Τετάρτη, Απριλίου 27

Το κλείσιμο μιας δύσκολης μέρας, μια μακριά νύχτα

  Για τον Άγγελο κι αυτή η νύχτα ήταν μια συνηθισμένη. Τα φτερά του πεσμένα σαν τα κέφια του, η πολυθρόνα άβολη σα παγκάκι σε επαρχιακό πάρκο, το μυαλό κοκτέϊλ με ζεστά υλικά, ζητείται παγάκι, ζητείται ψυχραιμία.
  ο Άγγελος, ήταν αμπελουργός, κατά μια έννοια.
  ο Άγγελος ήταν επίμονος, κατά γενική ομολογία.
  ο Άγγελος ήταν νέος, μα όχι αρκετά.
  Τέντωσε τα φτερά του και κλικάρισε το Jazz FM του Brian Parker στο PC. Mέχρι εδώ πήγαινε κάθε βράδυ.
  Έβαλε merlot σε ένα θαμπό κολωνάτο ποτήρι, μέχρι εδώ πήγαινε συχνά.
  Έβαλε καθαρά Α4 κάτω από το μολύβι και άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του. Μέχρι εδώ έφτανε πάντα.
Σκέφτηκε ένα ένα όλα τα μισογινωμένα του αμπέλια. Στοιχειωμένα ήτανε τα περισσότερα. Πρασίνιζαν μέχρι να απογειώσουν τις προσδοκίες και μετά αρρώσταιναν, πρώτα στα φύλλα και μετά μέχρι μέσα, μέχρι να γίνουν αγνώριστα, μέχρι να μην αξίζει ούτε το νερό με το σταγονίδιο που τα δροσίζει.
  Oι σχέσεις, η προσωπική του ανάπτυξη, τα δημιουργήματά του ακόμη και οι ατασθαλίες του έμοιαζαν ημιτελή. Αυτό. Ημιτελή.
  Υπάρχουν δυό τρόποι να το διαβάσεις αυτό, ότι προλαβαίνω κάνω είναι ο επικρατέστερος, είμαι κοντινών αποστάσεων είναι ο δεύτερος. Τρίτος υπάρχει ;
  Υπάρχει..
  Κάνω ότι πρέπει να κάνω για να λέω στον εαυτό μου ότι είμαι επαρκής. Κάθε βράδυ. Οπότε, αφού κάθε βράδυ, ο ορίζοντας είναι 24 ώρες.
  Γιατί ;
  Γιατί κάθε βράδυ ;
  Τι σόϊ αμπέλι είναι αυτό που πρέπει να βγάζει ένα τσαμπί τη μέρα 365 μέρες ;

  Ο Άγγελος πήρε το μολύβι και τράβηξε από το καλάθι όλα τα χθεσινά χαρτιά. Μισοτελειωμένα και μισοτσαλακωμένα άρχισε να τα κοιτάζει ένα ένα με μεγάλη προσοχή.  Μπήκε στον κόπο να τα ομαδοποιήσει. Χρησιμοποίησε τίτλους και έφτιαξε αράδες με χαρτιά που είχανε το ίδιο κουσούρι.
  Αδύναμες σχέσεις.
  Ταξίδια που εγκαταλήφθηκαν στη μέση.
  Ημιτελείς αμαρτίες.
  Γεύματα που τελειώσανε βιαστικά.
  Ζωγραφιές της ψυχής που δεν έχουν μπογιατιστεί.

   Έκαμε πάνω από 20 στοίβες χαρτιά. Τα κοίταξε δεύτερη και τρίτη φορά. Μετά από ώρα πάνω πάνω ήτανε σε κάθε στοίβα εκείνο που έπρεπε να είναι πάνω.
   Πήρε να ξημερώνει. Δεν τον πείραξε, που πήρε να ξημερώνει.
   Υπήρχε τώρα πολύ δουλειά. 
   Έπλυνε με επιμέλεια το κολωνάτο ποτήρι. 
   Πέταξε τα χαρτιά που ήτανε κάτω από εκείνα που ήτανε πάνω πάνω. 
   Πήρε δέκα μισογραμμένα φύλλα στα χέρια και σηκώθηκε.
Τα φτερά του ήταν πεσμένα. Τα σήκωσε και τα τίναξε, να φύγει η σκόνη και η...

Πέμπτη, Απριλίου 21

Ν αμην μπαίνουν



   Πέρασε το χέρι του στη μέση της.
Αυτή αφέθηκε. Της φάνηκε αρμόζον.. προς στιγμής.  
  -  Με λένε…  
- Σσσσσσςςςςςς.
Του ‘κλεισε το στόμα με τα ακροδάκτυλα.
-Ξέρω πως σε λένε, κουτάβι.
  - Έχεις δίκιο. Τι νόημα έχει..
- Όχι, έχει, έχει δε λέω, μόνο, να, τώρα προέχει ποιος είσαι, όχι πως σε βάφτισαν, καταλαβαίνεις ;

  Το χέρι του έτρεμε. Την ακουμπούσε αλλά διστακτικά, σαν να δοκίμαζε αν καίει. Ήταν αδύναμος, ισχνός, με σβηστά γαλανά μάτια, σα Χριστός στο σταυρό.
- Με λένε μόνη.
    - Και μένα, και μένα με λένε Μόνο.
Γύρισε και τον κάρφωσε στα μάτια με αυθάδεια.
- Με ψεματάς τώρα ;
    - Όχι, όχι, έτσι με λένε.
- Απόψε ;
    - Όχι κάθε μέρα.
- Α, γιατί εμένα μόνο απόψε… μόνο απόψε. Κατάλαβες ; Θέλω να κάνουμε μια ξεκάθαρη αρχή. Τα φύλλα στο τραπέζι.
    - Εντάξει, Μόνη Απόψε. Ωραίο ονοματεπώνυμο. Να υποθέσω ότι μπορείς να μου δείξεις κάποιο στοιχείο ; Μια φοιτητική ταυτότητα, ένα πάσο ; Ξέρεις, πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στις μέρες μας.
- Στις μέρες μας. Ναι. Θα σου δείξω. Ορίστε..
Έβαλε το χέρι και τράβηξε από το φούτερ το πακέτο. Είχε δύο.
    - Να πάρω ;
- Όχι ακόμα. Στο δείχνω σαν ταυτότητα. Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει. Τι λες ; Με πιστεύεις τώρα ;
   - Σε πιστεύω. Ήμουν σίγουρος, απλά έπρεπε να βεβαιωθώ. Και τι θα ήθελες απόψε Μόνη Απόψε ;
- Θα ήθελα να κρύψεις εκείνη τη σελήνη.
   - Να την κρύψω, αλλά δεν πάει έτσι. Δε μπορείς να αλλάζεις όλο το σκηνικό. Το φεγγάρι θα παίξει ρόλους, Απόψε..
- Αν σηκωθείς και καθήσεις εμπρός μου, με τρόπο που να κρύψεις Εκείνη, εγώ θα σου δώσω το ένα μου τσιγάρο μόλις τελειώσω το τσιμπούκι.

  
   - Δε γίνεται λυπάμαι, είμαι δειλός και κοντός. Αν θέλεις απλά να καθόμαστε εδώ και να την φοβόμαστε, ντάξει, αλλιώς φεύγω.
- Δεν μου λες ; Τι σόϊ μόνος ; Εσύ θα μου δείξεις ταυτότητα ;
   - Ευχαρίστως…
Σήκωσε το μανίκι του αριστερού χεριού του. Αυτή κατάλαβε.
- Μόνος Ράκος. Το ήξερα από την αρχή. Είμαι γκαντέμω εγώ.

Πέρασε το χέρι του στη μέση της. Ακούμπησε με σιγουριά. Ήταν περασμένες ένδεκα. Αχνό κίτρινιάρικο φως έμπαινε από πάνω, από εκείνα τα άχαρα σπασμένα κώνικα φώτα του πάρκου. Το φως έκανε να σβήσει, ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε..
- Ποιος διάολος είσαι εσύ ;
    - Με λένε Μόνο Συνεχώς.
- Μου κρατάς τη μέση, δε καταλαβαίνω το λόγο.
   - Κρατιέμαι από κάπου, συνέχεια κρατιέμαι από κάπου μη πέσω, μη δίνεις σημασία.
Γύρισε και τον κοίταξε στο στόμα. Με εξεταστικό βλέμμα. Μέσα από το ξανθό μουσάκι του έβγαινε ένα χείλι που δεν ήταν και το πιο βέβαιο χείλι του κόσμου. Έσκυψε και το δοκίμασε . Πικρό. 
-Τα λέμε είπε εκείνη, κι έφυγε τρεκλίζοντας.
     Την άλλη μέρα τον βρήκαν στο παγκάκι οι φύλακες. Τον έβαλαν σε σάκο. Παστρικιά δουλειά. Μετά σκούπισαν τα φύλλα. Ο κόσμος περνούσε με τα κεριά και μαζευόταν στις εκκλησιές για να ανακουφίσει την αγωνία του. Μια κερά πέρασε εμπρός από το ασθενοφόρο κρατώντας γαριφαλάκια. Έκανε το σταυρό της κοιτώντας με αηδία το παγκάκι.
   - Κάθε βράδυ εδώ βγάζουν τα μάτια τους. Αει στο διάολο. Όλα τα έχουμε, έχουμε και τους πρεζάκηδες στα πόδια μας. Να το φράξετε το πάρκο ακούτε ; Ακούτε ; Άμε στο διάολο κι αυτοί. Μέρες που είναι...
Κι έχω να πάω στα δώδεκα ευαγγέλια, μολύνω το στόμα μου. Να το φράξετε, να μη μπαίνουν. Πουθενά να μη μπαίνουν. Ούτε στη ζωή μας, ούτε στην πόλη μας, ούτε στη συνείδησή μας. Αμην.

 

         

Τετάρτη, Απριλίου 20

τα λάθη και τα άνθη


Η πανσέληνος υποχωρεί,
το νιώθω στον πόθο
    κλωνάρι ξερό
πλημμελώς ποτισμένο
   παστρικά δηλητηριασμένο
με τα άκρα μου έτοιμα να σκάσουν …
   Θα βγάλουν φύτρες ;
Θα βγάλουν αίμα ;
   Τι χρώμα ;
Η πανσέληνος πρόφαση,
το νιώθω στον αυχένα
    που δεν συνεργάζεται
για να με αφήσει να δεχθώ
    μια βάφτιση στα πάθη Του.
Πίσω από την πανσέληνο λιακάδα , λεν
    πίσω από τα πάθη Του οι μετάνοιες
μόνον για εκείνα που δεν έκαμες.
    Ιστορία εγώ δε θα γράψω, μάλλον
Η επόμενη πανσέληνος είναι κοντά
    θα την τιμήσω πάλι όπως της πρέπει…
με μια χορταστική μερίδα λάθη.
Ποια είναι τελικά τα λάθη
                 Μα το θεό…
    Μοιάζουν τόσο πολύ με άνθη

Κυριακή, Απριλίου 17

η δύναμη των λέξεων


είμαστε ενοχλημένοι, τι μας εμποδίζει να πούμε την αλήθεια ;
είμαστε πολλοί, τι μας εμποδίζει να συναντηθούμε ;
είμαστε συγγραφείς, τι μας εμποδίζει να αλλάξουμε τον κόσμο ;
http://www.youtube.com/watch?v=Hzgzim5m7oU&feature=share

Σάββατο, Απριλίου 9

ήρθαν και φέτος..

  παρ' όλες τις υποβαθμίσεις του fitch και της Morgan Stanley τα χελιδόνια , αυτά που από πάνω σαν τηγάνι από κάτω σαν ταψί από πίσω σα ψαλίδι και από εμπρός απλώς... μια ομορφιά, ήρθαν εδώ, στον ύστερο τόπο της αγοράς των μανιακών, γιατί τους αρέσει να μην αλλάζουν τις επιλογές τους, όταν πρόκειται για τη δική τους ζωή. Για αυτούς που έρχονται, παρ΄όλο που... για αυτούς που σχεδιάζουν πράγματα παρ' όλο που, για εκείνους που ονειρεύονται το βράδυ παρ' όλο που, για τούτους θαρρώ αξίζει να γράφεις, να δουλεύεις, να προσεύχεσαι και να αδημονείς. Να αδημονείς για να τους συναντήσεις, σε στρόγγυλα τραπέζια και ξύλινες καρέκλες που μοσχοβολάνε αλμυρό ιδρώτα .Είναι όλων των εθνικοτήτων, μπορεί να είναι και Νορβηγοί και Πολωνοί χωρίς να χάνουν το βαρυσήμαντο της άφιξης, μπορεί να είναι χαμάληδες και εργοστασιάρχες , όλοι με βερμούδα και σαγιονάρα ίδιοι φαίνονται, από πάνω σαν αστοί, από κάτω σα παιδιά, από μέσα μαχητές και από έξω νουνεχείς, με ένα ίδιο τρόπο αντίδρασης στα καταιγιστικά πράγματα, είτε είναι αξιολογήσεις οικονομίας, είται είναι τζατζίκι που πέφτει από τα χέρια του γιού του ταβερνιάρη προς τη βερμούδα, έναν ίδιο τρόπο αντίδρασης που αγαπάω να κοιτώ. Καρτερικότητα προς την ηλιθιότητα και βεβαιότητα για την διαιώνιση των μυστικών της ζωής.
...ο Moodies λέει πως του χρόνου μπορεί να πάνε αλλού και αν υπήρχε Θεός, λέω τώρα, θα μπορούσε να τα στείλλει όλα, ΟΛΑ μαζί στο κτίριό του για μια μέρα για να κοπρίσουν τα άθραυστα τζάμια του και να φύγουν.
   Φέτος πάντως ήρθαν. Αυτό βλέπω, αυτό λέω.
Απλά τα πράγματα