Παρασκευή, Μαρτίου 17

πρωί σημαίνει άδεια κόλλα



    Ξαπλώσανε όλοι στα χορτάρια ανάσκελα και κοίταζαν. Δε δώθηκε καμιά υπόσχεση της προκοπής, αξιοσημείωτη, μοναχά πως είναι στο περίπου οι μέρες που θα έρθουν τα πουλιά.
    Τόσα χρόνια, ούτε μια απογοήτευση. Μικρές καθυστερήσεις, στριφογυρίσματα του καιρού, χειμώνες που ξεδοντιάζονταν σε βάρος τους, αλλά ποτές μία ματαίωση. Και τότε προς τι, τόση αγωνία ; Αυτοί είπαν πως δεν ήτανε αγωνία, βιασύνη είπαν…
    Αγωνία ήταν. Όποιος τους έβλεπε θα το ‘λεγε. Δεν ήταν βιασύνη. Είχε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της αγωνίας. Μύριζε στις μασχάλες τους φόβους μικρούς. Μοσκοβολούσε στα αχαμνά τους έρωτα. Είχε τη γεύση ενός ξινού ορεχτικού και οι οισοφάγοι τους, τους γαργαλούσαν. Είχε την όψη ενός εσώρουχου βιαστικά κι ..αλλού παρατημένου. Είχε όλα τα γνωρίσματα μιας δυνατής αβάσιμης αγωνίας. Αφού το ξέρεις, οι αγωνίες είναι οι πιο πολλές αβάσιμες, παρ’ όλο που είναι αγωνίες !
   Μιλούσανε πολύ. Βούιζε ο τόπος, τις δηλώσεις τους συμμετοχής στην Άνοιξη. Δεν ήταν ίδιας ηλικίας ούτε παρόμοια, όλα τα πλάσματα. Είχανε απλώς παρόμοια ..πρεμούρα. Ήθελαν όλοι τους να δούνε πρώτοι τα πουλιά.
   Τα πουλιά δεν έχουνε, ποτέ, επίγνωση. Μπορεί να σταματήσουνε στα Μάλγαρα να πιούν ένα νεράκι. Μπορεί να ξεστρατίσουν σε μια λίμνη να μετρήσουν τα μικρά. Μπορεί να τα τραβήξει πίσω ένα σμάρι νόστιμα έντομα. Δεν έχουνε βιασύνη και απ’ ότι φαίνεται, ούτε που ξέρουν, αγωνία τι θα πει. Μονάχα εμείς τη μάθαμε, απ’ έξω κι ανακατωτά, μας τη διδάξαν στο σχολειό, στην εκκλησιά, στο σπίτι. Είναι του ανθρώπου η φύση...
   Μιλούσανε και καταλήξανε κι εκείνοι ότι δεν ήτανε,  βιασύνη. Αφού το είπανε στο τέλος, ας αργήσουνε, φτάνει και φέτος να φανούν. Ύστερα πιάσανε να λένε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του. Η Σάρα ήθελε να ανοίξει η πόρτα του αεροπλάνου και να κατεβεί ο γιός. Ο Ντίνος ένα δέμα, κάτι. Η Ισμήνη αποτελέσματα, να δει ότι ο Νίκος πάει καλά. Ο Ιάσονας την πρόσληψη. Η Ολιάννα ένα λουλούδι πριν τη χαραυγή στο μαξιλάρι. Πιάσε και βγάλε άκρη. Τα ίδια είχανε συμβεί με τον Αη Βασίλη. Και στο τέλος όλοι κάτι μούτρα, να !   
  Μια θειά μου, η Καιτούλα, λέει ότι πρωί σημαίνει άδεια κόλλα. Ό,τι και να συμβεί, ανοίκειο και σκληρό με το που θα νυχτώσει φεύγει με τα αστέρια, χάνεται, στη λάμψη που του ρίχνει ο ήλιος. Κάθε πρωί, παίρνεις μια άσπρη κόλλα, τη μυρίζεις, ξύνεις τα μολύβια σου και βάζεις μπρος τη μέρα. Είναι το ίδιον των πρακτικών ανθρώπων. Και είναι τούτοι που θα σπρώξουνε τους άλλους λίγο πιο ψηλά.
   Συζήτησαν και είπανε, πως της άνοιξης τα δώρα, είναι καλύτερα από της παραμονής. Γιατί οι προσδοκίες που καλλιεργούνται την παραμονή είναι σε λάθος βάση. Πρωτοχρονιά ζητάς κάτι να σου αλλάξει τη ζωή. Την άνοιξη, την άνοιξη θα δεις όλο τον κόσμο να ξυπνάει, μόνος του να βάλει μπρος και τη ζωή του να αλλάξει. Μαζί τους. Συμφωνώ.Θέλω κι εγώ να βλέπω άλλους γύρω μου να κόπτονται. Θέλω ένα κλίμα, ένα ξεσηκωμό. Αφού...
   Ύστερα αποκάμανε να κάνουν όρεξη, και βγάλαν το σκασμό. Ο ήλιος ζέστανε τα χόρτα εκτός από τα λίγα κάτω απ’ τα κορμιά τους. Μερικοί αλλάξαν θέση για να πάρουν τη μερίδα θαλπωρής. Άλλοι πιο τυχεροί απλώς απλώσαν χέρια. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα. Παίρναν βαθειές ανάσες και κοιτούσανε τον ουρανό. Και τότες έφυγε όλη η αγωνία. Ήρθε το πρώτο. Τους ξεγκάστρωσε.
  Ήτανε δεκαεννιά Μαρτίου, Κυριακή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;