Δευτέρα, Ιουλίου 29

η μαργαρίτα που μου ξέφυγε


    ΣΚΗΝΗ 1η  ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΛΑΝΟ

         Το σπίτι της γιαγιάς Ευδοξίας ήταν εμπρός σε αφύλαχτη διάβαση τραίνων. Στο ανάχωμα τα αγριόχορτα γέμιζαν παπαρούνες μια φορά το χρόνο. Μαργαρίτες ωστόσο, απ' αυτές που τις μαδάμε τα ανήλικα του έρωτα, είχε σχεδόν πάντοτε να βρεις. 

     Μπορούσες να δεις στη στροφή το σινιάλο κατεβασμένο όταν ο σταθμάρχης ήθελε την ωτομοτρίς να κάτσει λίγο να περιμένει. Και τα τραίνα ξέρουν να περιμένουνε. Μετά νιώθαμε το ζευγάρι τα συρματόσχοινα να σαλεύουν μέσα στα χόρτα και το σινιάλο έδινε ελεύθερο. Μετά περιμέναμε. Και τα παιδιά ξέρουν να περιμένουνε, απλά, όχι για πολύ.

        Αν έβαζες αυτί στις ράγες, ο ήχος ήτανε εκεί, πριν δεις το τραίνο. Μετά φαινόταν αγκομαχώντας, πάντα επιβλητικό και υποσχόμενο, έβγαζε μια κόρνα διακριτικά εκκωφαντική και εμφανίζονταν, σαν ένας στεριανός ιπποπόταμος, με στρόγγυλα γουρλωμένα μάτια, μικρά αυτιά, ρουθούνια και απ' όλα , κι όσο ο όγκος περνούσε εμπρός στα παιδικά μας μάτια, τίποτε άλλο δεν συνέβαινε.

      Εγώ έπαιζα με την Κική και τον Πέτρο στην απ' εδώ μεριά που ήτανε τα σπίτια μας. Από την άλλη απ' τις ράγες, παρίστανε πως παίζει ένα μοναχικό νόστιμο κορίτσι κι εγώ γρήγορα την βάφτισα πόθο. 

     Με το που τέλειωνε η πριμαντόνα η ωτομοτρίς την πασαρέλα η τσακαλοπαρέα άρχιζε τα ίδια , ό,τι τελος πάντων είχαμε στη μέση, τις πιο πολλές φορές κεραμιδάκια. Εγώ πάντα ξεχνιόμουν ξεκρέμαστος. Έβλεπα τον ιπποπόταμο να πηγαίνει προς το σταθμό, μισό χιλιόμετρο απόσταση, να μικραίνει ο πισινός του και να χωρίζεται μαγικά σε οριζόντιες πινελιές που πλέανε στην αχλή, όχι από τη σκόνη αλλά από εκείνη την αυταπάτη αποσύνθεσης που την αγαπούνε οι ποιητές. Συρρικνώνονταν και βυθίζονταν στη κατηφοριά της γραμμής κι εγώ έκανα εικόνα ένα υδρόβιο κήτος να επιστρέφει στον πυθμένα, αφήνοντας λίγη οχλαγωγία από φουσκάλες και μετά γαλήνια νερά, με μόνο τεκμήριο ότι υπήρξε τα δυό αστεία μάτια του να εποπτεύουν.

    Κάθε φορά, μα.. κάθε φορά, πριν γυρίσω προς τη συμμορία μας, έριχνα μια ματιά στον πόθο. Με κοίταζε κι εκείνη. Όχι κάθε φορά, εκείνη, μα αρκετές, ώστε να μην ξεκολλήσει το μυαλό μου. Της έκαμνα νόημα, όχι μια, όχι δυό, της έκανα νόημα, να περάσει τις γραμμές, εικοσιδυό. Έλα, να παίξουμε.. Μερικές φορές λοιπόν πλησίαζε, δίσταζε και,  τελευταία στιγμή, έσκυβε και μάζευε μια μαργαρίτα. Έτσι, με κάποιο τρόπο που δεν έχω νοηματοδοτήσει ακόμα, αποφάνθηκα ότι την ημέρα που δε θα βρεθεί ούτε μια (μαργαρίτα εννοώ), θα τις περάσει τις ράγες.

    Η γιαγιά Ευδοξία μου έλεγε ιστορίες με κοριτσάκια που φοβόντανε τα τραίνα. Ήμουνα παιδί και δεν τις πίστευα, δε μου βγάζανε λογική. Τα τραίνα που ήξερα εγώ πήγαιναν τόσο αργά, τόσο σεβαστικά, που θα ήταν εφικτό να τρέξεις δίπλα τους, να παραβγείς, για να μη πω να περάσεις απέναντι την ώρα που είχανε ακόμη εκατό μέτρα να σε πιάσουν. Αυτό το έκαναν οι μάγκες, έλεγε η γιαγιά μου, και να μη περάσω γιατί η παντόφλα θα πήγαινε σύννεφο. Ωστόσο για να στηρίξω την αυτοπεποίθησή μου έλεγα πως έπεσα σε ένα κοριτσάκι που φοβάται τα τραίνα.

   Περίμενα πολύ καιρό τον πόθο μου να αποφασίσει να αντιμετωπίσει τη φοβία της. Μετά μια μέρα, ούτε τραίνο, ούτε τίποτε, η γραμμή εγκαταλείφθηκε και έμειναν τα χόρτα. Οπότε ήταν ώρα να φανεί η αλήθεια. Και τι σκαρφίστηκα για να το σιγουρέψω ; Σηκώθηκα ένα πρωί νωρίς, περπάτησα όλο το πεδίο της παιδικής μου μάχης και μάζεψα όλες τις μαργαρίτες , να μην βρει καμιά δικαιολογία ! Ύστερα έστησα τα κεραμιδάκια και έκανα, κι εγώ, πως δε με νοιάζει. Τα παιδιά δεν μπορούν στην αλήθεια να παριστάνουν..

  Το κοριτσάκι βγήκε στην ώρα του, με δυό κοτσίδες από τις ομορφότερες σύμφωνα με τις φτωχές μου εμπειρίες. Της έγνεψα να περάσει τις γραμμές. Της φώναξα, πρώτη μου φορά, δεν περνάνε τραίνα, έλα. Πλησίασε μερικά βήματα. Ήμουν σίγουρος για τον θρίαμβο, είχα όλες τις μαργαρίτες στη κωλότσεπη.

  Εκείνη με κοιτούσε και, ακόμη κι αυτή τη στιγμή που σας γράφω,  θα ξαναορκιζόμουνα ότι ένα υποσχετικό χαμόγελο έσκασε στα χειλάκια της. Μετά έσκυψε, έκοψε μια τεράστια μαργαρίτα, με χαιρέτησε και γύρισε την πλάτη. Έκοψε μια τεράστια μαργαρίτα, έκοψε.... γαμώ την ώρα που ...

  Η γιαγιά Ευδοξία μου είχε δείξει πως να μαζεύουμε το χαμομήλι. Δυό φορές προς τα κεί και άλλη μια τελευταία προς τα πίσω μη ξεφύγει κανένα. Εγώ τη γιαγιά μου δε τη πολυάκουγα. Δε μου έβγαζε λογική, έλεγα κι όλας ότι σε αυτή την ηλικία μπορεί να μη μπορούσε να σκεφτεί σαν παιδί. Ένα παιδί έχει και να πάει να παίξει. Εντάξει ; Αλλά εντάξει, τα παιδιά θεωρούν ότι δε θα είσαι παραδειγματικά τιμωρητικός κι αν τους ξεφύγει μια , οποιουδήποτε μεγέθους μαργαρίτα σε ολόκληρο λιβάδι.

ΣΚΗΝΗ 2η ΒΑΘΕΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΛΑΝΟ

    Στέκομαι εμπρός σε ένα ζευγάρι χορταριασμένες ράγιες. Κάτι μου πλακώνει το στήθος. Θυμώνω λίγο.

ΡΕΖΟΥΜΕ ..να 'χαμε να λέγαμε :

    Η γιαγιά Ευδοξία δε μου είπε ούτε μια ιστορία με κοριτσάκια που φοβούνται τις εγκαταλλημένες πλέον γραμμές. Δεν είναι και οι γραμμές ανάμεσα στις δυό Κορέες. Είναι δυο ράγες που τις λατρεύουν ακόμη και οι μαργαρίτες... Δεν έπεσα ως φαίνεται σε καμιά πάνσοφη γιαγιά. Αλλά με ανάστησε με τον τρόπο που πρέπει να μεγαλώνουμε : αθώα. Ό,τι μπόρεσε έκανε. Τι να την κατηγορήσω ; Αλλά κι εγώ, ο εγγονός της γιαγιάς της Ευδοξίας, ενήλικας τώρα,  κάποιον πρέπει να κατηγορήσω, αλλιώς δε βγαίνει η νύχτα .

   Θα σε κατηγορήσω λοιπόν , κοριτσάκι που φοβάσαι τις γραμμές. Συγγνώμη, αλλά δε βγαίνει η νύχτα.