Κυριακή, Φεβρουαρίου 23

πρώτα πνίγηκαν οι ποντικοί


  
        Όσοι ήταν άγρυπνοι, άκουσαν μια υπόκωφη βοή και φοβήθηκαν για σεισμό.
     Ήταν Σαββατόβραδο και κανένας δεν περιμένει αναποδιές τα Σαββατόβραδα. Η θάλασσα δεν τα λαμβάνει υπ’ όψιν αυτά, τι περιμένουν και τι δεν περιμένουν οι άλλοι. Η θάλασσα εκείνα που λαμβάνει υπ’ όψιν συμβαίνουν σε συμπαντικό επίπεδο, λαμβάνει υπ’ όψιν τους κυκλώνες και τον ήλιο, την απόσταση της σελήνης λαμβάνει υπ’ όψιν η θάλασσα, αν θα μπούνε στη σειρά αραιά και που οι πλανήτες και τέτοια «πράματα».  Αυτά η θάλασσα, ναι, βέβαια, τα λαμβάνει υπ’ όψιν.
     Όσοι ήταν άγρυπνοι, άρχισαν να μετρούν αντίστροφα για να τελειώσει η βοή.
     Ήταν Σαββατόβραδο και, τα Σαββατόβραδα από τα φρεάτια συνήθως ακούγεται μονάχα η πόλη που εκπνέει, επιστρέφοντας την αποφορά χιλιάδων ανομολόγητων λειτουργιών μας. Κανένας δεν υπολογίζει ότι, όλη αυτή την αποφορά της μεγαλούπολης την υποδέχεται αδιαμαρτύρητα η θάλασσα και πρέπει να την εξαγνίζει. Η θάλασσα κουρασμένη από όλα αυτά αποφάσισε αλλιώς, εκείνο το βράδυ. Κι άρχισε μια αργή διαδικασία αντιστροφής. Άρχισε η ισορροπία…
    Όσοι ήταν άγρυπνοι, σερφάριζαν ή χάζευαν τηλεόραση, εικόνες και ήχους με μια καταιγιστική ταχύτητα και μια εφησυχαστική ρηχότητα.
    Ήταν Σαββατόβραδο αλλά, για τη θάλασσα, ήταν απλώς η ώρα που έφερε το πράγμα στα νερά της. Με μια εφησυχαστική ταχύτητα αλλά έναν καταιγιστικό ρυθμό, η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει και η πόλη άρχισε να βυθίζεται.  Και όχι, δεν ήταν η Βενετία, η πόλη, ήταν η Θεσσαλονίκη.
   Όσοι ήταν άγρυπνοι, δεν αντέδρασαν, παρασυρμένοι από εκείνη την βεβαιότητα του αστού ότι υπάρχει κάποιος που θα επιληφθεί.
   Έτσι έγιναν τα πράγματα, ωστόσο: από τα φρεάτια, αφού ξεβράστηκαν μερικά  απερίγραπτα θλιβερά πράγματα, άρχισε να βγαίνει αλμυρό νερό, σταθερά, αργά, αποφασιστικά, με τον ρυθμό που η θάλασσα στέλνει ένα μπουκάλι με ένα μήνυμα …απέναντι. Οι δρόμοι στην αρχή βράχηκαν και ήταν ωραία, θέλω να πω, όμορφα… καθρεφτίζονταν τα φώτα του Δήμου που ήταν πρόσφατα αλλαγμένα με ενεργειακές λάμπες για να καθυστερήσει ο θυμός του πλανήτη, καθρεφτίζονταν οι σιλουέτες από τις κούκλες με τα νυφικά και τα εξωτικά σουτιέν και βρακιά στις βιτρίνες, καθρεφτίζονταν το φεγγάρι στους δρόμους που ενώνουν το Σέϊχ Σου με τον Θερμαϊκό, και τέλος πάντων ήταν τόσο ωραία που οι πρώτες φωτογραφίες περαστικών παίρνανε τα «ουάου» με τη σέσουλα. Ήταν μια βροχερή πόλη με ξάστερο ουρανό , δηλαδή , τι άλλο να ζητήσεις. Στη συνέχεια τα νερά κατάκλυσαν τα οδοστρώματα και προκάλεσαν μια ανησυχία. Οι περαστικοί, το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν πώς να προστατέψουν τα παπούτσια τους, επικοινώνησαν με όποιον ήταν πάνω πάνω στις τακτικές τους κλήσεις για να μοιραστούν αυτή την απροσδιόριστη ακόμα ταραχή τους και έσπευσαν να γυρίσουν στα σπίτια, που δεδομένων των αναλογιών θεώρησαν καταφύγια. Τα νερά συνέχισαν να έρχονται και μια αύρα που σηκώθηκε από το σούσουρο έφτιαξε τις πρώτες ανατριχίλες στην επιφάνειά τους, σαν εκείνες που σηκώνουν τα σπαράκια στα ρηχά. Έκτακτο δελτίο δε βγήκε, επειδή δεν ήμασταν στην Αθήνα και επειδή της Θεσσαλονίκης τα κανάλια ήταν όλα «στελεχωμένα» από συνειδητοποιημένους δημόσιους υπαλλήλους. Τα νερά ένωσαν τις σκάλες των πολυκατοικιών και δεν μπορούσες πλέον να ξεχωρίσεις πεζοδρόμια, τρύπες, κράσπεδα και διαβάσεις, ό,τι δεν ήταν σπίτι, ήταν ένα σκοτεινό υγρό. Τότε έπεσαν τα πρώτα πραγματικά σοβαρά τηλεφωνήματα. Και τα «ουάου» κόπηκαν μαχαίρι.
    Ήταν Σαββατόβραδο, και κανένας δεν περιμένει αναποδιές τα Σαββατόβραδα. Και , εδώ που τα λέμε, αυτό δεν ήταν αναποδιά. Αυτό ήταν το τέλ____    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;