Για τον Άγγελο κι αυτή η νύχτα ήταν μια συνηθισμένη. Τα φτερά του πεσμένα σαν τα κέφια του, η πολυθρόνα άβολη σα παγκάκι σε επαρχιακό πάρκο, το μυαλό κοκτέϊλ με ζεστά υλικά, ζητείται παγάκι, ζητείται ψυχραιμία.
ο Άγγελος, ήταν αμπελουργός, κατά μια έννοια.
ο Άγγελος ήταν επίμονος, κατά γενική ομολογία.
ο Άγγελος ήταν νέος, μα όχι αρκετά.
Τέντωσε τα φτερά του και κλικάρισε το Jazz FM του Brian Parker στο PC. Mέχρι εδώ πήγαινε κάθε βράδυ.
Έβαλε merlot σε ένα θαμπό κολωνάτο ποτήρι, μέχρι εδώ πήγαινε συχνά.
Έβαλε καθαρά Α4 κάτω από το μολύβι και άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του. Μέχρι εδώ έφτανε πάντα.
Σκέφτηκε ένα ένα όλα τα μισογινωμένα του αμπέλια. Στοιχειωμένα ήτανε τα περισσότερα. Πρασίνιζαν μέχρι να απογειώσουν τις προσδοκίες και μετά αρρώσταιναν, πρώτα στα φύλλα και μετά μέχρι μέσα, μέχρι να γίνουν αγνώριστα, μέχρι να μην αξίζει ούτε το νερό με το σταγονίδιο που τα δροσίζει.
Oι σχέσεις, η προσωπική του ανάπτυξη, τα δημιουργήματά του ακόμη και οι ατασθαλίες του έμοιαζαν ημιτελή. Αυτό. Ημιτελή.
Υπάρχουν δυό τρόποι να το διαβάσεις αυτό, ότι προλαβαίνω κάνω είναι ο επικρατέστερος, είμαι κοντινών αποστάσεων είναι ο δεύτερος. Τρίτος υπάρχει ;
Υπάρχει..
Κάνω ότι πρέπει να κάνω για να λέω στον εαυτό μου ότι είμαι επαρκής. Κάθε βράδυ. Οπότε, αφού κάθε βράδυ, ο ορίζοντας είναι 24 ώρες.
Γιατί ;
Γιατί κάθε βράδυ ;
Τι σόϊ αμπέλι είναι αυτό που πρέπει να βγάζει ένα τσαμπί τη μέρα 365 μέρες ;
Ο Άγγελος πήρε το μολύβι και τράβηξε από το καλάθι όλα τα χθεσινά χαρτιά. Μισοτελειωμένα και μισοτσαλακωμένα άρχισε να τα κοιτάζει ένα ένα με μεγάλη προσοχή. Μπήκε στον κόπο να τα ομαδοποιήσει. Χρησιμοποίησε τίτλους και έφτιαξε αράδες με χαρτιά που είχανε το ίδιο κουσούρι.
Αδύναμες σχέσεις.
Ταξίδια που εγκαταλήφθηκαν στη μέση.
Ημιτελείς αμαρτίες.
Γεύματα που τελειώσανε βιαστικά.
Ζωγραφιές της ψυχής που δεν έχουν μπογιατιστεί.
Έκαμε πάνω από 20 στοίβες χαρτιά. Τα κοίταξε δεύτερη και τρίτη φορά. Μετά από ώρα πάνω πάνω ήτανε σε κάθε στοίβα εκείνο που έπρεπε να είναι πάνω.
Πήρε να ξημερώνει. Δεν τον πείραξε, που πήρε να ξημερώνει.
Υπήρχε τώρα πολύ δουλειά.
Έπλυνε με επιμέλεια το κολωνάτο ποτήρι.
Πέταξε τα χαρτιά που ήτανε κάτω από εκείνα που ήτανε πάνω πάνω.
Πήρε δέκα μισογραμμένα φύλλα στα χέρια και σηκώθηκε.
Τα φτερά του ήταν πεσμένα. Τα σήκωσε και τα τίναξε, να φύγει η σκόνη και η...