Γύρισε και τον κάρφωσε στα μάτια με αυθάδεια.
- Με ψεματάς τώρα ;
    - Όχι, όχι, έτσι με λένε.
- Απόψε ;
    - Όχι κάθε μέρα.
- Α, γιατί εμένα μόνο απόψε… μόνο απόψε. Κατάλαβες ; Θέλω να κάνουμε μια ξεκάθαρη αρχή. Τα φύλλα στο τραπέζι.
    - Εντάξει, Μόνη Απόψε. Ωραίο ονοματεπώνυμο. Να υποθέσω ότι μπορείς να μου δείξεις κάποιο στοιχείο ; Μια φοιτητική ταυτότητα, ένα πάσο ; Ξέρεις, πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στις μέρες μας.
- Στις μέρες μας. Ναι. Θα σου δείξω. Ορίστε..
Έβαλε το χέρι και τράβηξε από το φούτερ το πακέτο. Είχε δύο.
    - Να πάρω ;
- Όχι ακόμα. Στο δείχνω σαν ταυτότητα. Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει. Τι λες ; Με πιστεύεις τώρα ;
   - Σε πιστεύω. Ήμουν σίγουρος, απλά έπρεπε να βεβαιωθώ. Και τι θα ήθελες απόψε Μόνη Απόψε ;
- Θα ήθελα να κρύψεις εκείνη τη σελήνη.
   - Να την κρύψω, αλλά δεν πάει έτσι. Δε μπορείς να αλλάζεις όλο το σκηνικό. Το φεγγάρι θα παίξει ρόλους, Απόψε..
- Αν σηκωθείς και καθήσεις εμπρός μου, με τρόπο που να κρύψεις Εκείνη, εγώ θα σου δώσω το ένα μου τσιγάρο μόλις τελειώσω το τσιμπούκι.

  
   - Δε γίνεται λυπάμαι, είμαι δειλός και κοντός. Αν θέλεις απλά να καθόμαστε εδώ και να την φοβόμαστε, ντάξει, αλλιώς φεύγω.
- Δεν μου λες ; Τι σόϊ μόνος ; Εσύ θα μου δείξεις ταυτότητα ;
   - Ευχαρίστως…
Σήκωσε το μανίκι του αριστερού χεριού του. Αυτή κατάλαβε.
- Μόνος Ράκος. Το ήξερα από την αρχή. Είμαι γκαντέμω εγώ.

Πέρασε το χέρι του στη μέση της. Ακούμπησε με σιγουριά. Ήταν περασμένες ένδεκα. Αχνό κίτρινιάρικο φως έμπαινε από πάνω, από εκείνα τα άχαρα σπασμένα κώνικα φώτα του πάρκου. Το φως έκανε να σβήσει, ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε..
- Ποιος διάολος είσαι εσύ ;
    - Με λένε Μόνο Συνεχώς.
- Μου κρατάς τη μέση, δε καταλαβαίνω το λόγο.
   - Κρατιέμαι από κάπου, συνέχεια κρατιέμαι από κάπου μη πέσω, μη δίνεις σημασία.
Γύρισε και τον κοίταξε στο στόμα. Με εξεταστικό βλέμμα. Μέσα από το ξανθό μουσάκι του έβγαινε ένα χείλι που δεν ήταν και το πιο βέβαιο χείλι του κόσμου. Έσκυψε και το δοκίμασε . Πικρό. 
-Τα λέμε είπε εκείνη, κι έφυγε τρεκλίζοντας.
     Την άλλη μέρα τον βρήκαν στο παγκάκι οι φύλακες. Τον έβαλαν σε σάκο. Παστρικιά δουλειά. Μετά σκούπισαν τα φύλλα. Ο κόσμος περνούσε με τα κεριά και μαζευόταν στις εκκλησιές για να ανακουφίσει την αγωνία του. Μια κερά πέρασε εμπρός από το ασθενοφόρο κρατώντας γαριφαλάκια. Έκανε το σταυρό της κοιτώντας με αηδία το παγκάκι.
   - Κάθε βράδυ εδώ βγάζουν τα μάτια τους. Αει στο διάολο. Όλα τα έχουμε, έχουμε και τους πρεζάκηδες στα πόδια μας. Να το φράξετε το πάρκο ακούτε ; Ακούτε ; Άμε στο διάολο κι αυτοί. Μέρες που είναι...
Κι έχω να πάω στα δώδεκα ευαγγέλια, μολύνω το στόμα μου. Να το φράξετε, να μη μπαίνουν. Πουθενά να μη μπαίνουν. Ούτε στη ζωή μας, ούτε στην πόλη μας, ούτε στη συνείδησή μας. Αμην.

 

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;